Από τη Σταυρούλα Στατήρη, προπτυχιακή φοιτήτρια της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ


Αντί προλόγου

Πάνω από το 75% της επιφάνειας του πλανήτη μας καλύπτεται από ύδατα, μέσα στα οποία ζει το 80% του συνόλου των έμβιων οργανισμών της γης, με την πλειοψηφία τους να παραμένει άγνωστη και τη βιοποικιλότητα να εμφανίζεται απαράμιλλη. Η θαλάσσια αυτή ζωή έρχεται σήμερα αντιμέτωπη, ενόψει της επιβάρυνσης των ωκεανών και των θαλασσών, με πολυάριθμες απειλές. Κεντρική θέση ανάμεσα σε αυτές, δίπλα στην κλιματική αλλαγή και τη ρύπανση των θαλασσών τόσο από χημικά όσο και από πλαστικά, κατέχει το φαινόμενο της υπεραλίευσης, το οποίο όχι μόνο θέτει κινδύνους για το θαλάσσιο περιβάλλον, αλλά η επιρροή του επεκτείνεται και σε επίπεδο ανθρώπινων κοινοτήτων.

Τί είναι η υπεραλίευση;

Η υπεραλίευση μπορεί να οριστεί ως η υπερβολική εκμετάλλευση ενός ανανεώσιμου πόρου, ώστε η παραγωγή του να υπολείπεται εκείνης που θα προέκυπτε σε συνθήκες μικρότερης εκμετάλλευσης ή να τίθεται ακόμη και κίνδυνος κατάρρευσης (Lleonart 1999). Είναι, δηλαδή, η αλιεία εκτός ορίων η οποία οδηγεί σε ελαχιστοποίηση του αποθέματος υδρόβιων οργανισμών, με συνεπακόλουθη την αδυναμία αναπαραγωγής τους και διατήρησης του πληθυσμού τους σε ικανοποιητικό επίπεδο, διακινδυνεύοντας ακόμη και την ολοκληρωτική εξαφάνιση από τους βιότοπους τους.

Ως προς τον παραπάνω ορισμό της υπεραλίευσης ανευρίσκονται δύο διακρίσεις, αυτή της νεοσυλλεκτικής υπεραλίευσης και αυτή της αυξητικής υπεραλίευσης (Pierce & Guerra 1994). Στη νεοσυλλεκτική υπεραλίευση τα ώριμα αναπαραγωγικά ψάρια μειώνονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην παράγεται αντίστοιχα επαρκής αριθμός νεαρών ψαριών και το απόθεμα να μη δύναται να ανανεωθεί. Στην αυξητική υπεραλίευση τα αποθέματα συλλαμβάνονται σε πολύ νεαρή ηλικία, με επακόλουθο να επιτυγχάνουν μόνο ένα μικρό ποσοστό της δυνητικής αύξησης τους, αλιεύονται δηλαδή τόσο νεαρά, ώστε δεν προλαβαίνουν να αναπαραχθούν (Beamish et al. 2006). Μια άλλη διάκριση είναι η οικονομική υπεραλίευση, κατά την οποία ο αριθμός των αλιευτικών σκαφών που δραστηριοποιούνται υπερβαίνει αυτόν που αντιστοιχεί στο μέγεθος του διαθέσιμου αποθέματος. Υφίσταται ένα όριο αλιευτικής πίεσης που είναι ικανή να επιφέρει το μέγιστο κέρδος και η αύξηση της πέρα από αυτό το επίπεδο σημαίνει οικονομική υπεραλίευση (Hilborn & Hilborn 2012).

Λόγω της γενικότητας, αλλά και της δυσκολίας που παρουσιάζουν στον προσδιορισμό οι ανωτέρω ορισμοί (Brodziak et al. 2008) έχει διατυπωθεί ένας ορισμός αριθμητικά ποσοτικοποιημένος. Ειδικότερα, ένα απόθεμα χαρακτηρίζεται ως υπεραλιευμένο, εάν το έτος παραγωγής του βρίσκεται έπειτα από το έτος της μέγιστης παραγωγής και η παραγωγή του κυμαίνεται ανάμεσα σε 10 με 50% της μέγιστης συνολικής παραγωγής του (Froese & Kesner-Reyes 2002, Froese & Pauly 2003, Sumaila et al. 2007).

Τα αίτια

Η αλιεία καθεαυτή αποτελεί αγαθό κοινό, φυσικό, κινητό και ανανεώσιμο, το οποίο αποτελεί μέρος της κοινής μας κληρονομιάς. Ανέκαθεν οι άνθρωποι παγκοσμίως στηρίζονται στην αξιοποίηση των υδάτινων πόρων για τον βιοπορισμό τους. Η θάλασσα αποτελεί πηγή πλούτου και ζωής, καθώς η αλιεία συνιστά κύρια πηγή εσόδων για πλήθος κρατών ενώ εξασφαλίζει σημαντικό ποσοστό των διατροφικών στοιχείων που καταναλώνονται από τον άνθρωπο.

Ωστόσο, η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση για τρόφιμα, απότοκο της αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού, και η ανάγκη για τροφοδοσία της αγοράς με φρέσκα ή κατεψυγμένα αλιεύματα όλον τον χρόνο έχουν μεταβάλλει τις ισορροπίες, “βιομηχανοποιώντας” την παραδοσιακή αλιεία και καθιερώνοντας μεθόδους αλιείας εξαντλητικές για τους θαλάσσιους πληθυσμούς. Στην πραγματικότητα της σύγχρονης αλιείας, η βιομηχανία δεσπόζει με αλιευτικά σκάφη που υπερέχουν κατά πολύ της δυνατότητας της φύσης στην αναπαραγωγή ψαριών. Τα γιγαντιαία σκάφη που χρησιμοποιούν sonar εύρεσης ψαριών και των κοπαδιών τους, δύνανται να επισημάνουν τα καλύτερα αλιευτικά πεδία με μεγάλη ταχύτητα και ακρίβεια. Επίσης, σκάφη που εγκαθίστανται στα ανοιχτά, όπως τα υπερμεγέθη επιπλέοντα εργοστάσια, διαθέτουν εγκαταστάσεις επεξεργασίας και συσκευασίας ψαριών και πελώρια συστήματα διατήρησης τους με πάγο.

Επιπλέον, διακρίνεται συχνά και η αδιαφορία των ίδιων των αλιέων, οι οποίοι δρουν κάποτε ανεξέλεγκτα και εκτός των προβλεπόμενων ορίων, στερώντας από τη θάλασσα -και σε μεγάλη συχνότητα μάλιστα- έμβιους οργανισμούς οι οποίοι είναι απαραίτητοι στο οικοσύστημα. Η παράνομη αλιεία (παράνομη, λαθραία, και άναρχη – ΠΛΑ), ήτοι η αλιεία της οποίας η πρακτική εκφεύγει των προβλεπόμενων ορίων και παραβιάζει την τεθειμένη νομοθεσία είναι σίγουρα ένας παράγοντας που συντελεί στο πρόβλημα. Δύναται, μάλιστα, να προσλάβει σειρά μορφών, πιο συγκεκριμένα μπορεί να εμφανιστεί ως αλιεία σε προστατευόμενα ενδιαιτήματα, ως παράβαση αλίευσης είδους, μεγέθους και ποσότητας αλιεύματος, παράβαση χρονικών και τοπικών περιορισμών, παράβαση μεγέθους και τύπου αλιευτικών εργαλείων, χρήση χημικών και εκρηκτικών, ψαροντούφεκου με μπουκάλα, με φακό, κατά τις νυχτερινές ώρες, ερασιτεχνική αλιεία με δίχτυα. Είναι γνωστή, εξάλλου, η χρήση μηχανότρατων οι οποίες “ξύνουν” και “οργώνουν” τον βυθό.

Στο πρόβλημα της υπεραλίευσης συντείνει και η “άδηλη” αλιεία, δηλαδή τα απολεσθέντα και εγκαταλελειμμένα εργαλεία, δίχτυα και παγίδες που συνεχίζουν να εγκλωβίζουν θαλάσσιους οργανισμούς για τουλάχιστον 6 μήνες, καθώς και τα “παρεμπίπτοντα αλιεύματα” (bycatch), δηλαδή τα μη εμπορεύσιμα ψάρια ή και άλλα είδη (όπως θαλάσσια θηλαστικά, χελώνες, καρχαρίες, θαλασσοπούλια) που πιάνονται στα δίχτυα και συχνά απορρίπτονται, τα οποία υπολογίζονται σε 7-27 εκατομμύρια τόνους ετησίως παγκοσμίως. Το ζήτημα της παρεμπίπτουσας αλιείας πηγάζει από τη χρήση μη επιλεκτικών αλιευτικών εργαλείων και μεθόδων και τα ποσοστά απορρίψεων ποικίλλουν αναλόγως με τον τύπο αλιείας.

Τί επηρεάζει η υπεραλίευση;

Οικολογικές επιπτώσεις

Η υπεραλίευση επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τόσο τον πληθυσμό των ιχθυαποθεμάτων όσο και τα οικοσυστήματα τους. Αρχικά, όσον αφορά στον πληθυσμό των αποθεμάτων η συνολική βιομάζα τους περιορίζεται και η αφθονία τους παρουσιάζει έντονες αυξομειώσεις, επιτείνοντας τον κίνδυνο κατάρρευσης, εφόσον οι περιβαλλοντικές συνθήκες συντείνουν στη μειωμένη επιβίωση των νεαρών ψαριών και στη χαμηλή παραγωγή αυγών. Ο πληθυσμός συναπαρτίζεται από ολοένα μικρότερου μεγέθους ψάρια και συχνά αυτά τείνουν να ωριμάζουν γεννητικά σε ολοένα και μικρότερο μέγεθος. Όσον αφορά στα υδάτινα οικοσυστήματα, σε αυτά καταγράφεται μείωση της βιοποικιλότητας, μεταβολές στη σύνθεση των βιοκοινοτήτων αναφορικά με τα είδη και αλλαγές στο τροφικό πλέγμα, περιορισμός της αφθονίας μεγάλων ψαριών, κυρίως μάλιστα των θηρευτών, με παράλληλη αύξηση των ειδών μικρότερου μεγέθους των οποίων ο αναπαραγωγικός ρυθμός είναι υψηλότερος. Εκτός αυτών, η χρήση παράνομων μεθόδων αλιείας, για παράδειγμα δυναμίτιδας, καταστρέφει σε μεγάλη έκταση τα διαθέσιμα αλιευτικά πεδία, ενώ και η παράνομη χρήση συρόμενων αλιευτικών εργαλείων καταστρέφει ευαίσθητα ενδιαιτήματα που αποτελούν περιοχές συγκέντρωσης νεαρών ατόμων, όπως η τραγάνα και τα λιβάδια της Ποσειδωνίας.

Διατροφικές και Οικονομικές επιπτώσεις

Ο περιορισμός των ιχθυαποθεμάτων επηρεάζει εντέλει αρνητικά όλους μας, τόσο σε διατροφικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Σε επίπεδο διατροφής, η μείωση των αποθεμάτων μεταφράζεται σε απώλεια καλής ποιότητας πρωτεΐνης και άλλων χρήσιμων διατροφικών στοιχείων που παρέχουν τα θαλασσινά όταν καταναλώνονται. Σε επίπεδο οικονομίας, η ολοένα αυξανόμενη ζήτηση λόγω των διατροφικών αναγκών του αυξανόμενου παγκόσμιου πληθυσμού υπερτερεί της προσφοράς των θαλασσινών, επιφέροντας ανάλογη αύξηση των τιμών στα πλαίσια της λειτουργίας της οικονομίας της αγοράς. Άλλωστε, η μείωση των σχετικών κερδών οδηγεί στην απώλεια θέσεων εργασίας, οι οποίες μπορεί να είναι ζωτικής σημασίας ειδικά σε ένα νησί ή σε ένα παραθαλάσσιο χωριό.

Ελληνική αλιεία και υπεραλίευση

Αναφορικά με την Ελλάδα, είναι γνωστό ότι η αλιεία υφίσταντο ως πηγή εξασφάλισης τροφής στο Αιγαίο ήδη από την Πρώιμη Νεολιθική περίοδο (Γεροντάκου 2010). Έως τον 19ο αιώνα, η θάλασσα είχε ιδιαίτερη σημασία κυρίως για τους νησιωτικούς πληθυσμούς ως μέσο επικοινωνίας και μεταφοράς αγαθών, ενώ μετά τα μέσα του 20ου αιώνα η εξέλιξη της τεχνολογίας επέδρασε καταλυτικά στην αλιεία, μεταβάλλοντας τις εφαρμοζόμενες πρακτικές, την ένταση της αλιείας και τα μεγέθη της παραγωγής. Στη σύγχρονη Ελλάδα, η σημασία της θαλάσσιας αλιείας (παράκτιας, μέσης και υπερπόντιας) διακρίνεται ιδιαίτερα στο κοινωνικοοικονομικό πεδίο των απομακρυσμένων νησιωτικών περιοχών, όπου ευθύνεται σε σπουδαίο βαθμό για τη διατήρηση του κοινωνικού ιστού απασχολώντας το 25 έως 30% του εργατικού δυναμικού. Η κατάσταση, βέβαια, δεν είναι ίδια αν παρατηρήσουμε τα στοιχεία για το σύνολο της χώρας όπου η αλιεία προσφέρει μόνο το 1% του ΑΕΠ και απασχολεί το πολύ ένα 1,2% του εργατικού δυναμικού της χώρας.

Σχετικά με την ελληνική αλιεία, αυτή χαρακτηρίζεται όχι μόνο ως πολυ-ειδική αλλά και πολυ-εργαλειακή, καθώς πολλά διαφορετικά αποθέματα αλιεύονται από πληθώρα διαφορετικών αλιευτικών εργαλείων (Stergiou et al. 2009a). Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει τον σχεδιασμό και την εφαρμογή επαρκών ενιαίων διαχειριστικών μέτρων, με συνέπεια τα πελαγικά και τα βενθικά/παράκτια αποθέματα στις ελληνικές θάλασσες να υπεραλιεύονται (Stergiou & Christou 1998). Πράγματι, ποσοστό ύψους 52% των ελληνικών ιχθυαποθεμάτων είναι υπεραλιευμένο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό παγκοσμίως ανέρχεται περίπου στο 24%, με το 90% των μεγάλων ψαριών των ωκεανών να έχουν αλιευθεί. Η υπεραλίευση των ελληνικών αποθεμάτων υποδεικνύεται και από τη μείωση των ελληνικών θαλάσσιων εκφορτώσεων από το 1994 και έπειτα στις μισές περίπου εκφορτώσεις της προηγηθείσας αύξησης (Stergiou et al. 2007a).

Για τα ανωτέρω αποθαρρυντικά αποτελέσματα ευθύνονται τα αλιευτικά εργαλεία των περίπου 18.000 επαγγελματικών σκαφών που χρησιμοποιούνται στην παράκτια αλιεία, των περίπου 700 στη μέση και των 46 σκαφών της υπερπόντιας αλιείας, ενώ ευθύνη φέρουν και η ερασιτεχνική αλιεία με τη μορφή διαγωνισμών ψαροντούφεκου και η παράνομη αλιεία. Η υπεραλίευση στην Ελλάδα έχει αντίκτυπο τόσο στην ελληνική αλιεία καθ’εαυτή όσο και στο θαλάσσιο περιβάλλον. Ειδικότερα, η μείωση των ιχθυαποθεμάτων οδηγεί αναγκαία στην αντίστοιχη μείωση των εισοδημάτων των αλιέων, ενώ η έλλειψη υποδομής, εξοπλισμού και ασφάλειας συνεπιφέρουν την έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Σχετικά με το θαλάσσιο περιβάλλον, η μεσοπρόθεσμη και η προβλεπόμενη μακροπρόθεσμη μείωση των πληθυσμών των ψαριών συντελεί στην υποβάθμιση του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Στο ίδιο συντείνουν και το προαναφερθέντα φαινόμενα της “άδηλης” αλιείας, καθώς και των “παρεμπιπτόντων αλιευμάτων” (bycatch), το ποσοστό απορρίψεων των οποίων αγγίζει το 44% του συνολικού αλιεύματος στην Ελλάδα.

Όσον αφορά στις επιπτώσεις ευρύτερα στη Μεσόγειο θάλασσα, ανάμεσα στους πληθυσμούς που μειώνονται ταχέως περιλαμβάνονται πληθυσμοί μεγάλων θηρευτών, οι οποίοι εξαφανίζονται με τρομακτικό ρυθμό. Η μείωση αυτών των θηρευτών δύναται να προκαλέσει μια μετατόπιση σε ολόκληρα οικοσυστήματα ωκεανών όπου τα εμπορικά, πολύτιμα ψάρια αντικαθίστανται από μικρότερα ψάρια που τρέφονται με πλαγκτόν. Η ταχεία μείωσή τους αποτελεί μάλιστα μία από τις αιτίες του πολλαπλασιασμού των μεδουσών στη Μεσόγειο. Αυτές οι αλλαγές διακινδυνεύουν τη δομή και τη λειτουργία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων και ως εκ τούτου αποτελούν απειλή για τη ζωή εκείνων των ειδών που εξαρτώνται από τους ωκεανούς.

Βιώσιμη Εκμετάλλευση

Προς επίλυση των προαναφερθέντων δυσχερειών, γίνεται πολύς λόγος σχετικά με μια στροφή προς τη βιώσιμη εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων. Τίθεται, όμως, το βασικό ερώτημα: τί εννοούμε με τον όρο βιώσιμη εκμετάλλευση; Βιώσιμη εκμετάλλευση προσδιορίζεται ως η εκμετάλλευση ενός πληθυσμού (ή ενός οικοσυστήματος) που συμβαίνει με τέτοιο ρυθμό ώστε ο πληθυσμός (ή το οικοσύστημα) να μπορεί να διατηρηθεί και στο εγγύς μέλλον. Αυτό σημαίνει πρακτικά πως το αλιευόμενο τμήμα του πληθυσμού χρειάζεται να διαθέτει μέγεθος που να δίνει τη δυνατότητα στις φυσικές διεργασίες (γεννήσεις και αύξηση) να αντικαθιστούν ό,τι αφαιρείται με την αλιεία από το οικοσύστημα κατά μέσο όρο σε μακροπρόθεσμη βάση. Ωστόσο, χρειάζεται κανείς να σκεφτεί πως η βιώσιμη εκμετάλλευση δεν είναι μια σταθερή ποσότητα που αφαιρείται από το οικοσύστημα, καθώς οι πληθυσμοί στη φύση δεν είναι σταθεροί, άρα ο ρυθμός της εκμετάλλευσης πρέπει να προσαρμόζεται στις αντίστοιχες διακυμάνσεις που παρουσιάζουν οι πληθυσμοί. Επομένως, το μέσο αλίευμα που μπορούμε να λάβουμε από ένα πληθυσμό όταν αυτός αλιεύεται με ρυθμό που να μεγιστοποιεί αυτό το μέσο αλίευμα ορίζεται ως μέγιστη βιώσιμη παραγωγή (maximum sustainable yield).

Θεσμικό πλαίσιο

Σε κρατικό επίπεδο, η διαχείριση της αλιείας σχετίζεται με την αξιοποίηση ενός κοινόχρηστου φυσικού πόρου. Σε διεθνές επίπεδο, η κατανομή των πόρων προέρχεται από τον καθορισμό των ορίων της εδαφικής κυριαρχίας κάθε κράτους που κατοχυρώνει το δικαίωμα της αποκλειστικής εκμετάλλευσης των πόρων εντός αυτής. Ωστόσο, κάποιοι πόροι όπως είναι και τα αλιευτικά αποθέματα, δεν περιορίζονται από τα ανθρώπινα κρατικά όρια, οδηγώντας στην ανάγκη μιας παγκόσμιας προσπάθειας για την αντιμετώπιση σχετικών θεμάτων. Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας καθορίζει μεταξύ άλλων και την εκμετάλλευση των κοινών αλιευτικών πόρων. Ειδικά αφού απέκτησαν τα κράτη αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ), διασαφηνίστηκαν και τα όρια μέσα στα οποία το κάθε κράτος μπορεί να εκμεταλλεύεται τους φυσικούς του πόρους, συμπεριλαμβανομένων των αλιευτικών. Πάντως, το ζήτημα των διεθνώς κοινών αλιευτικών αποθεμάτων παρέμεινε ανοιχτό. Η Συμφωνία των Ηνωμένων Εθνών για τα Αλιευτικά Αποθέματα προβλέπει ότι αυτοί οι πόροι ελέγχονται από τις Περιφερειακές Οργανώσεις Διαχείρισης της Αλιείας (ΠΟΔΑ).

Ευρωπαϊκή Ένωση και Κοινή Αλιευτική Πολιτική

Έναν από τους μεγαλύτερους αλιείς του πλανήτη απαρτίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση (Frost & Anderson 2006). Είναι ο τέταρτος μεγαλύτερος παραγωγός παγκοσμίως σε όγκο αλιευμάτων αντιπροσωπεύοντας 4,4% της παγκόσμιας παραγωγής, με τον κύριο όγκο των αλιευμάτων να εντοπίζεται στη Μεσόγειο και στον ανατολικό Ατλαντικό. Σε περιφερειακό ευρωπαϊκό επίπεδο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ως πηγή απασχόλησης. Κατανοώντας τη σημασία της αλιευτικής δραστηριότητας, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκκίνησε ήδη με την ιδρυτική συνθήκη της Ρώμης το 1957 μια ιδέα για κοινή αλιευτική πολιτική συνδεδεμένη αρχικά με την κοινή γεωργική πολιτική. Το 1966, μάλιστα, έγινε η πρώτη απόπειρα δημιουργίας ανεξάρτητης κοινής αλιευτικής πολιτικής που, ωστόσο, δεν τελεσφόρησε.

Τη δεκαετία του 1970 με την προοπτική ένταξης του Ηνωμένου Βασιλείου, της Νορβηγίας, της Δανίας και της Ιρλανδίας ξεκίνησαν σοβαρές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό της αλιευτικής πολιτικής, καθώς οι παραπάνω χώρες είχαν ισχυρή αλιεία. Το 1970 εγκρίθηκαν οι κανονισμοί 2140 και 2142 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που αφορούσαν άμεσα την αλιεία. Με τον κανονισμό 170/83 θεσπίστηκε η κοινή αλιευτική πολιτική σαν ανεξάρτητη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έκτοτε κάθε δεκαετία αναθεωρείται. Υιοθετήθηκε η θέσπιση των συνολικών επιτρεπόμενων αλιευμάτων για κάθε είδος και πώς επιμερίζονται κατά κράτη με βάση την αρχή της σχετικής σταθερότητας. Βέβαια, εκείνη την εποχή τα προβλήματα από την υπεραλίευση ήταν ακόμα σχετικά ασήμαντα, γεγονός που δεν ισχύει για την περίοδο μετά το 2000 (Penas, 2007). Ο κανονισμός 3760/92, που άρχισε να ισχύει το 2003, προνοεί να καθορίζονται και σε μακροχρόνια βάση τα επιτρεπτά αλιεύματα, περιορίζει της ημέρες αλιείας στη θάλασσα για να μπορέσει να ελέγξει την αλιευτική προσπάθεια και θεσπίζει ένα σύστημα αδειοδότησης. Το 2002 ο κανονισμός 2731 προνοεί για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Προσπαθεί να θέσει μία μακροπρόθεσμη προοπτική στον καθορισμό των επιτρεπόμενων αλιευμάτων συνολικά, προσπαθεί να ενισχύσει τη συμμετοχή των εμπλεκομένων στον αλιευτικό τομέα θεσπίζοντας περιφερειακά γνωμοδοτικά συμβούλια και περιορίζει κατά το δυνατόν τον αλιευτικό στόλο διακόπτοντας τις ενισχύσεις για την κατασκευή σκαφών και στρέφονται προς την ενίσχυση των τοπικών κοινωνιών. Καταρτίζονται σχέδια διαχείρισης αποθεμάτων μακροπρόθεσμα (Ευρωπαϊκή επιτροπή 2009) αποσκοπώντας στην ανασύσταση και στη βιωσιμότητα των αποθεμάτων, όπου αυτό απαιτείται, καθώς αναγνωρίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση ότι τα δεδομένα που υπάρχουν καταδεικνύουν ότι είναι πέρα από το όριο της βιώσιμης απόδοσης η εκμετάλλευση των περισσοτέρων αποθεμάτων (Ευρωπαϊκή επιτροπή 2012). Το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο κατέληξαν σε συμφωνία το 2013 αναφορικά με τη νέα κοινή αλιευτική πολιτική (ΚΑλΠ) για τη μακροπρόθεσμη κοινωνική, οικονομική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα των δραστηριοτήτων υδατοκαλλιέργειας και αλιείας.

Κεντρική συνιστώσα της αλιευτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ο κανονισμός για την κοινή οργάνωση των αγορών, ενώ οι κύριες κανονιστικές πράξεις για την καταπολέμηση της παράνομης αλιείας είναι ο κανονισμός για την παράνομη, λαθραία και άναρχη αλιεία που σχετίζεται κυρίαρχα με τις εισαγωγές (έκτοτε, μάλιστα, έχει μεταβληθεί η απόδοση του αγγλικού “illegal, unreported and unregulated fishing” και έχει καθιερωθεί ως “παράνομη, αδήλωτη και ανεξέλεγκτη αλιεία”), και ο κανονισμός για τον έλεγχο της αλιείας (που επικεντρώνεται κυρίως στη συμμόρφωση των αλιέων της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ο κανονισμός για τον έλεγχο της αλιείας θεσπίζει ένα σύστημα ελέγχου των δραστηριοτήτων του ενωσιακού στόλου σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης με σκοπό να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με την κοινή αλιευτική πολιτική. Τον Απρίλιο του 2017, δημοσιεύτηκε η αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπή αναφορικά με τον κανονισμό για τον έλεγχο της αλιείας, από την οποία συναγόταν ότι αδυναμίες στον σχεδιασμό του κανονισμού παρεμπόδιζαν την αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχου. Την 31η Μαΐου 2018, η Επιτροπή πρότεινε ορισμένες τροποποιήσεις του κανονισμού ελέγχου, έως τον Μάιο του 2022 όμως η πρόταση δεν είχε εγκριθεί.

Μέχρι σήμερα, παρά τη θέσπιση εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυστηρών πολιτικών σχετικά με την ποιότητα των προϊόντων της, παράνομα αλιευμένα θαλασσινά εξακολουθούν να καταλήγουν λόγω των ασήμαντων προστίμων και των αδύναμων ελέγχων σε ορισμένα κράτη-μέλη στα πιάτα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τουλάχιστον αυτό διαπιστώθηκε από μια νέα έρευνα από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (EΕΣ) που εποπτεύει την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την παράνομη, λαθραία και άναρχη αλιεία (ΠΛΑ). Η μη βιώσιμη αλιεία εξακολουθεί να υφίσταται και υπάρχει κίνδυνος να πωλούνται στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης προϊόντα προερχόμενα από παράνομη, αδήλωτη και ανεξέλεγκτη αλιεία.

Ειδικότερα, η έρευνα εξέτασε όχι μόνο την αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχου για παράνομη αλιεία, αλλά και την αποτελεσματικότητα των ελέγχων των ίδιων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χαρακτηρίζοντας το σύστημα εντέλει “μερικώς αποδοτικό”. Κατά τα αποτελέσματα της έρευνας, η πιο συνηθισμένη παράβαση από τον ενωσιακό στόλο έγκειται στην εσφαλμένη αναφορά αλιευμάτων, ακολουθούμενη από την αλιεία χωρίς κατανομή ποσοστώσεων ή σε κλειστές περιοχές και τη χρήση εργαλείων παράνομων. Ως προς την επιβολή κυρώσεων, αυτή κρίθηκε ως επί το πλείστον ανεπαρκής. Παρόλο που η συντριπτική πλειοψηφία των σοβαρών παραβάσεων αλιείας διαπιστώθηκε από τους ελεγκτές πως οδήγησε σε έρευνα ή δίωξη, οι επιβαλλόμενες σε ορισμένες πολιτείες κυρώσεις δεν φάνηκαν αρκετές για να αποτρέψουν την παράνομη αλιεία. Επιπροσθέτως, διαπιστώθηκε πως ανάμεσα στα κράτη δεν υφίσταντο ίσοι όροι ανταγωνισμού, καθώς γεγονός είναι πως το μέσο επιβαλλόμενο πρόστιμο για τις παραβάσεις κυμαινόταν από 200 ευρώ στην Κύπρο, την Εσθονία και τη Λιθουανία μέχρι και 7.000 ευρώ στην Ισπανία. Οι διαφοροποιήσεις των επί μέρους κρατικών ρυθμίσεων ως προς το εύρος και την ποιότητα των ελέγχων υπονομεύουν, μεταξύ άλλων, το σύστημα πιστοποίησης αλιευμάτων, που εισήχθη από την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2008. Η Εύα Λίντστρομ, μέλος του ΕΕΣ και επικεφαλής του ελέγχου, παρακίνησε τα κράτη-μέλη να αγωνιστούν σκληρότερα προς τον σκοπό της καταπολέμησης της ΠΛΑ αλιείας εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η έκθεση πρότεινε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διασφαλίσει ότι τα συστήματα ελέγχου των κρατών-μελών θα ενισχυθούν προς τον σκοπό της αποτροπής εισαγωγής παράνομων αλιευτικών προϊόντων.

Στις 31 Μαΐου 2023 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε δελτίο τύπου ανακοινώνοντας την προσωρινή συμφωνία στην οποία κατέληξε από κοινού με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναφορικά με επικαιροποιημένους κανόνες για την πρόληψη της υπεραλίευσης και τον έλεγχο των αλιευτικών σκαφών με στόχο την πρακτική υλοποίηση των περιβαλλοντικών αρχών της κοινής αλιευτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη βιωσιμότητα της αλιείας της.

Επίλογος

Συγκεφαλαιώνοντας, η αλιεία αποτελεί μέρος της κοινής ανθρώπινης κληρονομιάς, πεδίο δραστηριοτήτων και πηγή πλούτου εδώ και χιλιάδες χρόνια. Τις τελευταίες δεκαετίες, το φαινόμενο της υπεραλίευσης αναδύεται και πλήττει τα θαλάσσια οικοσυστήματα, την οικονομία αλλά και την καθημερινότητά μας. Πλείστοι όσοι αρμόδιοι (επιστήμονες, πολιτικοί, νομικοί και άλλοι) έχουν κινητοποιηθεί για την επίλυση του ζητήματος και τη δημιουργία ενός διαύλου προς τη βιώσιμη ανάπτυξη. Ο δρόμος είναι μακρύς και ο αγώνας συνεχίζεται.

 

Πηγή: Νομικός Παλμός 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ