Συνέντευξη στην Ελένη Τσιάβο
Ήταν Δεκέμβριος του 2017 όταν ανέλαβε το δύσκολο έργο της προεδρίας του ιστορικότερου Δικηγορικού Συλλόγου, αυτού της Αθήνας. Ο λόγος για τον κύριο Δημήτριο Βερβεσό. Ο έγκριτος δικηγόρος έναν περίπου χρόνο μετά, κάνει τον απολογισμό του στη συνέντευξη που μας παραχώρησε για τα όσα κατάφερε να προωθήσει και να επιτύχει ο ΔΣΑ σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Ο κ. Βερβεσός, αναφέρεται μεταξύ άλλων στα καθημερινά προβλήματα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι οι συνάδελφοι του, σχολιάζει τα όσα διαδραματίζονται τελευταία στον χώρο της Δικαιοσύνης αλλά και την κατάσταση που επικρατεί στα Πανεπιστήμια. Τέλος εξηγεί πως ο Δικηγορικός Σύλλογος συνέβαλλε στον δημόσιο διάλογο για τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Ακολουθεί η συνέντευξη στην εφημερίδα «Μπαμ στο ρεπορτάζ»:
Αναλάβατε πριν από περίπου έναν χρόνο το τιμόνι του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Ποιος ο απολογισμός σας μέχρι στιγμής; Θεωρείτε ότι καταφέρατε να επιτύχετε σε έναν ικανοποιητικό βαθμό τους στόχους σας;
Η ερώτησή σας μου δίνει την αφορμή να σταθώ σε ορισμένα κομβικά σημεία της μέχρι τώρα διαδρομής μας. Θέλω πρώτα – πρώτα να αναφερθώ στην διεθνή κινητοποίηση και παρέμβαση (στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού δικηγορικού συλλόγου) για την απελευθέρωση των δύο Ελλήνων αξιωματικών. Εξίσου σημαντική θεωρώ την ουσιαστική παρέμβασή μας στην Συμφωνία των Πρεσπών με την υιοθέτηση του Ψηφίσματος της 17ης Ιουνίου, αλλά και την αποτελεσματική δικαστική υπεράσπιση των 8 Τούρκων αξιωματικών που ζήτησαν άσυλο στην Ελλάδα, καθώς και την επιτυχή παρέμβασή μας για την μη έκδοση στην Τουρκία του Τούρκου δημοσιογράφου και ιστορικού Τουρκούτ Καγιά. Το δικηγορικό σώμα δείχνει, έτσι, έμπρακτα ότι δεν είναι αποκομμένο από το έθνος και την κοινωνία, αλλά αντίθετα, αφουγκράζεται τις αγωνίες, τις επιδιώξεις, και τα δίκαια εθνικά και κοινωνικά αιτήματα.
Πέρα από τα εθνικά θέματα, μεγάλο τμήμα της δραστηριότητάς μας αφιερώθηκε στα κρίσιμα προβλήματα του χειμαζόμενου δικηγορικού κλάδου, με πρώτο το ασφαλιστικό. Ένα ζήτημα για το οποίο ο κλάδος κινητοποιήθηκε δυναμικά το 2016, και φαίνεται ότι δικαιώνεται μετά την δικαστική προσφυγή μας στο ΣτΕ. Η κινητοποίηση αυτή οδήγησε σε κυβερνητική αναδίπλωση και έτσι βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα, με την επιβεβλημένη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των επιστημόνων – ελεύθερων επαγγελματιών. Υπάρχει, βεβαίως, πλήθος καθημερινών προβλημάτων που προκαλεί η ασφαλιστική γραφειοκρατία ενός υδροκέφαλου, υπερσυγκεντρωτικού, υποστελεχωμένου, και υποχρηματοδοτημένου ΕΚΦΑ. Εργαζόμαστε γι’ αυτά καθημερινά και πετυχαίνουμε -παρά την δυσκολία και τις αντιστάσεις- μικρές καθημερινές νίκες (όπως, επί παραδείγματι την επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών ασφαλιστικών εισφορών έτους 2017), που αποτελούν ανακούφιση για τους συναδέλφους που ταλαιπωρούνται. Δεν μπορώ μεταξύ των βασικών κατακτήσεων του κλάδου να μην αναφέρω την ικανοποίηση μετά από 7 έτη, του πάγιου αιτήματος για θεσμοθέτηση «βοηθήματος ανεργίας» υπέρ των ασφαλισμένων του τ. ΕΤΑΑ. Παρά τις αδυναμίες που παρατηρούνται στο νεοπαγές θεσμικό πλαίσιο -και επιδιώκουμε να αντιμετωπιστούν αρμοδίως- πρόκειται για ένα πρώτο σημαντικό βήμα.
Παράλληλα, φιλοδοξούμε και επιδιώκουμε να συμβάλλουμε δημιουργικά στην προαγωγή της ταχείας και ορθής επίλυσης των διαφορών. Η πλέον εμβληματική πρωτοβουλία μας, στο πλαίσιο αυτό είναι η μόνιμη διαιτησία στους δικηγορικούς συλλόγους. Αναπτύξαμε προς τούτο στενή συνεργασία με τους Δικηγορικούς Συλλόγους της Αυστρίας και της Γαλλίας και ήδη στην Αθήνα η μόνιμη διαιτησία βρίσκεται σε τελικό στάδιο υλοποίησης μετά την υιοθέτηση από το ΔΣ του σχετικού Κανονισμού.
Θα μπορούσα να συνεχίσω επί μακρόν και με άλλα ζητήματα, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα δοθεί η ευκαιρία να αναπτύξουμε και άλλα ζητήματα δικηγορικού ενδιαφέροντος στη συνέχεια.
Ας μιλήσουμε λοιπόν και για κάποια ειδικότερα θέματα: Συγκεκριμένα θα ήθελα την άποψη σας σχετικά με την τροποποίηση στον Κώδικα δικηγόρων. Ποιες αλλαγές θεωρείτε εσείς προσωπικά αλλά και με το θεσμικό σας ρόλο ως πρόεδρος του ΔΣΑ, ως τις πλέον απαραίτητες;
Από την έναρξη ισχύος του νέου Κώδικα Δικηγόρων το 2013 ανέκυψαν, πράγματι, ερμηνευτικά ζητήματα και πρακτικά προβλήματα εφαρμογής με ορισμένες διατάξεις του Κώδικα, που πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Εξάλλου, μετά από 5 χρόνια ζωής του νέου Κώδικα είναι επιβεβλημένο να πραγματοποιηθεί ευρύς, απροκατάληπτος διάλογος για τις αναγκαίες τομές, ώστε ο Κώδικας να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες της δικηγορίας και τις απαιτήσεις των δικηγόρων.
Για τον λόγο αυτό, η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας επεξεργάζεται σειρά προτάσεων για την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου που διέπει το δικηγορικό λειτούργημα.
Μεταξύ των θεμάτων που συζητούνται περιλαμβάνονται ιδίως η αναβάθμιση του θεσμού της άσκησης και της εισόδου στο επάγγελμα, την αναγνώριση τίτλων αλλοδαπών ΑΕΙ, ώστε να παρέχονται ουσιαστικά επαγγελματικά εφόδια στους ασκούμενους, η επανεξέταση των ασυμβιβάστων, οι αναγκαίες αναπροσαρμογές στις αμοιβές των δικηγόρων, η διαφύλαξη της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας των δικηγορικών συλλόγων και η αναβάθμιση της λειτουργίας τους, καθώς και ο εκσυγχρονισμός του πειθαρχικού δικαίου και της πειθαρχικής διαδικασίας. Δεν εξαιρούμε κανένα κεφάλαιο του Κώδικα Δικηγόρων από την συζήτηση αυτή. Οι όποιες αλλαγές και τελικές προτάσεις, όμως, θα είναι αποτέλεσμα της δημόσιας διαβούλευσης που έχει ανοίξει, και στη συνέχεια της απόφασης των αρμοδίων συλλογικών οργάνων.
Υπερπληθωρισμός των δικηγόρων: Ο αριθμός των δικηγόρων παραμένει εξαιρετικά υψηλός στην Αθήνα. Τι θα προτείνατε ως νέα μέτρα προκειμένου η δικηγορική ύλη να αυξηθεί και έτσι περισσότεροι συνάδελφοι σας να έχουν διεξόδους για απασχόληση.
Είναι αληθές ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται σημαντικές ροές νέων νομικών από πανεπιστήμια του εξωτερικού, ιδίως της Κύπρου. Λόγω του επιταγών του ενωσιακού δικαίου και της πρόσφατης σχετικής νομολογίας του ΣτΕ, οι δικηγορικοί σύλλογοι δεν μπορούν να αρνηθούν την εγγραφή των ως άνω αποφοίτων ως ασκουμένων δικηγόρων, και στη συνέχεια -εφόσον επιτύχουν τις εξετάσεις- την εγγραφή τους ως δικηγόρων.
Παρά ταύτα, δεν πρέπει να παροράται ότι τα χρόνια της κρίσης ο συνολικός αριθμός των συναδέλφων μειώθηκε κατά 4.000 περίπου, ήτοι από 44.000 σε 40.000, καθώς η συρρίκνωση της δικηγορικής ύλης είχε ως συνέπεια την φυγή πολλών, νέων ιδίως, συναδέλφων στο εξωτερικό, αλλά και των μεγαλύτερων ηλικιών στη συνταξιοδότηση.
Ένα άλλο ζήτημα που απασχολεί είναι η ταλαιπωρία των δικηγόρων. Για παράδειγμα συχνά είναι τα παράπονα καθώς και η έντονη δυσαρέσκεια που εκφράζονται για τις ουρές στην κατάθεση των αγωγών στο κτίριο 2 της Ευελπίδων αλλά και για την αναμονή στα ακροατήρια.
Ο μαχόμενος δικηγόρος αντιμετωπίζει πράγματι στην καθημερινότητά του πολλά προβλήματα, τα οποία είναι αποτέλεσμα απαρχαιωμένων δομών, έλλειψης υλικοτεχνικής υποδομής, και κατεστημένων νοοτροπιών.
Μετά από πολύχρονες και επίμονες προσπάθειες του δικηγορικού σώματος για την προώθηση της ηλεκτρονικής δικαιοσύνης (e-justice), κατέστη επιτέλους εφικτό να ολοκληρωθεί επιτυχώς η ψηφιακή υποδομή για την ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων σε όλα τα διοικητικά δικαστήρια της Χώρας στο ΣτΕ, στο Ελεγκτικό Συνέδριο και σε 17 Ειρηνοδικεία της χώρας, μέσα από το portal.olomeleia.gr και την διαλειτουργικότητά του με τα ΟΣΔΔΥ ΔΔ και ΠΠ του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Διεκδικούμε την επέκταση της ηλεκτρονικής κατάθεσης σε όλα τα δικόγραφα όλων των δικαιοδοσιών και την προσωποποιημένη πληροφόρηση του δικηγόρου για την πορεία της υπόθεσης.
Ασφαλώς δεν νοείται στη σημερινή εποχή να αναμένει κάποιος στην ουρά να καταθέσει ένα δικόγραφο. Όλες οι υπηρεσίες πρέπει να ηλεκτρονικοποιηθούν. Μέχρι όμως να διαμορφωθεί η ψηφιακή πραγματικότητα στην οποία προσβλέπουμε, ήταν επάναγκες να λάβουμε και άμεσα μέτρα προκειμένου να μετριαστεί η ταλαιπωρία των συναδέλφων. Η ύπαρξη δικηγόρου υπηρεσίας, που αναλαμβάνει την κατάθεση των δικογράφων για λογαριασμό των συναδέλφων στην Ευελπίδων, η προμήθεια μηχανημάτων προτεραιότητας και η εξασφάλιση χωριστής ουράς αναμονής για την εξυπηρέτηση αποκλειστικά δικηγόρων (σε υπηρεσίες όπου εξυπηρετούνται εκ παραλλήλου και πολίτες, όπως στην Εισαγγελία), εγγράφονται στην προσπάθεια αυτή.
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών πρόσφατα εξέφρασε την “έντονη ανησυχία του για όσα απαράδεκτα συμβαίνουν στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά και σε άλλους Πανεπιστημιακούς χώρους”. Ποιον θεωρείτε υπαίτιο για τα όσα συνεχίζουν ανεξέλεγκτα να διαδραματίζονται αλλά και από νομικής πλευράς τι μπορεί να γίνει;
Διευκρινίζω ευθύς εξ αρχής ότι η παρέμβασή μας δεν αφορά το ζήτημα του πανεπιστημιακού ασύλου, αλλά χώρους πέριξ των Πανεπιστημίων, όπου παρατηρούνται φαινόμενα εκτεταμένης ανομίας και εγκληματικής δραστηριότητας. Πρόκειται για περιοχές, τόσο πέριξ του Οικονομικού Πανεπιστημίου, όσο και πέριξ της Νομικής σχολής (για την οποία είχαμε στο παρελθόν προβεί σε αντίστοιχη παρέμβαση), καθώς μεγάλος αριθμός δικηγόρων διαθέτει γραφείο και κινείται καθημερινά.
Η εφαρμογή του νόμου, αν και θα έπρεπε να είναι αυτονόητη, έχει δυστυχώς καταστεί ζητούμενο. Βασικοί υπεύθυνοι είναι αφ’ ενός η αστυνομία, η οποία οφείλει να επεμβαίνει αυτεπαγγέλτως και αφ’ ετέρου οι Εισαγγελικές αρχές, που ενώ γνωρίζουν το πρόβλημα, δεν ασκούν τα νόμιμα καθήκοντά τους με σκοπό την καταστολή των εγκληματικών φαινομένων και την δίωξη των υπαιτίων.
Επικρατεί μια «εμπόλεμη» όπως χαρακτηρίζεται από πολλούς, κατάσταση στους κόλπους της Δικαιοσύνης και ειδικότερα γίνεται λόγος για παρέμβαση στο έργο της από την κυβέρνηση. Πολύ πρόσφατα η πρώην εισαγγελέας Διαφθοράς κ. Ελένη Ράϊκου μέσω κύκλων της, τοποθετήθηκε επί του θέματος με βαρείς χαρακτηρισμούς, καταγγέλλοντας και φωτογραφίζοντας μάλιστα συγκεκριμένο πολιτικό πρόσωπο. Θεωρείτε πως η διάκριση των εξουσιών στην Ελλάδα περνάει ενδεχομένως κρίση;
Παρότι δεν θέλω να αναφερθώ σε μεμονωμένα περιστατικά δεν μπορώ να μην σχολιάσω ότι οι Εισαγγελείς ούτε έχουν, ούτε πρέπει να έχουν, «κύκλους». «Κύκλους» έχουν συνήθως οι μετέχοντες στο πολιτικό και επικοινωνιακό-δημοσιογραφικό παίγνιο. Οι εισαγγελικοί λειτουργοί υπείκουν στην αρχή της νομιμότητας και οφείλουν να εκτελούν τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητές τους κατά τον δικονομικά προβλεπόμενο τρόπο.
Παρά ταύτα, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η κ. Ράϊκου είχε κατά το παρελθόν δημοσιοποιήσει επιστολή με συγκεκριμένες καταγγελίες. Αντί να διερευνηθούν αμελλητί τα καταγγελθέντα, γνωρίζω να μην έχει γίνει καμία δικονομική ενέργεια στην κατεύθυνση αυτή.
Πέραν τούτων, είναι δεδομένο ότι η οιονεί σύγχυση νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, στο πλαίσιο του ισχύοντος ιδιότυπου καθεστώτος εν τοις πράγμασιν «νομοθετούσας κυβέρνησης», καθιστά επιβεβλημένη την θωράκιση της ανεξάρτητης απονομής της Δικαιοσύνης. Χρειάζονται θεσμικές παρεμβάσεις τις οποίες έχουμε πολλαπλώς και δημοσίως επισημάνει (επιλογή ηγεσίας της δικαιοσύνης με σεβασμό στο αυτοδιοίκητο, απαγόρευση διορισμού συνταξιούχων δικαστικών σε κρατικές δημόσιες θέσεις, προαγωγές κατ’ αξίαν, ουσιαστική επιθεώρηση, απαγόρευση νομοθετικών παρεμβάσεων σε εκκρεμείς υποθέσεις, απαρέγκλιτη εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων απ’ την εκτελεστική εξουσία).
Παρά τις αναγκαίες αυτές θεσμικές παρεμβάσεις, η de iure ανεξαρτησία κατοχυρώνεται επαρκώς στο Σύνταγμά μας, ακόμη και με βάση τα διεθνή δικαιοσυγκριτικά δεδομένα. Η πιο σημαντική πρακτικά διάσταση της δικαστικής ανεξαρτησίας, στην οποία πρέπει να επιμείνουμε και να ενσκήψουμε, είναι η de facto ανεξαρτησία, που επαφίεται εξίσου, αν όχι πρωτίστως, στο φρόνημα και την συνείδηση του δικαστικού λειτουργού.
Το καλοκαίρι μετά τον ανασχηματισμό πήρε τη σκυτάλη του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ο συνάδελφος σας κ. Μιχάλης Καλογήρου. Πως είναι η συνεργασία σας μαζί του αλλά και με τον τέως υπουργό κ. Σταύρο Κοντονή σε φλέγοντα ζητήματα;
Οι επιδιώξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης και του δικηγορικού σώματος πρέπει, φρονώ, να είναι ομόρροπες, με κοινό παρανομαστή και γνώμονα δράσης την βελτίωση της απονομής της δικαιοσύνης, βασική συνιστώσα της οποίας είναι οι δικηγόροι ως ισότιμοι συλλειτουργοί της. Εξάλλου, η νομοθετική κατοχύρωση του ρόλου του δικηγόρου ως ισότιμου συλλειτουργού(άρθρο 2 ΚωδΔικ) δεν είναι ευχολόγιο, αλλά δεσμευτικός κανόνας δικαίου, που πρέπει να γίνεται σεβαστός από όλους, ιδίως την Πολιτεία και το δικαστικό σώμα.
Σε ό,τι αφορά την θητεία του πρώην Υπουργού, του κ. Κοντονή, είναι γνωστό ότι επαινέσαμε δημόσια τις όποιες θετικές του ενέργειες (ενδεικτικά αναφέρω την μη έκδοση του Τουρκούτ Καγιά).
Όμως, ο Υπουργός δεν προώθησε τον ουσιαστικό διάλογο με το δικηγορικό σώμα και ουδέποτε έτεινε ευήκοον ους προς τις προτάσεις του σώματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η ουσιαστικά ανύπαρκτη διαβούλευση για την εισαγωγή της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης. Ακόμα χειρότερα, φέρθηκε απαξιωτικά προς το δικηγορικό σώμα, με αποκορύφωμα την εμμονή του στην τριχοτόμηση του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Την στάση του αυτή, βέβαια, δεν άφησε αναπάντητη το δικηγορικό σώμα. Στο δημοψήφισμα που οργάνωσε ο ΔΣΑ τον περασμένο Ιούνιο, όπου 9.050 δικηγόροι (με ποσοστό 90,68%) ψήφισαν «όχι» στη δημιουργία των νέων Πρωτοδικείων.
Στο θέμα της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης, όπως ατυχώς νομοθετήθηκε με τον ν. 4512/2018, την απάντηση έδωσε, κατόπιν της προσφυγής μας, ο Άρειος Πάγος με τη γνωστή απόφαση της διοικητικής Ολομέλειας για την αντίθεση των σχετικών διατάξεων με το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο.
Είναι ευτυχής συγκυρία ότι άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του ο νέος Υπουργός, μαχόμενος δικηγόρος και ο ίδιος, αφ’ ενός απέσυρε το νομοσχέδιο για την τριχοτόμηση του Πρωτοδικείου Αθηνών, και αφ’ ετέρου ανέστειλε επί ένα έτος την εφαρμογή του θεσμού της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης, προσφέροντας ασφάλεια δικαίου και δίδοντας τον αναγκαίο χρόνο για έναν ειλικρινή και απροκατάληπτο θεσμικό διάλογο όλων των παραγόντων της Δικαιοσύνης. Προσβλέπουμε σε σχέσεις ειλικρινούς συνεργασίας, αμοιβαίας κατανόησης και ανοιχτού διαλόγου με την νέα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου, επ’ αγαθώ της Δικαιοσύνης και του δικηγορικού σώματος.
Ολοκληρώνοντας τη συζήτηση μας θα ήθελα να αναφερθούμε και στα συμπεράσματα που είχατε σε πρόσφατη ημερίδα για τα νομικά ζητήματα που προκύπτουν από τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Χαίρομαι που αναφέρεστε στην ημερίδα αυτή καθώς θεωρώ ότι ήταν σπουδαία συμβολή του δικηγορικού σώματος στον δημόσιο διάλογο για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Δόθηκε η ευκαιρία να αναδειχθούν για πρώτη φορά κρίσιμες νομικές παράμετροι αναφορικά με το ζέον αυτό εθνικό θέμα.
Θέλω να μοιραστώ μαζί σας, συνοπτικά, ορισμένες σκέψεις, που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της εκδήλωσης και θεωρώ σημαντικές:
- Είναι διαχρονικές οι ευθύνες όλων των πολιτικών ηγεσιών, που επέτρεψαν να διαμορφωθεί μια de facto αρνητική κατάσταση για την Ελλάδα στο ζήτημα των Σκοπίων.
- Παρά ταύτα, στη συγκεκριμένη συγκυρία, και με δεδομένη την επιθυμία της γειτονικής χώρας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, θα μπορούσε διαπραγματευτικά να επιτύχει περισσότερα πράγματα η Ελληνική πλευρά.
- Η υιοθέτηση του όρου «nationality» στην διεθνή συμφωνία, ασχέτως αν η ελληνική πλευρά επιδιώκει να περιορίσει την εμβέλεια της στην «ιθαγένεια», αναμφισβήτητα θάλπει τον «μακεδονισμό», με τα ιδιαίτερα εθνικιστικά και αλυτρωτικά χαρακτηριστικά που απέκτησε από τον 19ο αιώνα.
- Η απόκλιση από την διεθνή κανονικότητα σε ό,τι αφορά την ονομασία των πολιτών της γείτονος (Μακεδόνες και όχι Βορειομακεδόνες) είναι τουλάχιστον δυσεξήγητη κι ανοιχτή σε πολλαπλές αναγνώσεις, που υπηρετούν εν δυνάμει άλλες σκοπιμότητες των Σκοπίων.
- Η αναγνώριση «μακεδονικής» γλώσσας αποτελεί παράγοντα που αυτοτελώς σφυρηλατεί το νεοαναγνωριζόμενο «μακεδονικό» έθνος, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις ενίσχυσης του εθνικισμού και του αλυτρωτισμού στην πράξη.
- Παρότι η προστιθέμενη αξία της συμφωνίας των Πρεσπών, σε ό,τι αφορά την erga omnes χρήση του ονόματος, αφορά κυρίως την εσωτερική χρήση, στην πραγματικότητα η εσωτερική χρήση της σύνθετης ονομασίας για τα Σκόπια μετατίθεται στο απώτερο και αβέβαιο μέλλον, την ίδια στιγμή που η Ελλάδα αναγνωρίζει την «μακεδονική» εθνικότητα και γλώσσα κατά τρόπο τετελεσμένο, απροϋπόθετο και αμετάκλητο.
- Παρά ταύτα, πρέπει να έχουμε κατά νου, ότι εφόσον η πλευρά των Σκοπίων ολοκληρώσει τις προβλεπόμενες για εκείνη ενέργειες, συμπεριλαμβανομένης της συνταγματικής αναθεώρησης, η τυχόν μη κύρωση της συμφωνίας από την ελληνική πλευρά, θα δώσει στα Σκόπια τη νομική δυνατότητα, τη επικλήσει της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, να χρησιμοποιούν erga omnes την συνταγματική του ονομασία «Μακεδονία».