Δεκτή έγινε από το Συμβούλιο της Επικρατείας αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης (ΣτΕ 100/2024).
Πιο συγκεκριμένα, το δικαστήριο, με βάση τα αναφερόμενα στο άρθρο 57 παρ. 1 του ν. 4055/2012 κριτήρια, έκρινε ότι το χρονικό διάστημα 5 ετών, που διήρκεσε η εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης, δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, ούτε, άλλωστε, τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας», κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Έκρινε, μάλιστα, πως η καθυστέρηση αυτή προκάλεσε στην αιτούσα ηθική βλάβη.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, η αιτούσα δεν συνέβαλε με τη συμπεριφορά της στην καθυστέρηση εκδίκασης της υπόθεσης. Αντιθέτως, το έγγραφο με τις απόψεις της Διοίκησης και ο διοικητικός φάκελος περιήλθαν στο Δικαστήριο μετά από δύο χρόνια από την κατάθεση της αίτησης και, επομένως, κατά τούτο, υπήρξε κάποια μικρή συμβολή στην επιβράδυνση του χρόνου εκδίκασης της υπόθεσης.
Οκτώ εκ των αναβολών της συζήτησης χορηγήθηκαν από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, ενώ τρεις χορηγήθηκαν λόγω της επιβολής, με σειρά κοινών υπουργικών αποφάσεων, του μέτρου της αναστολής λειτουργίας του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της λήψης έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19. Το δικαστήριο έκρινε πως τα χρονικά αυτά διαστήματα, κατά τα οποία αναβλήθηκε η υπόθεση χάριν προστασίας της δημόσιας υγείας, δεν ήταν μεγάλης διάρκειας σε σχέση με τον συνολικό χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης και ο μη υπολογισμός τους δεν επηρεάζει το ύψος της αποζημίωσης που τυχόν πρέπει να επιδικασθεί.
Το δικαστήριο στη συνέχεια επεσήμανε ότι το βασικό ζήτημα που επιλύθηκε με την απόφαση αφορούσε, κυρίως, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες υποβάλλεται και καθίσταται εξεταστέο από τη Διοίκηση αίτημα ιδιοκτήτη ακινήτου για την αποζημίωσή του, με κάποιον από τους προβλεπόμενους στις οικείες διατάξεις εναλλακτικούς τρόπους, στην περίπτωση επιβολής περιορισμών στο ακίνητο, για λόγους σχετικούς με την εφαρμογή της αρχαιολογικής νομοθεσίας. Το εν λόγω ζήτημα συναρτάτο, εν προκειμένω, με την εκτίμηση και αξιολόγηση διαφόρων στοιχείων φακέλου, και, ως εκ τούτου, δεν ήταν απλό ή ευχερές να επιλυθεί κατά την υπαγωγή του.
Επεσήμανε, τέλος, πως ναι μεν η αιτούσα δεν συνδέει το αντικείμενο της υπόθεσης με τον βιοπορισμό και τη διαβίωσή της, πλην όμως το κριθέν ζήτημα αφορούσε στο δικαίωμα ιδιοκτησίας και στη ματαίωση ενάσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας της αιτούσας επί της επίμαχης έκτασης. Συνεπώς το διακύβευμα της υπόθεσης ήταν σημαντικό για την αιτούσα.
Κατόπιν των ανωτέρω, επιδικάσθηκε στην αιτούσα το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, ως δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης.
Απόσπασμα απόφασης
5. Επειδή, τα χρονικά διαστήματα από 16.5.2020 έως 31.5.2020, από 30.11.2020 έως 7.12.2020 και από 16.3.2021 έως 22.3.2021, κατά τα οποία αναβλήθηκε η υπόθεση χάριν προστασίας της δημόσιας υγείας, δεν ήταν μεγάλης διάρκειας σε σχέση με τον συνολικό χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης και ο μη υπολογισμός τους δεν επηρεάζει το ύψος της αποζημίωσης που τυχόν πρέπει να επιδικασθεί (πρβλ. ΣτΕ μονομελούς 995/2022 421/2021, 2638-2639/2020, βλ. contra ΣτΕ μονομελούς 215/ 2022). Συνεπώς, η περίοδος, η οποία είναι, καταρχήν, ληπτέα υπόψη, προκειμένου να κριθεί αν, στην συγκεκριμένη περίπτωση, συντρέχει ή όχι υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης άρχισε στις 23.3.2018 με την κατάθεση της αίτησης ακύρωσης και έληξε στις 15.3.2023 με τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης, όπως, άλλωστε, το καταληκτικό σημείο της διαδικασίας προσδιορίζεται από την ίδια την αιτούσα με το δικόγραφο της αίτησης (βλ. ΣτΕ μονομελούς 228/2020, 1462/2019, 3418, 3417, 1158, 203/2017, 1753/2016). Με τα δεδομένα αυτά, η διαδικασία διήρκεσε σχεδόν πέντε (5) έτη.
6. Επειδή, η αιτούσα προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι ο χρόνος διάρκειας της δίκης (5 έτη) σε συνδυασμό με την απουσία πολυπλοκότητας της υπόθεσης, την ύπαρξη σχετικής νομολογίας και την «κατάσταση άγχους και στενοχώριας» στην οποία περιήλθε λόγω της ζωτικής σημασίας της υπόθεσης για τα συμφέροντά της, καθιστούν επιβεβλημένη την επιδίκαση ποσού οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ ως δίκαιη ικανοποίηση για την καθυστέρηση εκδίκασης της αίτησης ακύρωσης.
7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι η αιτούσα συνέβαλε με τη συμπεριφορά της στην καθυστέρηση εκδίκασης της υπόθεσης. Το έγγραφο με τις απόψεις της Διοίκησης και ο διοικητικός φάκελος περιήλθαν στο Δικαστήριο, όπως προεκτέθηκε, στις 19.6.2020 και, επομένως, κατά τούτο, υπήρξε κάποια μικρή συμβολή στην επιβράδυνση του χρόνου εκδίκασης της υπόθεσης (πρβλ. ΣτΕ μονομελούς 4175/2014). Οκτώ (8) εκ των αναβολών της συζήτησης χορηγήθηκαν από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, οι λοιπές δε τρεις (3) χορηγήθηκαν για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Εξάλλου, το βασικό ζήτημα που επιλύθηκε με την απόφαση αφορούσε, κυρίως, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες υποβάλλεται και καθίσταται εξεταστέο από τη Διοίκηση αίτημα ιδιοκτήτη ακινήτου για την αποζημίωσή του, με κάποιον από τους προβλεπόμενους στις οικείες διατάξεις εναλλακτικούς τρόπους, στην περίπτωση επιβολής περιορισμών στο ακίνητο, για λόγους σχετικούς με την εφαρμογή της αρχαιολογικής νομοθεσίας. Το εν λόγω, πάντως, ζήτημα, αν και, είχε, καταρχήν, αντιμετωπισθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. ιδίως ΣτΕ 815/2016), συναρτάτο, εν προκειμένω με την εκτίμηση και αξιολόγηση διαφόρων στοιχείων φακέλου, και, ως εκ τούτου, δεν ήταν απλό ή ευχερές να επιλυθεί κατά την υπαγωγή του. Τέλος, ναι μεν η αιτούσα δεν συνδέει το αντικείμενο της υπόθεσης με τον βιοπορισμό και τη διαβίωσή της, πλην το κριθέν ζήτημα αφορούσε στο δικαίωμα ιδιοκτησίας και στη ματαίωση ενάσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας της αιτούσας επί της επίμαχης έκτασης (πρβλ. ΣτΕ μονομελούς 4175/2014). Συνεπώς το διακύβευμα της υπόθεσης ήταν σημαντικό για την αιτούσα.
8. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο, εκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, με βάση τα αναφερόμενα στο άρθρο 57 παρ. 1 του ν. 4055/2012 κριτήρια, κρίνει ότι το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η εκδίκασή της, δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, ούτε, άλλωστε, τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας», κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Η καθυστέρηση αυτή προκάλεσε, πράγματι, στην αιτούσα ηθική βλάβη, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, για την αποκατάσταση της οποίας κρίνεται δικαιολογημένη, ως δίκαιη ικανοποίηση, η επιδίκαση σε αυτήν ευλόγου χρηματικού ποσού.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο dsanet.gr.