Γράφει ο Στάθης Χαρίτος Αντιπρόεδρος Δ.Σ. Τ.Ε.Α Ομίλου Eurobank Πρόεδρος Δ.Σ. Σωματείου Εργαζομένων Eurobank

Ο θεσμός της Επαγγελματικής Ασφάλισης θεσπίστηκε με τα άρθρα 7 και 8 του ν. 3029/2002, υπό το πρίσμα και της Οδηγίας 2003/41 της ΕΕ με σκοπό τη χορήγηση ασφαλιστικής προστασίας, σε προαιρετική ή υποχρεωτική βάση, πέραν της παρεχόμενης από την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, για τους ασφαλιστικούς κινδύνους και ενδεικτικά τους κινδύνους γήρατος, θανάτου, αναπηρίας, επαγγελματικού ατυχήματος, ασθένειας, διακοπής της εργασίας. Η διοίκηση των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (Τ.Ε.Α.) διέπεται από τον κανόνα της συνετής διαχείρισης, όπως έχει καθοριστεί από την Οδηγία 2003/41/ΕΚ, με σκοπό α) τα στοιχεία του ενεργητικού να επενδύονται µε γνώµονα την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συµφερόντων των µελών και των δικαιούχων. β) τα στοιχεία του ενεργητικού να επενδύονται κατά τρόπο που να εγγυάται την ασφάλεια, ποιότητα, ρευστότητα και κερδοφορία του χαρτοφυλακίου στο σύνολό του γ) το ενεργητικό να επενδύεται πρωτίστως σε οργανωµένες αγορές δ) η επένδυση σε παράγωγα µέσα να είναι δυνατή όταν αυτά συµβάλλουν στη μείωση των επενδυτικών κινδύνων ή διευκολύνουν την αποτελεσματική διαχείριση του χαρτοφυλακίου.
Η αποτίµηση των παραγώγων γίνεται µε σύνεση, λαµβάνοντας υπόψη το αντίστοιχο τµήµα του ενεργητικού, και περιλαμβάνονται στην αποτίµηση του ενεργητικού του ιδρύµατος. ε) τα στοιχεία του ενεργητικού είναι προσηκόντως διαφοροποιηµένα, ώστε να αποφεύγεται η υπέρµετρη εξάρτηση από κάποιο συγκεκριµένο επενδυτικό στοιχείο τους ή κάποιο συγκεκριµένο εκδότη ή όµιλο επιχειρήσεων στ) η επένδυση στη χρηµατοδοτούσα επιχείρηση δεν πρέπει να υπερβαίνει το 5 % του συνόλου του χαρτοφυλακίου και όταν η χρηµατοδοτούσα επιχείρηση ανήκει σε όµιλο, η επένδυση στις επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο όµιλο µε τη χρηµατοδοτούσα επιχείρηση δεν πρέπει να υπερβαίνει το 10 % του χαρτοφυλακίου.
Ο νομοθέτης δίνει προτεραιότητα σε ποιοτική και όχι ποσοτική προσέγγιση της διαχείρισης των T.E.A. Αυτό προϋποθέτει αυξημένη, υπεύθυνη και επαγγελματική διαχείριση και μεταφράζεται με το σεβασμό των αρχών της χρηστής και συνετής διοίκησης των T.E.A. Στο πλαίσιο της αρχής της συνετούς διαχείρισης, κάθε T.E.A. οφείλει να καθορίσει πολιτική διοίκησης συνεκτική, επαρκή και ανάλογη με τις δραστηριότητες που ασκεί και, ανάλογα με τον όγκο, τη φύση και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του και, συνεπώς με το προφίλ του ασφαλιστικού του κινδύνου. 2
Με την υπ’αριθ. Φ.51010/οικ.1893/15 Απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 178/τ. Β/23.01.2015, εξεδόθη Κανονισμός Δεοντολογίας και Καλών Πρακτικών λειτουργίας των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης.
Στο Κεφάλαιο Δ ο ως άνω Κανονισμός επιτάσσει τη χρηστή και συνετή διαχείριση των δραστηριοτήτων των Τ.Ε.Α. μέσα από κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχων και κινήτρων που ενθαρρύνουν την καλή λήψη των αποφάσεων, και τη σωστή και έγκαιρη εκτέλεση των αποφάσεων, τη διαφάνεια, την επικοινωνία, καθώς και την τακτική επανεξέταση και αξιολόγηση όλων των λειτουργιών του ταμείου. Ρητά ορίζεται ότι η ευθύνη των μελών των λειτουργικών οργάνων πρέπει να περιλαμβάνει κυρίως τη συμμόρφωση με τις ισχύουσες διατάξεις και την υπεύθυνη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των TEA, έτσι ώστε τα TEA να αποτελούν ασφαλή πηγή χρηματοδότησης συντάξεων. Τα μέλη των λειτουργικών οργάνων δεν απαλλάσσονται των ευθυνών τους, ούτε πλήρως, ούτε μερικώς, για την εξωτερική ανάθεση (outsourcing) ορισμένων λειτουργιών. Ως προς τη λογοδοσία και ευθύνη των μελών του Δ.Σ. ο Κανονισμός Δεοντολογίας (άρθρο 1.1.β. ) ορίζει ότι το Δ.Σ. είναι υπόλογο έναντι των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων του Τ.Ε.Α. καθώς και της Εποπτεύουσας Αρχής και των Εποπτικών Αρχών. Προκειμένου να διασφαλιστεί η λογοδοσία του οργάνου διοίκησης θα πρέπει να είναι νομικά υπεύθυνο για τις δράσεις του που δεν είναι σύμφωνες με τις υποχρεώσεις που του έχουν ανατεθεί, και με την αρχή της συνετής και χρηστής διαχείρισης.
Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Δ.Σ. ευθύνονται αστικά, ποινικά και διοικητικά. Ως εκ τούτου, τα μέλη των Δ.Σ. των ΤΕΑ υπέχουν πλήρη ευθύνη, ανεξαρτήτως της μορφής που προσλαμβάνει το οικείο νομικό πρόσωπο. Στο πλαίσιο της συνετούς διαχείρισης, Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος , Γεν. Γραμματέας και τα μέλη του Δ.Σ. οφείλουν: Να ενεργούν με βάση την ισχύουσα για το Ταμείο νομοθεσία, τον Κώδικα Δεοντολογίας, το Καταστατικό του Ταμείου, τις αρχές λειτουργίας του Ταμείου και τις θεσμικές διαδικασίες που τίθενται από τον Κανονισμό Δεοντολογίας. τον Κανονισμό Παροχών, τον Κανονισμό Επενδύσεων και τον Κανονισμό Προμηθειών, προκειμένου να εξυπηρετούνται οι σκοποί του Ταμείου και να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα και η φερεγγυότητά του, καθώς και η εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών του προς όφελος των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων. Να επιδεικνύουν σύνεση και ευπρέπεια κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ακόμα και να ενημερώνουν την Εποπτεύουσα Αρχή στην 3 περίπτωση που διαπιστώνουν ότι πράξεις ή παραλείψεις μελών του Δ.Σ. αντίκεινται στην ισχύουσα νομοθεσία ή τους Κανονισμούς του Ταμείου και βλάπτουν ή είναι σε θέση να βλάψουν τα συμφέροντα του Ταμείου και συνακόλουθα των ασφαλισμένων. Περαιτέρω, στο άρθρο 1.2.δ. του Κεφαλαίου Δ του Κανονισμού Δεοντολογίας των Τ.Ε.Α. καθορίζεται το πλαίσιο λειτουργίας της Επενδυτικής Επιτροπής, η οποία χαράσσει την επενδυτική πολιτική των Τ.Ε.Α., συμβουλεύει ανάλογα τα αρμόδια όργανα των Τ.Ε.Α. καθώς και το Δ.Σ., παρακολουθεί το έργο του Διαχειριστή Επενδύσεων και ελέγχει τις εκθέσεις που αυτός υποβάλλει, υποδεικνύει έγκαιρα κατάλληλες ενέργειες και επισημαίνει στο Δ.Σ. τυχόν αποκλίσεις από τους στόχους των Τ.Ε.Α. Τα μέλη της Επενδυτικής Επιτροπής διέπονται από κριτήρια καταλληλότητας με αναλογική εφαρμογή της υπ’αριθ. 4/452/1.11.2007 απόφασης του Δ.Σ. της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (ΦΕΚ Β΄2138). Ο Πρόεδρος της Επενδυτικής Επιτροπής οφείλει να ενημερώνει αμελλητί την Εποπτεύουσα Αρχή και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για κάθε ενέργεια ή παράλειψη από την οποία προκύπτει κίνδυνος βλάβης των οικονομικών συμφερόντων του Τ.Ε.Α. Τ.Ε.Α. Ομίλου Eurobank Στο ΦΕΚ 817/τεύχος Β- 24.02.2022 δημοσιεύθηκε η υπ’Αριθμ. Δ16/Φ51020/9221 Έγκριση του Καταστατικού του Ταμείου Επαγγελματικής Ασφάλισης «Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης Προσωπικού Ομίλου Eurobank – Ν.Π.Ι.Δ.». Στο άρθρο 18 ορίζεται ότι «Τα μέλη του Δ.Σ. του Ταμείου υποχρεούνται να επιδεικνύουν κάθε επιμέλεια και εντιμότητα. Ευθύνονται έναντι του Ταμείου για κάθε πταίσμα τους κατά τη διοίκηση των υποθέσεών του {…}» Το Σωματείο των εργαζομένων της Eurobank έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση αυτού του ΤΕΑ που κατά μοναδική πρωτοπορία έγινε με την από 04/06/2021 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που υπέγραψε με αντισυμβαλλόμενη την Διοίκηση της Τράπεζας (Φωκίων Καραβίας-Αναστασία Πασχάλη).
Αξίζει να σημειωθεί ότι ανεξαρτήτως των ποινικών, αστικών και διοικητικών ευθυνών που έχουν και του χρόνου που διαθέτουν για τις ανάγκες του Τ.Ε.Α. Ομίλου Eurobank, τα μέλη του 5μελούς Δ.Σ. δεν έχουν επιπλέον αμοιβές, ούτε κανενός είδους οικονομική αποζημίωση. 4 Στο δε άρθρο 19 ορίζεται ότι η Επενδυτική Επιτροπή διορίζεται από το Δ.Σ. του TEA Όμιλος Eurobank και τα μέλη πρέπει να έχουν τα απαιτούμενα για τη θέση προσόντα, πιστοποιήσεις και επιπλέον ικανότητα, εμπειρία και ήθος. Ο κανόνας της πλήρους ευθύνης για κάθε πταίσμα που υιοθετείται από τη νομοθεσία των ΤΕΑ για τα μέλη του Δ.Σ. έχει αντιστοίχιση στο άρθρο 330 ΑΚ που ορίζει ότι «Ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του.
Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές» και στο άρθρο 714 ΑΚ περί του ότι «Ο εντολοδόχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα» ως προς τα μέλη της Επενδυτικής Επιτροπής. Η ευθύνη του οφειλέτη ή του εντολοδόχου προς αποζημίωση σε περίπτωση αθέτησης των υποχρεώσεών του διέπεται από την αρχή της υπαιτιότητας, όπερ σημαίνει ότι υπέχει ευθύνη, όταν βαρύνεται με υπαιτιότητα (= πταίσμα), δηλαδή με δόλο ή αμέλεια (330, 335, 337 και 382 ΑΚ). Διακρίνονται δύο βαθμοί υπαιτιότητας, ανάλογα με τη βαρύτητά της. Ο δόλος και η αμέλεια. Συνδρομή του δόλου θεμελιώνεται στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) όταν ο δράστης κατευθύνει τη βούλησή του κατευθείαν στο παράνομο αποτέλεσμα, ήτοι επιδιώκει το αποτέλεσμα αυτό, β) όταν ο δράστης δεν επιδιώκει το παράνομο αποτέλεσμα, αλλά προβλέπει ότι αυτό θα επέλθει ως αναγκαία συνέπεια της πράξης του και μολαταύτα προβαίνει σ’ αυτή, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα και γ) όταν ο δράστης, χωρίς να επιδιώκει το παράνομο αποτέλεσμα, προβλέπει ότι αυτό θα επέλθει ως ενδεχόμενη (όχι αναγκαία) συνέπεια της πράξης του και μολαταύτα την επιχειρεί, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα. Κοινό γνώρισμα των ανωτέρω περιπτώσεων είναι ότι ο ζημιών επιδοκιμάζει, ήτοι αποδέχεται τελικά το παράνομο αποτέλεσμα (θεωρία της αποδοχής ή επιδοκιμασίας).
Εάν ο δράστης θέλει το παράνομο αποτέλεσμα, ήτοι το επιδιώκει ή το προβλέπει σαν αναγκαίο και το αποδέχεται (ανωτέρω περ. α΄ και β΄), γίνεται λόγος για άμεσο δόλο (dolus directus). Εάν ο δράστης προβλέπει το αποτέλεσμα σαν ενδεχόμενο και το αποδέχεται (ανωτέρω περ. γ΄) γίνεται λόγος για ενδεχόμενο δόλο (dolus eventualis). Αντιθέτως, αμέλεια συντρέχει είτε όταν ο δράστης προβλέπει το ενδεχόμενο επέλευσης του παράνομου αποτελέσματος αλλά ελπίζει ότι θα το αποφύγει (ενσυνείδητη αμέλεια), είτε όταν ο δράστης δεν επιδεικνύει την απαιτούμενη προσοχή και έτσι δεν προβλέπει το παράνομο αποτέλεσμα (άνευ συνειδήσεως αμέλεια). Ως προς το μέτρο της απαιτούμενης επιμέλειας για την αποτροπή του αποτελέσματος, γίνεται δεκτό ότι αυτό καθορίζεται αντικειμενικά, σε συνάρτηση με τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του επαγγελματικού, κοινωνικού, οικονομικού κ.λπ. κύκλου στον οποίο εντάσσεται ο 5 ζημιών, συνυπολογιζομένων των κριτηρίων που αναφέρθηκαν ανωτέρω σχετικά με την κτήση της ιδιότητας μέλους του ΔΣ των ΤΕΑ ή μέλους της Επενδυτικής Επιτροπής.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το Διοικητικό Συμβούλιο, ως ανώτατο διοικητικό και το κατ’ εξοχήν αποφασιστικό όργανο νομικού προσώπου, αδιακρίτως μορφής (αυτοδιαχειριζόμενο σωματείο, εταιρεία, ταμείο επαγγελματικής ασφάλισης) είναι αρμόδιο να αποφασίζει, να εποπτεύει και να ασκεί έλεγχο σε κάθε θέμα που αφορά στην οργάνωση, διοίκηση, λειτουργία, διαχείριση της περιουσίας και γενικά στη δραστηριότητα και στην επιδίωξη των σκοπών του νομικού προσώπου, συμφώνως προς τα οριζόμενα στο Καταστατικό του. Ως αποφασιστικό όργανο που λαμβάνει αποφάσεις και ασκεί έλεγχο σε όλες τις δραστηριότητες του νομικού προσώπου καθίσταται, στο πρόσωπο των μελών του, υπεύθυνο σε αστικό, διοικητικό και ποινικό επίπεδο.
Σε αστικό επίπεδο συμφώνως προς τις διατάξεις περί εντολής (713 επ. ΑΚ) και της αδικοπραξίας (914 επ. ΑΚ), σε διοικητικό επίπεδο για κυρώσεις (πρόστιμα) που επιβάλλει στο νομικό πρόσωπο η Δημόσια Διοίκηση και ποινικά, ιδίως για εγκλήματα κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων (386 ΠΚ, Ν. 4557/2018,) ή της ιδιοκτησίας (375 ΠΚ). Η αστική ευθύνη επεκτείνεται τόσο στα μέλη της Επενδυτικής Επιτροπής των Τ.Ε.Α. (για το λόγο αυτό έχω προτείνει την ενδεδειγμένη οικονομική αποζημίωση των μελών της στα πρότυπα που ισχύουν σε ανάλογες περιπτώσεις), όσο και στην Εταιρεία Επενδύσεως Κεφαλαίων (έχει εγκριθεί η αμοιβή των υπηρεσιών της) για παραβίαση διατάξεων της εντολής, δεδομένου ότι η μεν Επενδυτική Επιτροπή προτείνει, ως εντολοδόχος, την επένδυση κεφαλαίων των Τ.Ε.Α., η δε Εταιρεία Επενδύσεως Κεφαλαίων αναλαμβάνει την ορθή υλοποίηση των αποφάσεων επένδυσης, έτσι ώστε η όλη διαδικασία να αποβεί επωφελής για το Ταμείο και την περιουσία των μελών του. Έτσι, από τον συνδυασμό των άρθρων 713 και 714 του ΑΚ προκύπτει, ότι ο εντολοδόχος οφείλει να διεξαγάγει την ανατεθείσα σ’ αυτόν υπόθεση, να πράξει, δηλαδή, για λογαριασμό του εντολέα του, καθετί που υποσχέθηκε και επιβάλλει η φύση της υποθέσεως, ευθύνεται δε έναντι του εντολέα του για κάθε πταίσμα.
Σε περίπτωση μη εκπληρώσεως της συμβάσεως ή πλημμελούς εκπληρώσεως ή παραβάσεως των νομίμων υποχρεώσεών του, ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να ανορθώσει κάθε ζημία, θετική και αποθετική, την οποία υπέστη ο 6 εντολέας και η οποία έχει ως γενεσιουργό αιτία πταίσμα του (ακόμη και ελαφρά αμέλεια), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 ΑΚ. Ζημία, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, θετική μεν είναι η ελάττωση της περιουσίας, αρνητική δε το κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων με πιθανότητα προσδοκώμενο κέρδος που ματαιώθηκε (ΑΠ 536/2004).
Συνεπώς, ο εντολοδόχος, κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεών του, όχι μόνο πρέπει να απέχει από κάθε δόλια ενέργεια, αλλά οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια την οποία καταβάλλει στις συναλλαγές ο συνετός άνθρωπος, ευθυνόμενος διαφορετικά και για ελαφρά αμέλεια. Το πταίσμα του εντολοδόχου και επομένως η κατά το άρθρο 714 ΑΚ ευθύνη του προς αποζημίωση τεκμαίρεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεών του προς εκπλήρωση της εντολής (ΑΠ 1115/2003). Παράλειψη που δημιουργεί αντίστοιχη αξίωση αποζημίωσης του εντολοδόχου από τον εντολέα συνιστά και η αποσιώπηση από τον πρώτο προς τον δεύτερο ουσιωδών πληροφοριών ή η παράλειψη ενημέρωσης για επικείμενο κίνδυνο, αφού η υποχρέωση αυτή του εντολοδόχου ευθέως προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 718 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να παρέχει πληροφορίες στον εντολέα σχετικά με την υπόθεση που του ανατέθηκε, εφόσον αυτές είναι αναγκαίες κατά την καλή πίστη.
Στο πλαίσιο των όσων αναφέραμε πιο πάνω, η αρχή της συνετούς διαχείρισης που διέπει τη λειτουργία των ΤΕΑ, διευρύνει το πλαίσιο απόδοσης αστικών ευθυνών στο σύνολο των εμπλεκομένων της επένδυσης κεφαλαίων, με τα μεν μέλη του ΔΣ να ευθύνονται στο ακέραιο αστικά, διοικητικά και ποινικά, τα δε μέλη της Επενδυτικής Επιτροπής και η Εταιρεία Επενδύσεως Κεφαλαίων (ΑΕΔΑΚ) αστικά κατά τις διατάξεις περί εντολής, τόσο για δόλο, όσο και για αμέλεια, είτε βαριά είτε ελαφρά.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ