Gavel, scale and law books in the bookshelf.

Χριστόφορος Σεβαστίδης , ΔΝ Εφέτης,

Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης,

Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης

Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Χρήστος Φαρσαλιώτης, Πρωτοδίκης

Ακριβή Ερμίδου, Ειρηνοδίκης

Ζάχος Παλιούρας, Ειρηνοδίκης,


 

Η ώρα της υλοποίησης μιας εξαγγελίας του υπουργείου Δικαιοσύνης, που ήταν γνωστή στους πάντες από το προηγούμενο καλοκαίρι έφτασε. Η καθολική αποτυχία του εσωτερικού μας διαλόγου και η διγλωσσία που επικράτησε στο περιθώριο ενός εξαρχής ψευδεπίγραφου «όχι» στην ενοποίηση, κατακερμάτισε τις δυνάμεις του Σώματος, γέννησε απογοήτευση και καχυποψία που έχει δηλητηριάσει τις σχέσεις μεταξύ των συναδέλφων και παράλληλα απέτρεψε οποιαδήποτε ουσιαστική παρέμβαση του Σώματος στους όρους της ενοποίησης. Μετά από οκτώ μήνες πλήρους αδράνειας του προεδρείου της Ένωσής μας, βρισκόμαστε πια ενώπιον ενός νομοσχεδίου που είναι το τέκνο των πρωτοβουλιών του υπουργείου και της ολοκληρωτικής απουσίας της δικής μας Ένωσης.

Τα μέλη του προεδρείου της κ. Στενιώτη, που όλο αυτό το διάστημα δε δίσταζαν να υποστηρίζουν κάθε δυνατή θέση, παραλλάσσοντας το αφήγημα ανάλογα με το συνομιλητή τους, ενώ δήλωναν «αρνητές» της ενοποίησης, δεν μπορούν σήμερα να εμπνεύσουν αξιοπιστία σε κανέναν, παρόλο που η διγλωσσία και η επένδυση στην αναστάτωση συνεχίζεται. Οι συνάδελφοι, είτε ειρηνοδίκες, είτε πρωτοδίκες, μπορούν πια να αξιολογήσουν ότι η ειλικρίνεια των προθέσεων, μετριέται στη συνέπεια των πράξεων. Έτσι, όπως από τον περασμένο Αύγουστο ζητήσαμε να ανοίξει ο εσωτερικός μας διάλογος με έκτακτη Γ.Σ. και το προεδρείο αρνήθηκε, όπως από τον Οκτώβριο καταθέσαμε πρόταση για μια «ήπια» ενοποίηση και το προεδρείο κώφευσε, όπως απαιτήσαμε ηλεκτρονική ψηφοφορία τότε που ακόμα είχε νόημα και όχι όταν πια όλα είχαν τελειώσει, έτσι και σήμερα θα προσπαθήσουμε να κάνουμε αυτό που μας αναλογεί. Χωρίς να καλλιεργήσουμε όψιμες προσδοκίες, που θα ακούγονταν ευχάριστες, αλλά δεν θα ήταν υλοποιήσιμες και σεβόμενοι έμπρακτα την ουσιώδη αναστάτωση εκατοντάδων συναδέλφων, των οποίων η υπηρεσιακή ζωή αλλάζει ραγδαία, θα επιδιώξουμε με θέσεις, εκείνες τις αναγκαίες και άμεσα εφαρμόσιμες παρεμβάσεις, που θα αποσαφηνίσουν το σχεδιαζόμενο τοπίο και θα μειώνουν τις αρνητικές συνέπειες μιας φαραωνικής μεταρρύθμισης. Το επόμενο διάστημα, αντίστοιχες παρεμβάσεις αναμένεται να γίνουν τόσο στον ΚΠολΔ όσο και στον ΚΟΔΚΔΛ. Η Ένωση, αλλάζοντας πλέον πορεία, θα πρέπει να έχει δυναμική και ουσιαστική παρέμβαση σε κάθε στάδιο υλοποίησης της ενοποίησης.

Ειδικότερα:

  • Ένταξη στη γενική επετηρίδα (άρθρο 8 παρ. 2): Η πρόβλεψη για εισαγωγή των νυν ειρηνοδικών στη γενική επετηρίδα κάθε τριετία είναι προβληματική, όπως επίσης και ο καθορισμός συγκεκριμένου ποσοστού εισαγωγής τους (εδάφ. β΄). Πιο δίκαιη και πιο συμβατή με τον πεπερασμένο χαρακτήρα της ειδικής επετηρίδας είναι η επιλογή της ένταξης στην γενική επετηρίδα ετησίως, με μη προσδιοριζόμενο ανώτατο ποσοστό εισερχομένων, μετά από αίτησή τους και κρίση του ΑΔΣ. Εφόσον το Υπουργείο αναθέτει πλήρη καθήκοντα στους δικαστές της ειδικής επετηρίδας δεν υπάρχει κανένας λόγος να τους στερεί την δυνατότητα άμεσης εισόδου στη γενική επετηρίδα. Η προϋπόθεση της ύπαρξης δύο τουλάχιστον εκθέσεων επιθεώρησης για την εισαγωγή στην γενική επετηρίδα, θα πρέπει να μειωθεί σε μία, καθώς με τον τρόπο αυτό η δεύτερη προϋπόθεση θα κινηθεί χρονικά παράλληλα με την προϋπόθεση της ολοκλήρωσης του προγράμματος επιμόρφωσης, επιταχύνοντας την αξιοποίηση των αιτούντων εισαγωγή στην γενική επετηρίδα. Ως προς τη σειρά ένταξης στη γενική επετηρίδα, πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι η κατάταξη από την ειδική στη γενική επετηρίδα μετά τον τελευταίο πρωτοδίκη της γενικής επετηρίδας (εδαφ. δ΄), έχει το νόημα ότι θα τίθεται μετά τον πρωτοδίκη, που είναι τελευταίος στη γενική επετηρίδα αποκλειστικά κατά τον χρόνο της κατάταξης, ώστε από το χρονικό σημείο αυτό και έπειτα να αποκρυσταλλώνεται η θέση του στην γενική επετηρίδα και να προηγείται από κάθε επόμενο (είτε μετατασσόμενο σε επόμενη χρονιά ειρηνοδίκη, είτε πάρεδρο πρωτοδικείου). Ως προς την ένταξη των Δόκιμων Ειρηνοδικών Δ΄ και των εκπαιδευόμενων της ΕΣΔΙ που ολοκλήρωσαν το πρώτο στάδιο της κατάρτισης (εδαφ. ε΄), το ορθό θα είναι να ενταχθούν στη γενική επετηρίδα ταυτόχρονα με τους πρώτους αιτούντες εκ της ειδικής επετηρίδας, οι οποίοι θα πρέπει και να προηγηθούν σε αρχαιότητα ως εν ενεργεία δικαστικοί λειτουργοί. Ακόμη, θα πρέπει να προσδιορισθεί και η σειρά κατάταξης στη γενική επετηρίδα μεταξύ Δόκιμων ειρηνοδικών Δ΄, εκπαιδευόμενων της ΕΣΔΙ της νυν κατεύθυνσης ειρηνοδικών και εκπαιδευόμενων της ΕΣΔΙ της κατεύθυνσης πρωτοδικών. Τέλος, θα πρέπει να αποσαφηνιστούν οι πρακτικές συνέπειες της αντιστοίχισης μεταξύ πρωτοδικών της ειδικής και της γενικής επετηρίδας (άρθρο 8παρ.1). Νομοτεχνικά καταλληλότερη κρίνεται η μετακίνηση της παραγράφου 1 του άρθρου 8, στο άρθρο 10 που αφορά στη μισθολογική αντιστοίχιση.
  • Καθήκοντα νυν ειρηνοδικών: Στο νομοσχέδιο ορίζεται ότι μέχρι την ολοκλήρωση της επιμόρφωσης, οι άλλοτε ειρηνοδίκες, εξακολουθούν να εκτελούν τα ίδια καθήκοντα που έχουν σήμερα, όμως ανεξαρτήτως ποσού (άρθρο 7 παρ. 2). Δεν αποσαφηνίζεται αν η διάταξη αφορά τα καθήκοντα που σχετίζονται με τις πολιτικές υποθέσεις ή περιλαμβάνονται και τα προανακριτικά καθήκοντα, εκεί που σήμερα δεν υφίστανται ειδικά πταισματοδικεία. Ακόμη ορίζεται ότι «στις πολυμελείς συνθέσεις μεταξύ πρωτοδίκη και υπηρετούντος, μέχρι τη έναρξη ισχύος του παρόντος, ειρηνοδίκη, αρχαιότερος θεωρείται ο πρωτοδίκης της γενικής επετηρίδας». Ωστόσο, δεν διευκρινίζεται αν το προβάδισμα αυτό αφορά και όλα τα άλλα καθήκοντα και τις λοιπές υπηρεσιακές σχέσεις, π.χ. προτίμηση τμήματος, προτίμηση τμήματος διακοπών, συμμετοχή σε διοικήσεις πρωτοδικείων, κ.λ.π
  • Το ΣχΝ πρέπει να διευκρινίσει ακριβώς την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστών του πρώτου βαθμού, ενώ τα πιο πάνω ζητήματα, που αποτελούν αντικείμενο προσαρμογής του ΚΟΔΚΔΛ στην ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να αντιμετωπιστούν με δίκαιο τρόπο και αφού ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα-διακριτά ως ένα βαθμό καθήκοντα των πρωτοδικών της ειδικής και γενικής επετηρίδας και οι ανάγκες των πρωτοδικείων. Περαιτέρω, ορίζεται ότι στη συνέχεια οι άλλοτε ειρηνοδίκες θα δικάζουν όλες τις αστικές υποθέσεις, ποινικές, αρμοδιότητας μονομελούς και θα μετέχουν ως μέλη σε τριμελείς συνθέσεις «μετά την επιτυχή ολοκλήρωση των προγραμμάτων επιμόρφωσης». Η λέξη «επιτυχή» δέον να απαλειφθεί, καθώς δημιουργεί ερωτηματικά για το ποιο είναι το περιεχόμενο και οι συνέπειες της «μη επιτυχούς» ολοκλήρωσης των προγραμμάτων καθώς και ποιες είναι οι προϋποθέσεις της επιτυχούς ολοκλήρωσης.
  • Μεταθέσεις-Αμετάθετο των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας: Ρυθμίζεται ρητά η δυνατότητα των άλλοτε ειρηνοδικών να μη μετατίθενται χωρίς αίτησή τους, πλην των περιπτώσεων της υποχρεωτικής μετάθεσης του άρθρου 60 παρ. 4 ΚΟΔΚΔΛ (άρθρο 9). Δέον να αποσαφηνισθεί ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση αφορά τους άλλοτε ειρηνοδίκες που εντάσσονται στην ειδική επετηρίδα και όχι στη γενική, καθώς η ύπαρξη θεσμού αμετάθετου είναι ασύμβατη με το σύστημα προαγωγών της γενικής επετηρίδας.
  • Περαιτέρω, δεν ορίζεται αν η κινητικότητα των μεταθέσεων αφορά κάθε επετηρίδα χωριστά, ώστε να προσδιορίζονται και ξεχωριστές θέσεις σε κάθε Δικαστήριο για κάθε επετηρίδα ή ενιαία οπότε πρέπει να προσδιοριστεί η αρχαιότητα μεταξύ των δικαστών την κάθε επετηρίδας. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα: το άρθρο 6 ΣχΝ καθορίζει ενιαία τις οργανικές θέσεις των πρωτοδικών, χωρίς διάκριση γενικής και ειδικής επετηρίδας. Αυτό θα οδηγήσει ουσιαστικά στο αμετάθετο των πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας, αφού σε περίπτωση οργανικού κενού στην (ενιαία) επετηρίδα των πρωτοδικών, αυτή θα καλυφθεί από τους πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας, οι οποίοι κατ’ άρθρο 7 παρ. 4 ΣχΝ θεωρούνται αρχαιότεροι. Η εξέλιξη αυτή είναι άδικη, καθώς δεν λαμβάνει ιδιαίτερες περιπτώσεις, στις οποίες οι πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας έχουν σοβαρό λόγο μετάθεσης, ενώ δεν γίνεται σεβαστή η μέχρι σήμερα υφιστάμενη υπηρεσιακή τους κατάσταση. Προς αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού και με γνώμονα τον απόλυτο σεβασμό της αρχαιότητας μεταξύ των δικαστών του πρώτου βαθμού και της μέχρι σήμερα χωριστής επετηρίδας των ειρηνοδικών προτείνονται τα ακόλουθα: μετά την για οποιονδήποτε λόγο αποχώρηση από την υπηρεσία πρωτοδίκη της ειδικής επετηρίδας, η κενή οργανική θέση που δημιουργείται καλύπτεται κατά προτεραιότητα από πρωτοδίκη της αυτής (ειδικής) επετηρίδας, εφόσον υπάρχει σχετική αίτηση μετάθεσης. Αν δεν υποβληθεί τέτοιο αίτημα μετάθεσης, τότε η οργανική αυτή θέση καλύπτεται από πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας.
  • Χρόνος διάρκειας ειδικής επετηρίδας: Σύμφωνα με την Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης του νομοσχεδίου: «Επισημαίνεται ότι πρόκειται όχι μόνο για ειδική αλλά και προσωρινή επετηρίδα, καθώς θα περιλαμβάνει μόνο θέσεις των υπηρετούντων σήμερα ειρηνοδικών, οι οποίες θα καταργούνται αυτοδικαίως ως θέσεις ειρηνοδικών με την αφυπηρέτηση ή τυχόν μετάταξή τους». Ο παραπάνω προσδιορισμός της ειδικής επετηρίδας ως πεπερασμένης, με ορίζοντα την αφυπηρέτηση και του τελευταίου νυν ειρηνοδίκη ή τη μετάταξή του στη γενική επετηρίδα, θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ειδικής ρύθμισης, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι θα διατηρηθεί η μη υποχρεωτικότητα στην εισαγωγή στη γενική επετηρίδα, ώστε οι συνάδελφοι να κάνουν την επιλογή και τον προσωπικό τους προγραμματισμό, έχοντας ως δεδομένη την πολυετή συνύπαρξη των δύο επετηρίδων. Τέλος, πρέπει να ορισθεί ειδικά η τύχη των οργανικών θέσεων των αφυπηρετούντων από την ειδική επετηρίδα νυν ειρηνοδικών, οι οποίες θα πρέπει να μεταβαίνουν στη γενική επετηρίδα.
  • Μισθολογική κατάσταση νυν ειρηνοδικών: για την μισθολογική κατάσταση των άλλοτε ειρηνοδικών αναφέρεται ότι «λαμβάνουν όλες τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών με τους οποίους αντιστοιχούν κατά το άρθρο 8, συμπεριλαμβανομένων των μισθολογικών προαγωγών και κατ’ αναλογία των ετών πραγματικής δικαστικής υπηρεσίας, διατηρώντας τις υφιστάμενες αποδοχές τους όπου αυτές είναι υψηλότερες» (άρθρο 10). Η πρόβλεψη αυτή είναι σωστή, αλλά πρέπει να διευκρινιστεί περαιτέρω προς τον σκοπό αποσαφήνισης πότε οι ειρηνοδίκες θα θεωρούνται ότι ανεβαίνουν μισθολογικό κλιμάκιο και λαμβάνουν αυξημένες αποδοχές εξομοιούμενοι με δικαστή ανώτερου βαθμού. Από τον συνδυασμό του άρθρου 8 παρ. 1 με το άρθρο 10, που αναφέρεται στην μισθολογική κατάσταση όλων των πρώην ειρηνοδικών, προκύπτουν ασάφειες ως προς την τελική μισθολογική κατάσταση των ανωτέρω με συνέπεια να μην είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένο ότι δεν θα διαταραχθεί το υφιστάμενο μισθολογικό καθεστώς των ειρηνοδικών. Συνεπώς, θα πρέπει να διευκρινιστεί το πώς θα αντιμετωπισθεί Α) ο ειρηνοδίκης Γ που κατά την ισχύ του νόμου θα έχει υπηρεσία από 7 έως 8 έτη, Β) ο ειρηνοδίκης Β που κατά την ισχύ του νόμου θα έχει άνω των 12 ετών υπηρεσία και Γ) ο ειρηνοδίκης Α που θα έχει άνω των 24 ετών υπηρεσία
  • Έξοδα μετακίνησης: Η ενοποίηση των οργανικών θέσεων και η μεταφορά τους στα κεντρικά πρωτοδικεία, με την ταυτόχρονη λειτουργία παράλληλων εδρών και περιφερειακών εδρών, θα δημιουργήσει υποχρεώσεις μετάβασης των δικαστικών λειτουργών εκτός της υπηρεσιακής τους έδρας. Ως εκ τούτου τα έξοδα μετάβασης, που ειδικά στις περιπτώσεις που οι περιφερειακές έδρες βρίσκονται σε απομακρυσμένες ή νησιωτικές περιοχές είναι υψηλά, θα πρέπει να καταβάλλονται από το δημόσιο. Συνεπώς, θα πρέπει να προστεθεί πρόβλεψη αντίστοιχη με αυτή του άρθρου 11 για τους δικαστικούς υπαλλήλους με το εξής περιεχόμενο: «Όπου απαιτείται μετακίνηση δικαστικού λειτουργού για κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών από την κεντρική έδρα του πρωτοδικείου από ή προς παράλληλη ή περιφερειακή έδρα της ίδιας πρωτοδικειακής περιφέρειας, η δαπάνη μετακίνησης καταβάλλεται από το δημόσιο».
  • Επιμόρφωση νυν ειρηνοδικών: Πρέπει να καθορισθεί στο νόμο και όχι με υπουργική απόφαση τόσο το είδος όσο και ο ακριβής χρόνος έναρξης και η διάρκεια της επιμόρφωσης, προκειμένου να καταστεί προβλέψιμος και ο χρόνος έναρξης της πλήρους ανάληψης καθηκόντων των πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας. Περαιτέρω, ορίζεται ότι η επιμόρφωση των άλλοτε ειρηνοδικών ανατίθεται σε «δικαστικές υπηρεσίες» (άρθρο 13). Επομένως, φαίνεται εσφαλμένα να τίθεται εκτός του επιμορφωτικού αυτού έργου η ΕΣΔΙ. Όμως η επιμόρφωση πρέπει να γίνεται οργανωμένα με βάση πρόγραμμα ενιαίο και υπό την γενική εποπτεία της ΕΣΔΙ. Για λόγους λειτουργικούς και πρακτικούς (έλλειψη αιθουσών στην ΕΣΔΙ) θα μπορούσε ενδεχόμενα η επιμόρφωση να γίνεται σε επιμέρους κεντρικά πρωτοδικεία, με βάση όμως πρόγραμμα της ΕΣΔΙ και με επιλογή των διδασκόντων από την ΕΣΔΙ.
  • Προανάκριση: Κατά το νομοσχέδιο για χρονικό διάστημα 3 ετών η προανάκριση και προκαταρκτική εξέταση διενεργείται από τους ήδη υπηρετούντες πταισματοδίκες (άρθρο 14 παρ. 2). Δεν διευκρινίζεται, όμως, τι γίνεται στα ειρηνοδικεία, όπου δεν λειτουργούν ειδικά πταισματοδικεία, ποια η τοπική αρμοδιότητα των ειδικών πταισματοδικείων (σε όλη την περιφέρεια του κεντρικού πρωτοδικείου) και αν η αρμοδιότητα αυτή είναι αποκλειστική. Επίσης, δεν προκύπτει πώς η διάταξη αυτή λειτουργεί παράλληλα με την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. β΄ που προβλέπει προανακριτικά τμήματα στα κεντρικά και παράλληλα πρωτοδικεία και πώς θα στελεχώνονται αυτά. Σημειώνεται εδώ μόνο ότι υπό το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς η προκαταρκτική εξέταση και η προανάκριση διενεργείται μόνο από ανακριτικούς υπαλλήλους, ιδιότητα που δεν έχουν οι πρωτοδίκες και συνεπώς πρέπει να αποσαφηνιστεί αν την ιδιότητα αυτή θα έχουν πλέον οι πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας, διότι διαφορετικά δεν θα είναι πρακτικά εφαρμόσιμη η διάταξη που αναθέτει στα πρωτοδικεία προανακριτικό έργο.
  • Περιφερειακές έδρες: Θα πρέπει να ορισθεί ότι η αρμοδιότητά τους είναι αποκλειστική με τη έννοια ότι αποκλείει την αρμοδιότητα του κεντρικού πρωτοδικείου, διότι διαφορετικά θα προκαλούνται αδικαιολόγητες ακυρότητες και καθυστερήσεις.
  • Ιδιαίτερα προβληματική είναι η πρόβλεψη για πρώτη φορά μεταφοράς αρμοδιότητας επί ποινικών υποθέσεων (αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου) στις περιφερειακές έδρες. Με τη διάταξη αυτή δεν αντιμετωπίζονται πρακτικά προβλήματα από την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, αλλά καθιερώνεται ειδική υλική αρμοδιότητα των περιφερειακών εδρών. Η επιλογή αυτή θα έχει τις ακόλουθες δυσμενείς συνέπειες: α) θα οδηγήσει στην (προβλεπόμενη στο άρθρο 14 παρ. 4 ΣχΝ) απόσυρση ποινικών υποθέσεων και στον εκ νέου προσδιορισμό τους, που συνδέεται με αυτονόητη καθυστέρηση στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και κίνδυνο παραγραφής των εγκλημάτων, β) ενόψει του ότι τα κριτήρια προσδιορισμού του τοπικά αρμόδιου δικαστηρίου προβλέπονται στο άρθρο 122 ΚΠΔ παράλληλα, καθιερώνοντας συντρέχουσα αρμοδιότητα, στις εκκρεμείς υποθέσεις δεν θα είναι πάντοτε δυνατόν να προσδιοριστεί το τοπικά αρμόδιο δικαστήριο με βάση τις νέες διατάξεις για την ίδρυση περιφερειακών εδρών, γ) συνεπάγεται αδικαιολόγητη ταλαιπωρία για το σύνολο των δικαστών, εισαγγελέων και γραμματέων που θα μεταβαίνουν σε όλες τις περιφερειακές έδρες, ενώ ταυτόχρονα θα επιβαρύνεται το Δημόσιο με πρόσθετες δαπάνες αποζημίωσής τους για τις υπηρεσιακές αυτές μετακινήσεις. Τονίζεται ότι σε κάθε περιφερειακή έδρα θα πρέπει να μετακινείται και ένας δικαστικός γραμματέας για την εκκαθάριση των ποινών και την άσκηση των ενδίκων μέσων, επιβαρύνοντας την λειτουργία των πρωτοδικείων αό την διαπιστωμένη υποστελέχωση της γραμματείας, ενώ με την λειτουργία των ποινικών εδρών μόνο στην κεντρική έδρα του πρωτοδικείου οι ανάγκες αυτές θα καλύπτονται από έναν μόνο γραμματέα, δ) η μετά τον Ν. 5090/2024 υπαγωγή των πλημμελημάτων κατά κανόνα στο μονομελές πλημμελειοδικείο θα συνεπάγεται την ανάγκη σχεδόν καθημερινής λειτουργίας ποινικών ακροατηρίων στις περιφερειακές έδρες και σε ορισμένες περιπτώσεις αδυναμίας εξεύρεσης κατάλληλων αιθουσών, ενώ σε κάθε περίπτωση θα είναι αναγκαία η προσαρμογή των κανονισμών εσωτερικής λειτουργίας των πρωτοδικείων, ώστε να γίνει η κατάλληλη κατανομή των ποινικών υποθέσεων, χωρίς ωστόσο να είναι γνωστός ο αριθμός των υποθέσεων που πρόκειται να εισαχθούν σε καθεμία από τις περιφερειακές έδρες. Έτσι, κρίνεται επιβεβλημένη η διατήρηση του υφιστάμενου καθεστώτος, δηλ. να οριστεί ότι στις περιφερειακές έδρες εξακολουθούν να υπάγονται μόνο πολιτικές υποθέσεις που υπάγονταν μέχρι σήμερα στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων, χωρίς αρμοδιότητα επί ποινικών υποθέσεων. Σε κάθε περίπτωση, αν δεν γίνει δεκτή η πρόταση αυτή, πρέπει να διευκρινιστεί αν η αρμοδιότητα των περιφερειακών εδρών είναι αποκλειστική, με την έννοια ότι αποκλείει την αρμοδιότητα του κεντρικού πρωτοδικείου, διότι διαφορετικά θα προκαλούνται αδικαιολόγητες ακυρότητες και καθυστερήσεις.
  • Ποινικό Τμήμα Πρωτοδικείου Αθηνών και Πειραιώς (άρθρο 6 εδ. ε΄): Δεν γίνεται καμία εξειδίκευση για τον τρόπο λειτουργίας του τμήματος αυτού, π.χ. από ποιους και με ποια διαδικασία θα συγκροτείται, ποιος ο αριθμός των δικαστών που θα υπηρετούν, αν η απασχόληση θα είναι αποκλειστική, για πόσο χρόνο θα διορίζεται ο δικαστής στο τμήμα και αν θα μπορεί να ανανεωθεί η θητεία του, κ.λ.π. Επίσης, πρέπει να αποσαφηνιστεί πώς η ίδρυση του Ποινικού Τμήματος συνάδει με την γενική πρόβλεψη ανάθεσης ποινικής ύλης στα περιφερειακά πρωτοδικεία της Αττικής.
  • Έναρξη ισχύος (άρθρο 46): Η διάταξη του άρθρου 46 για την έναρξη ισχύος περιλαμβάνει ασάφεια ως προς την Περιφέρεια Αττικής, ορίζοντας ότι ειδικά για την Περιφέρεια Αττικής η ισχύς του μέρους Α΄, που αφορά την ενοποίηση, εκκινεί από την 1.1.2026. Η επιφύλαξη υπέρ των περιπτώσεων γ΄ και δ΄ είναι (τουλάχιστον εν μέρει) προφανώς εσφαλμένη, καθώς η περίπτωση δ΄ αφορά στην έναρξη ισχύος διατάξεων που εντάσσονται στο Β΄ Μέρος του νομοσχεδίου. Όμως η διάταξη φαίνεται να βρίσκεται σε αντίφαση με την μεταβατική του 14 παρ. 1 που ορίζει ότι η ισχύουσα αρμοδιότητα αφορά μόνο τις περιφερειακές έδρες της Αττικής (Μαρούσι, Κορωπί, Περιστέρι, Καλλιθέα και Μέγαρα). Δέον λοιπόν να διευκρινιστεί αν αναστέλλεται συνολικά η εφαρμογή του μέρους Α΄ ως προς την Αττική, με αποτέλεσμα να συνεχίζουν να υφίστανται τα υφιστάμενα σήμερα Ειρηνοδικεία και όχι οι ως άνω περιφερειακές έδρες των κεντρικών Πρωτοδικείων έως τις 31.12.2025, ή εάν το μέρος Α΄ εφαρμόζεται και απλώς διαφοροποιείται η αρμοδιότητα των περιφερειακών εδρών των Πρωτοδικείων Αθηνών και Πειραιώς για το διάστημα αυτό, ώστε αυτές να έχουν καθ’ ύλη αρμοδιότητα μόνο για τις υποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 14 παρ. 1. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να προβλεφθεί ρητά ότι δεν υφίσταται αναστολή των κεφαλαίων Δ και Ε του Α΄ Μέρους.
  • Πρόβλεψη εθελούσιας εξόδου: η μεταρρύθμιση που επέρχεται με το νέο δικαστικό χάρτη και των ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, δημιουργεί δεδομένα υπηρεσιακής επιβάρυνσης μη προβλέψιμης και μη διαχειρίσιμης για όλους. Ως εκ τούτου, εφόσον υφίστανται λόγοι υγείας, αλλά και για έναν αριθμό συναδέλφων που προσεγγίζουν την αφυπηρέτηση, σκόπιμη θα ήταν η πρόβλεψη ενός προγράμματος εθελούσιας εξόδου από την υπηρεσία, η εφαρμογή του οποίου θα ωφελήσει και θα επιταχύνει το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης μέσω της ανανέωσης του ανθρώπινου δυναμικού και της έγκαιρης αποχώρησης με όρους αξιοπρέπειας.
  • Αύξηση οργανικών θέσεων: Με την έναρξη της υλοποίησης της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας από την επόμενη δικαστική χρονιά, προβλέπεται ότι θα εκτοξευθεί πολύ άμεσα ο αριθμός των αστικών υποθέσεων που θα εκδικάζονται κατ’ έφεση από τα πολιτικά εφετεία. Ως εκ τούτου, θα πρέπει άμεσα να υλοποιηθεί μια πολύ σημαντική αύξηση των οργανικών θέσεων των εφετών, καθώς σε αντίθετη περίπτωση ο τεράστιος όγκος ύλης που θα έρθει από τον ενοποιημένο πρώτο βαθμό προς το εφετείο, δεν θα είναι διαχειρίσιμος από τον υπάρχοντα αριθμό εφετών και θα προκληθεί υπερχρέωση και καθυστερήσεις. Παράλληλα, μετά τον διπλασιασμό των πρωτοδικών, με την ένταξη των μέχρι σήμερα ειρηνοδικών σε ειδική επετηρίδα πρωτοδικών και προκειμένου να διατηρηθεί η αναλογία μεταξύ Προέδρων Πρωτοδικών και Πρωτοδικών και να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία τόσο των πολιτικών όσο και των ποινικών δικαστηρίων επιβάλλεται η ανάλογη αύξηση των οργανικών θέσεων των προέδρων πρωτοδικών.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ