Έφυγε από τη ζωή την Τρίτη ο Ανδρέας Τζέλης, ο οποίος ήταν ένας εκ των τριών δικηγόρων της οικογένειας Φύσσα στη δίκη της Χρυσής Αυγής.
Ο Ανδρέας Τζέλης στάθηκε από την πρώτη στιγμή στο πλευρό της οικογένειας Φύσσα, ξεκινώντας τη δίκη.
Με πάθος, αλλά και προσωπικό κόστος λόγω ασθένειας αγωνίστηκε για πάνω από πέντε χρόνια προκειμένου να πετύχει την καταδίκη της οργάνωσης.
Ο Θανάσης Καμπαγιάννης έγραψε σε ανάρτησή του στο Facebook:
Ο Ανδρέας Τζέλης, ο συνάδελφός μας που εκπροσώπησε από την πρώτη μέρα την οικογένεια Φύσσα μετά τη δολοφονία του Παύλου, ήταν ένας βράχος για την πολιτική αγωγή. Πολλά πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν δεν ήταν αυτός σ’ αυτό το κρίσιμο πόστο.
Ο Ανδρέας ήταν πολύ γνωστός και μάχιμος δικηγόρος στα δικαστήρια: δεν υπήρχε μέρα που να μην τον πετύχεις στην Ευελπίδων, στην κυριολεξία τον ήξεραν και οι πέτρες. Και όμως ένας τέτοιος δικηγόρος αποφάσισε να εγκαταλείψει τις δουλειές του και να αφοσιωθεί αμισθί στην υπόθεση της δίκης της Χρυσής Αυγής, από την πρώτη μέρα της προδικασίας όταν η υπόθεση ήταν ακόμα στην ανάκριση στον Πειραιά μέχρι την έκδοση της απόφασης στο Εφετείο της Αθήνας, παρά το χτύπημα της αρρώστιας.
Δεν φοβήθηκε, αν και πολλοί με τους οποίους μίλησε του το υπονόησαν (“έχω παιδιά Ανδρέα”, θυμάμαι πως ήταν μια φράση αυτών των συνομιλιών που μου μετέφερε). Και, πάντοτε συλλογικός, μοιράστηκε την ευθύνη της υπόθεσης, κύρια με την Ελευθερία Τομπατζόγλου και τη Χρύσα Παπαδοπούλου, αλλά και με τη Βιολέτα, την Ελλάδα, την Ειρήνη, και στη συνέχεια με όλους εμάς.
Άδολα, πάντα αντιφασιστικά, με ανιδιοτέλεια, με χαμόγελο και με αστείρευτο χιούμορ, πάντα με κέντρο τον αγαπημένο του Παναθηναϊκό.
Η οικογένεια του Παύλου βρήκε στον Ανδρέα έναν ακλόνητο υπερασπιστή και έναν ακοίμητο φρουρό.
Και του το ανταπέδωσε με μια βαθιά εμπιστοσύνη, που μας δίδαξε πόσο στενή μπορεί να είναι η σχέση ενός δικηγόρου με τους ανθρώπους που καλείται να εκπροσωπήσει.
Θα τα πουν κι άλλες και άλλοι, καλύτερα από εμένα.
Τα συλλυπητήριά μας πηγαίνουν στους οικείους του.
Μένει το παράδειγμά του, για να το συνεχίσουμε.
Και έχουμε ακόμη δρόμο.