Άρθρο του Σωκράτη Φάμελλου, τομεάρχη Περιβάλλοντος και Ενέργειας και βουλευτή Β’ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Στην Ελλάδα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, εδώ και τρεισήμισι χρόνια, η ενέργεια από βασικό αγαθό και παραγωγικό βραχίονα μετατράπηκε σε πεδίο αισχροκέρδειας.
Η αρχή έγινε αμέσως μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης, τον Σεπτέμβριο του 2019, με τις αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ, ακολούθησε η στρεβλή εκκίνηση λειτουργίας της νέας δομής της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η ιδιωτικοποίηση ενεργειακών φορέων αλλά και η ιστορική απομείωση του ποσοστού του δημοσίου στη ΔΕΗ, μέσω μάλιστα αύξησης μετοχικού κεφαλαίου.
Κεντρικό ρόλο στην υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής έχουν τα γαλάζια παιδιά που διόρισε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, τα οποία πέρα από τις παχυλές αμοιβές που εισπράττουν, που στην περίπτωση Στάσση φτάνουν τα 1.000 ευρώ τη μέρα, εφαρμόζουν κάθε μέρα σχέδιο από τη μία ξεπουλήματος δημόσιας περιουσίας και υποδομών και από την άλλη κλοπής δισεκατομμυρίων ευρώ, ως υπερκέρδη, από τους καταναλωτές, νοικοκυριά και επιχειρήσεις στην Ελλάδα.

Η εικόνα της ΔΕΗ

Αυτό απεικονίζεται ιδιαίτερα στη ΔΕΗ και στον ΔΕΔΔΗΕ που έχουν αλωθεί από γαλάζια στελέχη.
Έχουν δημιουργηθεί δεκάδες νέες διευθυντικές θέσεις, σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και χωρίς υφισταμένους, μόνο και μόνο για να βολευτούν ημέτεροι.
Ο κος Στάσσης, ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΗ, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, εφόσον παρέδωσε την πλειοψηφία της ΔΕΗ σε ιδιώτες και μετέτρεψε την επιχείρηση από εταιρία κοινωφελούς χαρακτήρα σε αμιγώς κερδοσκοπικού.
Η μελέτη της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) που κατατέθηκε στη Βουλή αποκάλυψε ότι η ΔΕΗ είναι η «πρωταθλήτρια» παραγωγής άδικων υπερκερδών, με ποσοστό που φτάνει το 80% μεταξύ των ηλεκτροπαραγωγών.

Αισχροκέρδεια και υπερκέρδη

Αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής είναι η αισχροκέρδεια και τα υπερκέρδη στην αγορά και η μετατροπή του αγαθού της ενέργειας σε αγαθό πολυτελείας.
Τα πρόσφατα παιχνίδια στη χονδρεμπορική αγορά ρεύματος, με την Ελλάδα να έχει την υψηλότερη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος για 17 συνεχόμενες ημέρες καθώς και η ανάδειξή της στην πρώτη θέση ακρίβειας για το α εξάμηνο του 2022, αποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση δεν θέλει μετά από ενάμιση έτος ακραίας ακρίβειας να παρέμβει και να μειώσει τις τιμές στο ρεύμα, αλλά αντιθέτως, συνεχίζει να στηρίζει την αισχροκέρδεια και τα υπερκέρδη λίγων στις πλάτες των καταναλωτών.
Το 2023 ξεκίνησε με αρνητικούς οιωνούς.
Η πρώτη θέση στη χονδρεμπορικη τιμή ρεύματος στην Ευρώπη μεταφράζεται από τη μία σε επιβάρυνση των τιμών λιανικής αλλά και σε απαράδεκτη σπατάλη εκατομμυρίων ευρώ κάθε μέρα σε γειτονικές χώρες για εισαγωγές που φτάνουν το 35 με 40%.
Αυτό ενώ ανταγωνιστικές λιγνιτικές μονάδες στη ΔΕΗ μένουν κλειστές, παρά τις αντίθετες εξαγγελίες του κ. Μητσοτάκη τον Απρίλιο στην Κοζάνη.
Οι πρωτιές στην ακρίβεια ρεύματος όμως απαιτούν και πολύ υψηλές επιδοτήσεις από λεφτά των πολιτών. 840 εκατ. ευρώ χρειάστηκαν τον Ιανουάριο, χρήματα που ουσιαστικά επιδοτούν την ακρίβεια, εφόσον η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτα για να μειώσεις τις τιμές και τα υπερκέρδη.
Η εκκίνηση λειτουργίας του Μοντέλου-Στόχου για την Ενέργεια της ΕΕ, το Target Model, έγινε από την κυβέρνηση ΝΔ, χωρίς προθεσμιακά και διμερή συμβόλαια, δηλαδή χωρίς τα βασικά εργαλεία αυτού του μοντέλου αλλά και χωρίς έλεγχο της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ιδιαίτερα της αισχροκέρδειας.

Ελλιπής και λανθασμένη η ενεργειακή στρατηγική της κυβέρνησης ΝΔ

Η βίαιη, χωρίς σχέδιο «απολιγνιτοποίηση» οδήγησε σε αύξηση του μεριδίου του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή και σε ταυτόχρονη αύξηση του κόστους ρεύματος.
Και η κυβέρνηση συνεχίζει να επιμένει στη λανθασμένη και ενάντια στο κλίμα στρατηγική υπέρ του φυσικού αερίου.
Υπάρχουν όμως και σοβαρά κενά και ελλείψεις στην πολιτική για την ενεργειακή μετάβαση στην καθαρή ενέργειας.
Δεν υπάρχουν πουθενά οι ενεργειακές κοινότητες, πουθενά η αυτοπαραγωγή και η αυτοκατανάλωση.
Δεν υπάρχει κανένας σχεδιασμός για αποθήκευση, όπου για εμάς θα έπρεπε να έχει ρόλο και το δημόσιο, ενδεχομένως μέσω της ΔΕΗ.
Η κυβέρνηση ΝΔ μεταχειρίζεται δε τον ηλεκτρικό χώρο, τη σύνδεση των ΑΠΕ στα δίκτυα, ως ρουσφέτι αφού άλλαξε τις προτεραιότητες στη χορήγηση όρων σύνδεσης έργων ΑΠΕ στο δίκτυο και έδωσε το δικαίωμα στον Υπουργό να ορίσει άλλες με υποκειμενισμό και αδιαφάνεια.
Η αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα καθυστερεί, ο λιγνίτης δεν αξιοποιείται στο βαθμό που έχει ανάγκη το σύστημα για λόγους ενεργειακής ασφάλειας αλλά και κόστους, ενώ η πολιτεία, ειδικά μετά την ιδιωτικοποίηση του 100% της ΔΕΠΑ υποδομών, του 49% του ΔΕΔΔΗΕ και της παράδοσης της πλειοψηφίας της ΔΕΗ σε ιδιώτες, είναι ουσιαστικά απούσα από τον τεράστιο μετασχηματισμό που θα κληθεί να πραγματοποιήσει η Ελλάδα στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης.
Η συζήτηση αυτή γίνεται ενώ η επιβίωση των νοικοκυριών και των παραγωγικών φορέων, καθώς και η διασφάλιση της πράσινης μετάβασης με όρους δικαιοσύνης και οφέλη για όλους θα είναι και ένα από τα επίδικα της εκλογικής χρονιάς, του νέου έτους που μόλις υποδεχτήκαμε, του 2023.

Άρα αυτό που πρέπει να ευχηθούμε για το 2023 είναι πολιτική αλλαγή ώστε:

-να λειτουργήσει η αγορά ενέργειας με ρύθμιση και έλεγχο και προς όφελος των καταναλωτών
-η πολιτεία να μπορεί να εγγυηθεί πως η πράσινη μετάβαση θα γίνει με όρους δικαιοσύνης για να μην μείνει κανένας πίσω
-η ΔΕΗ να ανακτήσει τον κοινωνικό και αναπτυξιακό της ρόλο
-να γίνουν παρεμβάσεις στην αγορά ενέργειας ώστε να διασφαλιστεί η πρόσβαση στο αγαθό της ενέργειας σε προσιτές τιμές
Όλα αυτά συνηγορούν ότι χρειάζεται γρήγορα προοδευτική πολιτική αλλαγή γιατί η παραμονή της κυβέρνησης Μητσοτάκη και οι εγκληματικές της επιλογές επιβαρύνουν κάθε μέρα αναντίστρεπτα την κοινωνία και την οικονομία της χώρας μας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ