Οι Χιλιανοί είπαν «όχι» στη μεγάλη τους πλειοψηφία χθες, Κυριακή, στην πρόταση για το νέο Σύνταγμα, που θεωρητικά επρόκειτο να αντικαταστήσει αυτό που αποτελεί την κληρονομιά της δικτατορίας του Αουγκούστο Πινοτσέτ (1973-1990), έπειτα από την καταμέτρηση του 88% των ψηφοδελτίων.
Περί το 62% των ψηφοφόρων, με άλλα λόγια σχεδόν 7 εκατομμύρια πολίτες, ψήφισε «το απορρίπτω», ενώ 4,2 εκατ. (το 38%) είπαν «το εγκρίνω» στην υποχρεωτική ψηφοφορία, στο δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Η αναμφίβολη απόρριψη της πρότασης αναστέλλει, τουλάχιστον προς το παρόν, τη διαδικασία κατάρτισης νέου θεμελιώδους νόμου, που ξεκίνησε έπειτα από τον βίαιο λαϊκό ξεσηκωμό το 2019 με κεντρικό αίτημα περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη.
Στο πρώτο δημοψήφισμα, τον Οκτώβριο του 2020, η συντριπτική πλειοψηφία τάχθηκε υπέρ της κατάρτισης νέου Συντάγματος (79%), καθώς το ισχύον θεωρείται τροχοπέδη για οποιαδήποτε κοινωνική μεταρρύθμιση σε βάθος.
Όμως ο καρπός ενός χρόνου δουλειάς των 154 μελών της Συντακτικής Συνέλευσης, που εξελέγησαν τον Μάιο του 2021 για να καταρτίσουν την πρόταση, μοιάζει να προσέκρουσε στον τοίχο του συντηρητισμού μεγάλου μέρους της κοινωνίας της Χιλής.
Το προτεινόμενο Σύνταγμα θα κατοχύρωνε νέα κοινωνικά δικαιώματα στη χώρα-προπύργιο του νεοφιλελευθερισμού με μεγάλες κοινωνικές ανισότητες. Είχε σκοπό να προσφέρεται στους πολίτες δημόσια παιδεία, δημόσια υγεία, εγγυημένη σύνταξη, εγγυημένη αξιοπρεπής στέγη.
Κατοχύρωνε επίσης το δικαίωμα στην άμβλωση, ζήτημα που διχάζει βαθιά τη χώρα όπου οι επεμβάσεις του είδους δεν νομιμοποιήθηκαν παρά το 2017 για περιπτώσεις βιασμού και κινδύνου για τη ζωή της μητέρας ή του παιδιού, καθώς επίσης τα δικαιώματα των αυτοχθόνων λαών. Ο διάλογος για το κείμενο ήταν συχνά οξύς και θορυβώδης, σε μια προεκλογική εκστρατεία όπου η παραπληροφόρηση έδωσε και πήρε.
Η απόρριψη της πρότασης δεν σηματοδοτεί μολαταύτα το οριστικό πάγωμα των μεταρρυθμίσεων.