Γράφει ο Γιάννης Ευαγγελάτος

Πρόεδρος Πρωτοδικών-Δικαστής Ανηλίκων

 

Mε το άρθρο 28 του ν. 5090/2024, με έναρξη ισχύος την 1η Ιουλίου 2024, προστέθηκαν στην παρ. 1 του άρθρου 122 του ΠΚ για τα αναμορφωτικά μέτρα οι περιπτώσεις θα’ για την παρακολούθηση ειδικών εκπαιδευτικών, καλλιτεχνικών ή πολιτιστικών προγραμμάτων σε κρατικούς, δημοτικούς ή ιδιωτικούς φορείς και θβ’ για την παρακολούθηση προγραμμάτων αθλητισμού και συμμετοχής σε αθλητικά σωματεία. Ήδη με την 6288/2024 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β 6831/13-12-2024) καθορίστηκε το πλαίσιο εφαρμογής του παραπάνω αναμορφωτικού μέτρου και ρυθμίστηκαν οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την υλοποίησή του, πρώτα πιλοτικά σε πέντε Περιφέρειες της χώρας (Αττική, Ιωάννινα, Χανιά, Καστοριά και Λασίθι) και από το δικαστικό έτος 2025-2026 σε όλη τη χώρα.

Στην αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω νόμου αναφέρονταν τα εξής: «Με την προτεινόμενη τροποποίηση στην παρ. 1 του άρθρου 122 ΠΚ προβλέπεται η συμπερίληψη στον κατάλογο των αναμορφωτικών μέτρων που μπορούν να επιβληθούν σε ανήλικους δράστες και η παρακολούθηση ειδικών εκπαιδευτικών, καλλιτεχνικών ή πολιτιστικών προγραμμάτων σε κρατικούς, δημοτικούς, ή ιδιωτικούς φορείς καθώς και η παρακολούθηση προγραμμάτων αθλητισμού και η συμμετοχή σε αθλητικά σωματεία, προκειμένου να ενισχυθεί ο παιδαγωγικός σκοπός της παρέμβασης της πολιτείας προς το συμφέρον των ανηλίκων, να επιτευχθεί η κοινωνική ένταξή τους αλλά και να υποκατασταθεί ο διαρρηχθείς, ελλιπής ή τις περισσότερες φορές ανύπαρκτος δεσμός τους με το οικογενειακό περιβάλλον από πρόσωπα που αποτελούν πρότυπα και τα καθοδηγούν σε δράσεις που προάγουν την πνευματική καλλιέργεια, την ηθική ανάπλαση, την ειρηνική κοινωνική συνύπαρξη και την κοινωνικοποίησή τους μέσα από τις ευγενείς αξίες του αθλητισμού, του πολιτισμού και της τέχνης. Με την προτεινόμενη τροποποίηση στην παρ. 3 προβλέπεται η προτεραιοποίηση των αναμορφωτικών μέτρων της παρακολούθησης ειδικών εκπαιδευτικών, καλλιτεχνικών ή πολιτιστικών προγραμμάτων σε κρατικούς, δημοτικούς, ή ιδιωτικούς φορείς, και της παρακολούθησης προγραμμάτων αθλητισμού και της συμμετοχής σε ερασιτεχνικά αθλητικά σωματεία κατά την επιλογή τους από το δικαστήριο ανηλίκων, λόγω της μεγάλης συμβολής τους στην ηθική και κοινωνική ανάπλαση του ανήλικου δράστη».

Στη δε 6288/2024 ΚΥΑ, στο άρθρο 2, υπογραμμίζεται ότι : «ο στόχος του παραπάνω αναμορφωτικού μέτρου είναι αυτό να αξιοποιείται, είτε σωρευτικά είτε διαζευκτικά με άλλα αναμορφωτικά μέτρα, προκειμένου να διευκολύνεται μέσω αυτού, η κοινωνικοποίηση και διαπαιδαγώγηση των ανηλίκων παραβατών, με γνώμονα την αποφυγή επανάληψης από μέρους τους παραβατικών συμπεριφορών. Ειδικότερα, η επιβολή του μέτρου αποβλέπει:

α) στην ενίσχυση της κοινωνικής επανένταξης των παραβατικών ανηλίκων, β) στην ψυχοκοινωνική τους ενδυνάμωση και γ) στην αξιοποίηση της ευεργετικής επίδρασης, που ασκεί στην προσωπικότητα των ανηλίκων, η συμμετοχή τους σε αθλητικά προγράμματα», ενώ στο άρθρο 5 αναφέρεται ότι το μέτρο έχει κατεξοχήν παιδαγωγικό χαρακτήρα και προϋποθέτει τον σεβασμό της προσωπικότητας του ανηλίκου καθ’ όλη τη διάρκεια της υλοποίησής του από τα εμπλεκόμενα μέρη.

Σε όλα τα κείμενα του Συμβουλίου της Ευρώπης (βλ. ενδεικτικά Απόφαση (78) 62 «Παραβατικότητα των ανηλίκων και κοινωνικές αλλαγές», η οποία υιοθετήθηκε από την Επιτροπή Υπουργών το έτος 1978) και τα διεθνή κείμενα (βλ. ενδεικτικά «Κανόνες του Πεκίνου», που υιοθετήθηκαν από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το έτος 1985), είναι έκδηλη η προσπάθεια σε διεθνές επίπεδο, εδώ και πολλές δεκαετίες, να τονιστεί η ανάγκη για διαφορετική από τους ενηλίκους μεταχείριση του ανήλικου δράστη. Τα αναμορφωτικά μέτρα του άρθρου 122 ΠΚ, που εντάσσονται στο όγδοο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα με τίτλο «ειδικές διατάξεις για ανηλίκους», άλλωστε, συγκροτούν αυτοτελείς κατηγορίες εννόμων συνεπειών του ποινικού δικαίου ανηλίκων, που έχουν ως στόχο τη νουθεσία των ανηλίκων, ενώ διαφέρουν ουσιαστικά από τα μέτρα ασφαλείας, τα οποία έχουν ως πρωταρχικό σκοπό τη διασφάλιση του κοινωνικού συνόλου από τον επικίνδυνο δράστη (βλ. σχετικά Α. Πιτσελά, Η ποινική αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των ανηλίκων, εκδ. 2008, σ. 171, Κ. Κοσμάτος Δίκαιο Ανηλίκων Θεωρία και Πράξη, έκδ. 2017. σ.207. ). Η σειρά αναγραφής των αναμορφωτικών μέτρων, μολονότι βρίσκεται σε μια κλίμακα βαρύτητας, είναι αφηρημένη και μοναδικό κριτήριο για την επιλογή του πιο κατάλληλου αναμορφωτικού μέτρου είναι ποιο μέτρο στην προκείμενη περίπτωση ανταποκρίνεται περισσότερο στις ανάγκες του ανηλίκου και έχει περισσότερες πιθανότητες παιδαγωγικής επιτυχίας, αφού σύμφωνα και με την Εισηγητική Έκθεση του Ν. 3189/2003 «κάθε φορά επιλέγεται το ηπιότερο μέτρο που θεωρείται αναγκαίο, δίκαιο και αποτελεσματικό για τη συγκεκριμένη περίπτωση». Η επιλογή κάθε αναμορφωτικού μέτρου που πρόκειται να επιβληθεί διέπεται από την αρχή της επικουρικότητας, για την εφαρμογή της οποίας τα αναμορφωτικά μέτρα που προβλέπονται στις περ. α’ ως θβ’ προτάσσονται των υπολοίπων. Το περιεχόμενο και η διάρκεια κάθε μέτρου πρέπει να είναι ανάλογα προς τη βαρύτητα της πράξης που έχει τελεστεί, την προσωπικότητα του δράστη και τις βιοτικές του συνθήκες και να διέπονται από την αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με όσα ορίζουν και οι Κατευθυντήριες Γραμμές των Ηνωμένων Εθνών για την Πρόληψη της Παραβατικότητας των Ανηλίκων (Κατευθυντήριες γραμμές του Ριάντ). Συνήθως ορίζεται διάρκεια έξι μηνών ή ενός έτους, χρονικό διάστημα επαρκές για λειτουργήσει το οποιοδήποτε μέτρο ή για να κριθεί αναποτελεσματικό.

Διευρύνονται, λοιπόν, τα αναμορφωτικά μέτρα και ενισχύεται το «οπλοστάσιο» του δικαστή ή του εισαγγελέα ανηλίκων για την καταπολέμηση της νεανικής παραβατικότητας με ένα μέτρο άμεσης εφαρμογής και μεγάλης αναμορφωτικής αποτελεσματικότητας και αγωγής. Η επαφή του ανηλίκου παραβάτη με τον αθλητισμό θα του επιτρέψει να ενσωματωθεί στο κοινωνικό σύνολο και να αναπτύξει κοινωνικές δραστηριότητες, θα του μάθει να συνεργάζεται, να αποδέχεται τους κανόνες, να σέβεται τους συμπαίκτες και τους αντιπάλους του, να αναπτύσσει θετικά πρότυπα συμπεριφοράς, θα του διδάξει πειθαρχία, αυτοπειθαρχία και υπευθυνότητα, θα τον γεμίσει χαρά και υπερηφάνεια, θα του τονίσει την αυτοπεποίθηση, θα του δώσει ταυτότητα και θα βελτιώσει την υγεία του, αφού η υγεία είναι μια κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι απλώς η απουσία ασθένειας. Το δίκαιο παιχνίδι, η διαφύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ο αυτοσεβασμός, η συμμόρφωση στους κανόνες, ο σεβασμός προς τους άλλους, η ενθάρρυνση στην προσπάθεια, οι θετικές κοινωνικές δεξιότητες και η υγιής συμπεριφορά, είναι αξίες που μπορούν να καλλιεργηθούν μέσω της συμμετοχής στον αθλητισμό και να αποτραβήξουν δια παντός τον ανήλικο από άλλες απατηλές και επικίνδυνες για τον ίδιο και για την κοινωνία ατραπούς.

Το παραπάνω, όμως, μέτρο είναι απαραίτητο να είναι εξατομικευμένο ως προς τον συγκεκριμένο κάθε φορά ανήλικο, ανάλογα με τα ενδιαφέροντά του, τις δεξιότητες και τα ταλέντα του και κυρίως δεν πρέπει να αποτελεί προϊόν αυθαίρετης επιβολής, αλλά να συνιστά καρπό συνειδητής επιλογής. Άλλωστε, δεν θα έχει κανένα απολύτως αποτέλεσμα το να επιβληθεί υποχρεωτικά στον ανήλικο ένα μέτρο παρακολούθησης αθλητικού προγράμματος, αν ο ίδιος δεν το επιθυμεί! Κανείς δεν μπορεί να διδάξει τίποτα σε κανέναν, αν δεν το θέλει ο διδασκόμενος, αφού η γνώση «δεν μεταγγίζεται μεταξύ μας από το περισσότερον γεμάτον εις το περισσότερον αδειανόν», απευθείας και άκοπα, όπως έλεγε ο Σωκράτης. Εξάλλου, ακόμα κι αν είχε μια σκέψη ο ανήλικος να ασχοληθεί με κάποιο άθλημα, επειδή του αρέσει ίσως να το βλέπει μερικές φορές στην τηλεόραση, δεν είναι το ίδιο με το να αποφασίσει να συμμετέχει σε αυτό. Δεν μπορεί ένα ψάρι να μάθει να πετάει, όσο κι αν το θέλει, ακόμα κι αν έχει τον καλύτερο προπονητή του κόσμου! Επομένως, η δυσκολία στην εφαρμογή του μέτρου βρίσκεται εκεί: Να βρεθεί το κατάλληλο άθλημα για το κατάλληλο παιδί. Για να γίνει αυτό το ταίριασμα, αυτή η αντιστοίχιση, χρειάζεται να έχει προηγηθεί νωρίτερα μια ουσιαστική έρευνα από τον επιμελητή ανηλίκων, που θα αποτυπώνεται στο ατομικό δελτίο του ανηλίκου και που οφείλει να μελετήσει ο δικαστής και ο εισαγγελέας ανηλίκων. Για αυτό είναι πολύ σημαντικός ο ρόλος του επιμελητή ανηλίκων, όπως άλλωστε και σε κάθε υπόθεση ανηλίκου δράστη, αφού δεν νοείται ποινικό δίκαιο ανηλίκων χωρίς επιμελητή ανηλίκων (ο θεσμός των επιμελητών ανηλίκων προβλεπόταν ήδη από τον ν. 5098/1931). Και στη συνέχεια, κατά την εξέταση της πιθανότητας επιβολής του μέτρου από τον δικαστή ή τον εισαγγελέα, πρέπει να διεξάγεται μια συζήτηση με τον ανήλικο, όπου θα διαπιστώνεται τόσο η επιθυμία του για τη συμμετοχή του σε κάποιο πιστοποιημένο σωματείο, δηλαδή εγγεγραμμένο στο μητρώο Αθλητικών Σωματείων της Γ.Γ.Α. και ήδη ενταγμένο στο πρόγραμμα, αλλά και το πόσο έχει αντιληφθεί ο ίδιος ο ανήλικος τα οφέλη που θα έχει από τη σύνδεσή του με την οικογένεια του αθλητισμού. Ο μόνος κίνδυνος έγκειται στο να εφαρμοστεί το μέτρο σε κάποιο παιδί που δεν θα το επιθυμεί πραγματικά ή δεν θα μπορεί να ανταποκριθεί καθόλου και έτσι, αναπόφευκτα, να επέλθουν αρνητικά και αντίθετα με την επιδίωξη του μέτρου αποτελέσματα, δηλαδή ο ανήλικος να απομονωθεί, να απογοητευτεί και να μειωθεί η αυτοεκτίμηση και η αυτοπεποίθησή του. Επομένως, η επιλογή και η επιβολή αυτού του αναμορφωτικού μέτρου πρέπει να γίνεται μεν προσεκτικά και όχι αβασάνιστα, αλλά και δίχως επιφυλάξεις ή ενδοιασμούς από τη μεριά του εφαρμοστή του δικαίου για αυτό το νέο εγχείρημα.

Το «Ευ αγωνίζεσθαι» δεν είναι μόνο μια αθλητική έννοια, αφού το να μάθει κανείς να αγωνίζεται δίκαια σε ένα άθλημα, είναι βέβαιο ότι θα τον βοηθήσει και στη βελτίωση της συμπεριφοράς του, στην καθημερινότητα του, στον διαρκή και πολυκύμαντο αγώνα της ζωής του, που πρέπει για τους δικαστές να είναι και το μοναδικό ζητούμενο ως απόρροια της θεμελιώδους αρχής της διαπαιδαγώγησης, η οποία δεσπόζει στο ποινικό δίκαιο ανηλίκων.


(πρώτη δημοσίευση στην Ελληνική Δικαιοσύνη 2025, τεύχος 1 σ. 27)