Του Βαγγέλη Ζαφειριάδη*
Η διαφθορά των πολιτικών προσώπων είναι ευρέως γνωστή ως εγκληματικότητα του <<ψηλού καπέλου>>. Οι αυξανόμενες ευκαιρίες, η δυσχέρεια αποκάλυψης είτε η πεποίθηση περί μη τιμώρησης των πράξεων, καθώς και η συγκάλυψη της τέλεσης των εγκλημάτων αυτών οδηγεί πολλά πολιτικά πρόσωπα σε κατάχρηση εξουσίας. Τα λεγόμενα <<οικονομικά σκάνδαλα>> αποτελούν αξιόποινες πράξεις στρεφόμενες κατά της δημόσιας περιουσίας και των οικονομικών συμφερόντων του κράτους. Με τον Ν.4254/2014 τυποποιήθηκαν για πρώτη φορά σε ξεχωριστό κεφάλαιο οι διακεκριμένες μορφές των εγκλημάτων δωροδοκίας και δωροληψίας πολιτικών προσώπων (άρθρα 159 και 159Α ΠΚ αντίστοιχα).
Βάσει της εισηγητικής εκθέσεως του Ν. 4637/2019, με τις ανωτέρω διατάξεις καλύπτονται και οι Υφυπουργοί, οι οποίοι δεν αποτελούν μέλη της κυβέρνησης. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πλέον συμπεριλαμβάνεται και αυτός στα υποκείμενα τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος. Κατά την παρ.3 του άρθρου 2 του ν. 3126/2003 περί ποινικής ευθύνης υπουργών, οι υπουργοί (μέλη της κυβέρνησης ή υφυπουργοί) θεωρούνται υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α’ του Ποινικού Κώδικα. Επίσης, για την ποινική ευθύνη των Υπουργών εφαρμόζεται και το άρθρο 86 του Συντάγματος. Δράστης του εγκλήματος δωροληψίας του άρθρου 159, παρ.1, λοιπόν, μπορεί να είναι ο Πρωθυπουργός, τα μέλη της κυβέρνησης, υφυπουργός, περιφερειάρχης, αντιπεριφερειάρχης και δήμαρχος, οι οποίοι βέβαια θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι κατά την έννοια της περ.α’ του άρθρου 13 ΠΚ.
Τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του ΠΚ 159, παρ.1, δηλαδή α) η δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, β) η απαίτηση, λήψη ή αποδοχή υπόσχεσης ωφελήματος, γ) ο προορισμός του ωφελήματος και δ) η ύπαρξη ανταλλακτικής σχέσης μεταξύ της απαίτησης, λήψης ή αποδοχής της υπόσχεσης ωφελήματος και της ενέργειας ή παράλειψης, μελλοντικής ή τετελεσμένης, που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή αντίκειται σε αυτά, πρέπει να καλύπτονται τουλάχιστον από ενδεχόμενο δόλο. Η ποινή που προβλέπεται για το ανωτέρω αδίκημα είναι κάθειρξη και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν.4619/2019, η φράση «που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή αντίκειται σε αυτά» συνεπάγεται ότι «η δωροληψία των ανωτέρω προσώπων για πράξεις που σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων τους αλλά δεν ενέχουν άσκηση νομοθετικής, εκτελεστικής ή αυτοδιοικητικής λειτουργίας», τιμωρείται βάσει του ΠΚ 235. Δεν περιλαμβάνονται στην έννοια <<σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων τους>> οι αρμοδιότητες που τελούνται επ’ευκαιρία των καθηκόντων των πολιτικών.
Τα εγκλήματα δωροληψίας (ΠΚ 159, παρ.2) και δωροδοκίας βουλευτή (ΠΚ 159Α , παρ.2 αποτελούν επίσης διακεκριμένες μορφές των εγκλημάτων δωροδοκίας και δωροληψίας (άρθρα 235, παρ.1 και 236, παρ.1 αντίστοιχα) καθώς δράστης και αποδέκτης των ανωτέρω αδικημάτων μπορεί να είναι μόνο μέλος της Βουλής ή των συμβουλίων τοπικής αυτοδιοίκησης είτε των επιτροπών τους. Αντικείμενο εξαγοράς εν προκειμένω αποτελεί αποχή είτε συμμετοχή με ορισμένο τρόπο του βουλευτή ή συμβούλου από εκλογή ή ψηφοφορία που διενεργείται από τα σώματα στα οποία μετέχουν, είτε η υποστήριξη ορισμένου θέματος που έχει τεθεί προς ψήφιση. Βάσει της εισηγητικής εκθέσεως του Ν.4637/19, διευκρινίστηκε ότι οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται για το σύνολο των καθηκόντων των βουλευτών.
Τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των ΠΚ 159, παρ.2 και 159Α , παρ.2 , πρέπει να καλύπτονται τουλάχιστον από ενδεχόμενο δόλο. Η δωροληψία βουλευτή τιμωρείται με κάθειρξη και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες, ενώ για τον δράστη της δωροδοκίας βουλευτή προβλέπεται κάθειρξη πέντε έως δέκα έτη σωρευτικά με χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες.
Σύμφωνα με την παρ.3, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή ο διευθυντής επιχείρησης ή πρόσωπο που έχει την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε επιχείρηση με φυλάκιση και χρηματική ποινή, εφόσον η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη, ενώ η ευθύνη θεμελιώνεται μόνο όταν το πρόσωπο αυτό, έχοντας δόλο, παραβιάζει συγκεκριμένο καθήκον επιμέλειας, βάσει της αιτιολογικής εκθέσεως του ν.4637/2019.
Οι ως άνω διατάξεις περί δωροληψίας και δωροδοκίας πολιτικών προσώπων εφαρμόζονται και για μέλη κοινοβουλευτικών συνελεύσεων διεθνών ή υπερεθνικών οργανισμών, των οποίων είναι μέλος η χώρα μας, για μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (παρ.4 του ΠΚ 159) και στην περίπτωση του άρθρου 159Α, παρ.4 και για το συμβούλιο τοπικής αυτοδιοίκησης άλλου κράτους. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, τέλος, οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και όταν η πράξη τελείται στην αλλοδαπή από ημεδαπό, ακόμη κι αν δεν είναι αξιόποινη κατά τους νόμους της χώρας όπου τελέστηκε.
Κατά το άρθρο 238 ΠΚ στον καταδικασθέντα για το αδίκημα του ΠΚ 159Α, επιβάλλεται η παρεπόμενη ποινή της δήμευσης των αντικειμένων ή των περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν στο δράστη ή στους συμμετόχους (ΠΚ 68). Η παρ. 4 του ΠΚ 68 ορίζει ότι το δικαστήριο δεν δύναται να επιβάλει δήμευση στα αντικείμενα ή περιουσιακά στοιχεία, τα οποία αποτελούν προϊόντα εγκλημάτων διαφθοράς, εφόσον δεν υπάρχουν πλέον ή δεν επαρκούν ή ανήκουν εν όλω ή εν μέρει σε τρίτο, στον οποίο δεν μπορεί να επιβληθεί δήμευση.
Τέλος, στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 263Α ΠΚ, προβλέπεται μειωμένη (κατά το ήμισυ) ποινή κατά το μέτρο του άρθρου 44, παρ.2, αλλά και η δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης της ποινής, χωρίς τις προϋποθέσεις των άρθρων 99 επ. για τα πρόσωπα των προαναφερθέντων αδικημάτων, καθώς και για τον συμμέτοχο στα εγκλήματα των ΠΚ 235, παρ.1-3, 237, παρ.1 και 159, παρ.1-3. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ουσιώδης συμβολή τους στην αποκάλυψη της συμμετοχής του δημοσίου υπαλλήλου στις ανωτέρω πράξεις με αναγγελία στην αρχή, έως την έκδοση απόφασης σε δεύτερο βαθμό. Ο συμμέτοχος, κατά την έννοια της παρ.2 του ΠΚ 263Α, δεν θα πρέπει να έχει τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα, όπως αντίθετα συμβαίνει σύμφωνα με την παρ.3 του ίδιου άρθρου. Κατά την τελευταία διάταξη, ο δημόσιος υπάλληλος που είναι υπαίτιος για τα ανωτέρω εγκλήματα ή συμμέτοχος σε αυτά χαίρει ευνοϊκής μεταχείρισης, εφόσον ο δημόσιος υπάλληλος που καταγγέλλει κατέχει ανώτερη θέση από τη δική του και ο ίδιος έχει μεταβιβάσει στο Δημόσιο όλα τα περιουσιακά στοιχεία που έχει αποκτήσει από την τέλεση ή συμμετοχή σε αυτή των παραπάνω εγκλημάτων. Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ν. 4254/2014, «η σχέση ανωτέρου- κατωτέρου μεταξύ των συμμετόχων αναφέρεται σε οποιαδήποτε σχέση υποταγής, εποπτείας ή καθοδήγησης του ενός υπαλλήλου από τον άλλον, με βάση το υπηρεσιακό ή τεχνικό ή επιστημονικό αντικείμενο της εργασίας του καθενός».
*Δικηγόρος, Απόφοιτος Νομικής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Μεταπτυχιακός φοιτητής Ποινικού Δικαίου, European University of Cyprus