Παντελής Αντ. Μαρκούλης

Δικηγόρος

ΜΔΕ «Ποινικές και Εγκληματολογικές Επιστήμες» (ΑΠΘ)

ΜΔΕ «Εμπορικό Δίκαιο» (ΑΠΘ)

υπ. ΔΝ (Albert-Ludwigs-Universität Freiburg)

 

Η παρούσα μελέτη βραβεύτηκε στο πλαίσιο διαγωνισμού που προκήρυξε η Συντονιστική Επιτροπή του προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών «Ποινικές και Εγκληματολογικές Επιστήμες» της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης για τη συγγραφή μελετών στη μνήμη του Ομότιμου Καθηγητή Λάμπρου Μαργαρίτη.

 

 

* Η παρούσα μελέτη εξετάζει τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 343 ΚΠΔ, όπως αυτή ίσχυε μετά την τροποποίησή της με τον Ν 4855/2021 και προ της τροποποίησής της με το άρθρο 100 του Ν 5090/2024 (ΦΕΚ 30/Α’/24.2.2024 με ημερομηνία έναρξης ισχύος της νέας διάταξης του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ, σύμφωνα με το άρθρο 138 του Ν 5090/2024, την 01η.05.2024). Ενόψει, όμως, του ότι η νέα ρύθμιση του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ (: όπως τροποποιήθηκε εκ νέου με το άρθρο 100 του Ν 5090/2024) είναι σχεδόν ταυτόσημη με τη διάταξη του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ στην αρχική της διατύπωση (: όπως ίσχυε με τον Ν 4620/2019 και προ της τροποποίησής της με τον Ν 4855/2021), τα συμπεράσματα της παρούσας παραμένουν εν πολλοίς επίκαιρα.

 

Ι. Εισαγωγικά

Με τον Ν 4855/2021 αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 343 ΚΠΔ, η οποία είχε εισαχθεί το πρώτον με τον νέο ΚΠΔ (Ν 4620/2019)[1]. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 343 ΚΠΔ διακηρυγμένο νομοθετικό σκοπό έχει[2] την πληρέστερη προστασία του κατηγορουμένου και τη διασφάλιση του δικαιώματός του σε αποτελεσματική υπεράσπιση, όπως αυτό προσδιορίζεται στην πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ για το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. β’ ΕΣΔΑ[3]. Στην πραγματικότητα, βέβαια, στο άρθρο 343 παρ. 2 ΚΠΔ αντανακλάται και το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. α’ ΕΣΔΑ[4]. Σημείο αναφοράς του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ αποτελεί η § 265 του γερμανικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (StPO).

 

ΙΙ. Το δικαίωμα του κατηγορουμένου για προετοιμασία της υπεράσπισής του σύμφωνα με την ΕΣΔΑ (άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. β’ ΕΣΔΑ)

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. β’ της ΕΣΔΑ, την οποία η Ελλάδα έχει κυρώσει με το ΝΔ 53 της 19/20.9.1974 (ΦΕΚ 256/Α΄/20.9.1974) και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 Συντάγματος), κάθε κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα «να διαθέτει τον αναγκαίο χρόνο και ευκολίες για την προετοιμασία της υπεράσπισής του».

Η ερμηνεία της παραπάνω διάταξης, ιδίως υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ, είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη για την ορθή ανάγνωση της ρύθμισης που εισάγεται με το άρθρο 343 παρ. 2 ΚΠΔ, το οποίο πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως των πορισμάτων της νομολογίας του Δικαστηρίου του Στρασβούργου. Κρίσιμη, συνεπώς, καθίσταται η ανάλυση της διάταξης του άρθρου 6 παρ. 3 στοιχ. β’ της ΕΣΔΑ, προ πάσης αναπτύξεως σχετικής με το άρθρο 343 παρ. 2 ΚΠΔ.

Η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 στοιχ. β’ της ΕΣΔΑ συναρτά την αποτελεσματική υπεράσπιση του κατηγορουμένου από δύο παράγοντες: τον παράγοντα του χρόνου και τον παράγοντα των αναγκαίων μέσων για την προετοιμασία της υπεράσπισής του. Το ζήτημα του κατά πόσον ο χρόνος και τα μέσα που διατίθενται στον κατηγορούμενο είναι επαρκή, κρίνεται με βάση τις ειδικότερες περιστάσεις της συγκεκριμένης κάθε φορά υπόθεσης[5].

 

 

  1. Επαρκής χρόνος

Όσον αφορά στην επάρκεια του χρόνου, κρίσιμη είναι αφενός η φύση της διαδικασίας, η πολυπλοκότητά της και το στάδιο στο οποίο αυτή ευρίσκεται. Η ΕΣΔΑ προστατεύει τον κατηγορούμενο από μία βιαστική δίκη. Η ποινική διαδικασία πρέπει να διεξάγεται χωρίς καθυστερήσεις αλλά και χωρίς να θυσιάζονται στον βωμό της επιτάχυνσης της δίκης τα δικονομικά δικαιώματα του κατηγορουμένου[6]. Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 6 παρ. 3 στοιχ. β’ της ΕΣΔΑ, ως «προπαρασκευαστικός χρόνος» δεν νοείται μόνο εκείνος που μεσολαβεί μέχρι την έναρξη της πρώτης επ’ ακροατηρίου διαδικασίας. Με δεδομένο ότι η διαδικασία είναι απρόβλεπτη και κατά τη διάρκειά της ενδέχεται να αναφανούν νέα στοιχεία, τα οποία δεν ήταν διαθέσιμα προηγουμένως, ως «προπαρασκευαστικός χρόνος» εκλαμβάνεται ο πραγματικά διαθέσιμος χρόνος, δηλαδή το περιθώριο χρόνου που, ενόψει της συγκεκριμένης κάθε φορά περίπτωσης, είχε διαθέσιμο ο κατηγορούμενος[7]. Επομένως, δεν αποκλείεται ο μεν χρόνος μέχρι την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο να ήταν επαρκής, αλλά, λόγω του γεγονότος ότι προέκυψαν νεότερα στοιχεία κατά την πρόοδο της διαδικασίας στο ακροατήριο, να τίθεται (σε σχέση με την προετοιμασία του κατηγορουμένου για τα νέα αυτά στοιχεία) ζήτημα παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 3 στοιχ. β’ ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε κατάλληλη υπεράσπιση, σε περιπτώσεις όπου δεν του δόθηκε επαρκής χρόνος για τη μελέτη της δικογραφίας[8] ή ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ της γνωστοποίησης της κατηγορίας και της δίκης ήταν πολύ σύντομος[9]. Επίσης, στην υπεράσπιση πρέπει να δίνεται επιπλέον χρόνος για την προετοιμασία της ενόψει των νέων «γεγονότων», που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, προκειμένου να προσαρμόσει τη θέση της, να υποβάλει αιτήματα, να προτείνει ενστάσεις κ.λπ. Τέτοια νέα «γεγονότα» συνιστούν, ιδίως, η μεταβολή της κατηγορίας[10], η προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων από την κατηγορούσα αρχή[11] και η ξαφνική και δραστική μεταβολή της άποψης ενός πραγματογνώμονα στη διάρκεια της δίκης[12].

Ο κατηγορούμενος επιτρέπεται να επιδιώξει την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης, εάν τίθεται ζήτημα σε σχέση με τον παρασχεθέντα σ’ αυτόν χρόνο προετοιμασίας, εκτός εάν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ή εάν δεν υφίσταται νομικό έρεισμα για την υποβολή ενός τέτοιου αιτήματος. Εξάλλου, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, το εθνικό δικαστήριο ενδέχεται να επιβάλλεται να αναβάλει το ίδιο τη διεξαγωγή της υπόθεσης, προκειμένου να παράσχει επαρκή χρόνο στην υπεράσπιση.

Ειδικότερα και σε ό,τι αφορά τη μεταβολή της κατηγορίας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η μεταβολή της κατηγορίας την τελευταία ημέρα της διαδικασίας στο ακροατήριο παραβίαζε τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 στοιχ. β’ ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι ο χρόνος προετοιμασίας του κατηγορουμένου ήταν ανύπαρκτος, απουσίαζαν, δε, μάλιστα και οι συνήγοροι υπεράσπισής του[13]. Ομοίως, παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 3 στοιχ. β’ ΕΣΔΑ (σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. α’ ΕΣΔΑ) διαπιστώθηκε στην περίπτωση, όπου οι κατηγορούμενοι ενημερώθηκαν για τη μεταβολή της κατηγορίας ταυτόχρονα με την απαγγελία της απόφασης ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου[14].

Αντιθέτως, δεν διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 3 στοιχ. β’ ΕΣΔΑ, όταν ο πρόεδρος του εθνικού δικαστηρίου ενημέρωσε τους κατηγορουμένους, προ της πρότασης του εισαγγελέα, ότι το έγκλημα ενδέχεται να τελέστηκε σε ολοκληρωμένη μορφή και όχι σε απόπειρα[15]. Παραβίαση δεν διαπιστώθηκε και σε υπόθεση με ελληνικό ενδιαφέρον[16], όπου η δίκη διακόπηκε για την επόμενη ημέρα, μετά την εισαγγελική πρόταση επί της ενοχής, με την οποία πρότεινε να μεταβληθεί η κατηγορία από συναυτουργία σε συνέργεια σε ανθρωποκτονία. Το χρονικό περιθώριο της μίας ημέρας (: στην πραγματικότητα, βέβαια, διάστημα μικρότερο από 24 ώρες) θεωρήθηκε επαρκές από το ΕΔΔΑ, προκειμένου οι συνήγοροι του κατηγορουμένου να επιχειρηματολογήσουν επί της πρότασης του εκ νέου χαρακτηρισμού ή να ζητήσουν αναβολή της υπόθεσης σε μεταγενέστερη ημερομηνία, εάν θεωρούσαν ότι δεν ήταν σε θέση να απαντήσουν αποτελεσματικά, κάτι που πάντως δεν έπραξαν στη συγκεκριμένη περίπτωση.

 

  1. Επαρκείς ευκολίες

Ως «ευκολία» (“facility”, κατά το αγγλικό κείμενο της ΕΣΔΑ) νοείται η δυνατότητα του κατηγορουμένου να εξοικειώνεται με τα αποτελέσματα των ερευνών που διεξάγονται καθ’ όλη τη διάρκεια των διαδικασιών, προκειμένου να προετοιμάσει την άμυνά του.

Το συμβαλλόμενο Κράτος οφείλει να διασφαλίζει το δικαίωμα του κατηγορουμένου να αναπτύξει την υπεράσπισή του μέσω της δόμησης της ποινικής διαδικασίας εις τρόπον ώστε να μην μειώνεται η δυνατότητα του κατηγορουμένου να συγκεντρωθεί και να επικεντρώσει την πνευματική του δύναμη στην προετοιμασία της άμυνάς του. Έτσι, όταν ο κατηγορούμενος κρατείται, οι συνθήκες κράτησής του, μεταφοράς του, σίτισής του κ.λπ. πρέπει να είναι κατάλληλες προς την παραπάνω κατεύθυνση[17]. Ειδικότερα, θα πρέπει να παρέχεται στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να διαβάζει και να γράφει με έναν εύλογο βαθμό συγκέντρωσης. Είναι κρίσιμο τόσο ο κατηγορούμενος όσο και ο συνήγορός του να είναι σε θέση να συμμετέχουν στη διαδικασία και να υποβάλουν αιτήματα χωρίς να υπόκεινται σε υπερβολική κόπωση[18].

Οι «ευκολίες» που πρέπει να παρέχονται στον κατηγορούμενο καλύπτουν εκείνες που επιβοηθούν ή ενδέχεται να επιβοηθήσουν την προετοιμασία της άμυνάς του[19]. Οι ευκολίες αυτές ενδέχεται να συσχετίζονται με: την παροχή στον κατηγορούμενο της δυνατότητας απόκτησης αποδεικτικών μέσων υπέρ του[20], την πρόσβαση του κατηγορούμενου στη δικογραφία και την κτήση αντιγράφων από αυτήν, την πρόσβαση σε συνήγορο[21], το δικαίωμα του κατηγορουμένου να συσκέπτεται με τον συνήγορό του.

III. Το δικαίωμα ενημέρωσης του κατηγορουμένου για την εναντίον του κατηγορία (άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. α’ ΕΣΔΑ)

Παρ’ όλο που στην αιτιολογική έκθεση του νέου ΚΠΔ (Ν 4620/2019) αναφέρεται ότι το άρθρο 343 παρ. 2 ΚΠΔ κατοχυρώνει το δικαίωμα του κατηγορουμένου για προετοιμασία της άμυνάς του, στην πραγματικότητα στη διάταξη αυτή αντανακλάται (και) το δικαίωμα ενημέρωσης του κατηγορουμένου για την εις βάρος του κατηγορία.

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. α’ ΕΣΔΑ, κάθε κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να πληροφορηθεί λεπτομερώς, το συντομότερο δυνατό και σε γλώσσα που κατανοεί τη φύση και τον λόγο της εις βάρος του κατηγορίας.

Αναφορικά με τη φύση της κατηγορίας, αυτή αφορά στη νομική αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών από τις διωκτικές αρχές και περιλαμβάνει την ακριβή καταγραφή των ποινικών διατάξεων που στηρίζουν την αποδιδόμενη αξιόποινη συμπεριφορά[22]. Ο λόγος της κατηγορίας, από την άλλη, αφορά στα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν το πραγματικό της κατηγορίας.

Στο πλαίσιο αυτό έχει κριθεί ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να ενημερώνεται νομότυπα και πλήρως σχετικά με οποιαδήποτε μεταβολή της εναντίον του κατηγορίας, περιλαμβανομένων των αλλαγών αναφορικά με τους «λόγους» της κατηγορίας, και πρέπει να του παρέχονται επαρκής χρόνος και ευκολίες (πρβλ. άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. β’ ΕΣΔΑ), προκειμένου να αντιδράσει στις μεταβολές αυτές και να οργανώσει την υπεράσπισή του στη βάση των νέων δεδομένων ή ισχυρισμών.

Ειδικότερα, τα σχετικά με την κατηγορία στοιχεία (συμπεριλαμβανομένου του νομικού χαρακτηρισμού της πράξης από το εθνικό δικαστήριο) πρέπει να δίδονται είτε πριν από τη δίκη με το εισαγωγικό δικόγραφο (βούλευμα, κλητήριο θέσπισμα), ή, τουλάχιστον, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στο ακροατήριο με άλλα μέσα, όπως με την τυπική ή έμμεση επέκταση της κατηγορίας. Πάντως, δεν επαρκεί η απλή αφηρημένη αναφορά στην πιθανότητα ότι το δικαστήριο μπορεί να καταλήξει σε διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό ή σε μεταβολή της κατηγορίας[23].

Περαιτέρω, θεωρείται ότι ο κατηγορούμενος μπορούσε να προβλέψει τη μεταβολή της κατηγορίας, όταν η τελευταία αφορά σε ένα στοιχείο «εγγενές» (intrinsic) της αρχικής κατηγορίας[24]. Έτσι, κρίθηκε ότι ο κατηγορούμενος μπορούσε να προβλέψει τη μεταβολή της κατηγορίας από κοινή υπεξαίρεση σε υπεξαίρεση στην υπηρεσία, διότι η ιδιότητά του ως δημοσίου υπαλλήλου ήταν γνωστή από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας[25].

Αντίθετα, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 3 στοιχ. α’ ΕΣΔΑ, στην περίπτωση όπου η κατηγορία μεταβλήθηκε από εσχάτη προδοσία σε συμμετοχή σε ένοπλη οργάνωση με σκοπό την προσβολή της εδαφικής ακεραιότητας[26]. Βαρύνοντα ρόλο διαδραματίζει το αν τα στοιχεία της νέας κατηγορίας αποτέλεσαν αντικείμενο συζήτησης στην πορεία της ποινικής διαδικασίας[27].

Σε περίπτωση μεταβολής της κατηγορίας κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, πρέπει να δίδεται στον κατηγορούμενο η δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα υπεράσπισής του με αποτελεσματικό τρόπο και έγκαιρα[28]. Ελαττώματα σχετικά με τη γνωστοποίηση της κατηγορίας θεραπεύονται, εάν ο κατηγορούμενος είχε τη δυνατότητα να προσφύγει σε ανώτερο δικαστήριο κατά της αναδιατυπωθείσας κατηγορίας και να αμφισβητήσει την καταδίκη του αναφορικά με όλες τις πραγματικές και νομικές πτυχές της[29].

Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, τα επιμέρους δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα στοιχ. α’ και β’ της παρ. 3 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, συνδέονται μεταξύ τους, υπό την έννοια ότι το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ενημερωθεί για τη φύση και τον λόγο της εις βάρος του κατηγορίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με το δικαίωμά του να προετοιμάσει την άμυνά του[30]. Η θέση αυτή, βέβαια, περιορίζει το δικαίωμα πληροφόρησης και το καθιστά παρακολουθηματικό του δικαιώματος υπεράσπισης. Δηλαδή, προκειμένου να καταφαθεί παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 3 στοιχ. α’ ΕΣΔΑ θα πρέπει να έχει προσβληθεί και το δικαίωμα υπεράσπισης του άρθρου 6 παρ. 3 στοιχ. β’ ΕΣΔΑ. Επομένως, δεν αρκεί η ενημέρωση του κατηγορουμένου να ήταν ατελής, αλλά θα πρέπει επιπλέον να παραβιάστηκε, με συγκεκριμένο τρόπο, και το δικαίωμα υπεράσπισης, ήτοι ο κατηγορούμενος, εξαιτίας ακριβώς της ατελούς πληροφόρησης να μην ήταν σε θέση να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τον εαυτό του[31].

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι το ΕΔΔΑ δεν ασχολείται με το ζήτημα εάν η κατηγορία μεταβάλλεται επιτρεπτά ή όχι, καθώς τούτο επαφίεται στις εθνικές νομοθεσίες κάθε συμβαλλόμενου κράτους. Η ερμηνεία και εφαρμογή των τελευταίων αυτών ελέγχεται, όμως, υπό το πρίσμα της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και του δίκαιου χαρακτήρα της διαδικασίας. Ο εν λόγω έλεγχος είναι κατ’ ανάγκην περιπτωσιολογικός, καθ’ όσον η ποικιλία των υποθέσεων και των διαδικασιών δεν επιτρέπει τον αφηρημένο, εκ των προτέρων διαχωρισμό των περιπτώσεων επιτρεπτής από εκείνες της απαγορευμένης μεταβολής της κατηγορίας[32]. Απεναντίας, αυτό που ελέγχει το Δικαστήριο είναι κατά πόσο ο κατηγορούμενος ενημερώθηκε σχετικά με το ενδεχόμενο η κατηγορία που τον βαρύνει να μεταβληθεί προς ορισμένη κατεύθυνση, οπότε και θα είχε αυτός το περιθώριο να την αντικρούσει.

 

  1. IV. Το δικαίωμα ενημέρωσης του κατηγορουμένου βάσει της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ

Κρίσιμη για την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ είναι και η Οδηγία 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών. Σημειωτέον ότι η Οδηγία ενσωματώθηκε στην εθνική έννομη τάξη μας με τον Ν 4236/2014, με τον οποίον ενσωματώθηκε και η Οδηγία 2010/64/ΕΕ. Κύριος στόχος της Οδηγίας είναι η θέσπιση ορισμένων κοινών ελάχιστων κανόνων (: Οδηγία ελάχιστης εναρμόνισης) σχετικών με το δικαίωμα της ενημέρωσης στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών. Η Οδηγία έχει ως πρότυπο για την κατάστρωση του κανονιστικού περιεχομένου της το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. α’ και β’ ΕΣΔΑ, όπως οι τελευταίες διατάξεις έχουν ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ[33]. Και ο ΧΘΔΕΕ περιέχει διάταξη σχετικά με τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου: πρόκειται για το άρθρο 48 παρ. 2 ΧΘΔΕΕ, σύμφωνα με το οποίο διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων της υπεράσπισης σε κάθε κατηγορούμενο.

Το άρθρο 6 της Οδηγίας, με τίτλο «δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με την ποινική κατηγορία», περιλαμβάνει διατάξεις που αφορούν στην ύλη που καλύπτουν τα στοιχ. α’ και β’ της παρ. 3 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 6 της Οδηγίας ορίζεται ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν, ώστε ο ύποπτος ή κατηγορούμενος να ενημερώνεται για την αξιόποινη πράξη την οποία φέρεται, ή κατηγορείται, ότι διέπραξε. Η ενημέρωση αυτή πρέπει να είναι άμεση και δεόντως λεπτομερής προκειμένου να διασφαλισθούν ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας (πρβλ. άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) και η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του κατηγορουμένου (πρβλ. άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. β’ ΕΣΔΑ). Ο κατηγορούμενος θα πρέπει να λαμβάνει όλες τις πληροφορίες σχετικά με την ποινική του κατηγορία, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του και να διασφαλίζεται ο δίκαιος χαρακτήρας των διαδικασιών. Όταν, δε, κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, οι λεπτομέρειες της ποινικής κατηγορίας μεταβάλλονται, ώστε να επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό η θέση του υπόπτου ή κατηγορουμένου, θα πρέπει αυτός να ενημερώνεται, όπου κρίνεται απαραίτητο, προκειμένου να διασφαλίζεται ο δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας και εγκαίρως προκειμένου να καθίσταται δυνατή η αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης.

Η Οδηγία 2012/13/ΕΕ έχει τύχει εκτενούς νομολογιακής επεξεργασίας από το ΔΕΕ, τα πορίσματα της οποίας είναι χρήσιμα και για την ερμηνεία του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ.

Στην υπόθεση C-612/15 (Kolev), το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ η γνωστοποίηση προς την υπεράσπιση λεπτομερών πληροφοριών σχετικά με την κατηγορία μετά τη διαβίβαση του κατηγορητηρίου στο δικαστή αλλά πριν αρχίσει εκ μέρους του η επί της ουσίας εξέταση της κατηγορίας και πριν ξεκινήσει η ενώπιόν του συζήτηση, ή, όταν πρόκειται για πληροφορίες σχετικά με μεταγενέστερες τροποποιήσεις, αφού ξεκινήσει η συζήτηση αλλά πριν από το στάδιο της διάσκεψης, υπό τον όρο ότι λαμβάνονται από τον δικαστή όλα τα αναγκαία μέτρα για τον σεβασμό των δικαιωμάτων υπεράσπισης και τη δίκαιη διεξαγωγή της διαδικασίας[34]. Η Οδηγία 2012/13/ΕΕ δεν εμποδίζει τον δικαστή να λάβει τα αναγκαία μέτρα προς τακτοποίηση του κατηγορητηρίου, εφόσον προστατεύονται δεόντως τα δικαιώματα υπεράσπισης και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη[35]. Στην ίδια υπόθεση κρίθηκε, επίσης, ότι το εθνικό δικαστήριο ενδεχομένως να επιβάλλεται να αναβάλει τη συζήτηση της υπόθεσης, όταν ανακύπτει ζήτημα μεταβολής της κατηγορίας[36].

Εξάλλου, στην υπόθεση C-216/14 (Covaci), το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αντίκειται στο άρθρο 6 της Οδηγίας εθνική ρύθμιση, με την οποία προβλέπεται ότι η προθεσμία υποβολής αντιρρήσεων κατά της ποινικής διαταγής (Strafbefehl) άρχεται από την επίδοση αυτής στον αντίκλητο που διόρισε ο κατηγορούμενος, που είναι μόνιμος κάτοικος εξωτερικού[37].

Στην υπόθεση C-646/17 (Moro) το ΔΕΕ επεσήμανε, παραπέμποντας στη νομολογία του ΕΔΔΑ, ότι η ακριβής και πλήρης ενημέρωση του κατηγορουμένου για την κατηγορία που τον βαρύνει και, συνεπώς, για τον νομικό χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξης που θα μπορούσε να του καταλογίσει ένα δικαστήριο είναι βασική προϋπόθεση της δίκαιης δίκης. Το δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με τη φύση και τον λόγο της κατηγορίας πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα του δικαιώματος του κατηγορουμένου να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Παρόμοια, το άρθρο 6 της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ, όπως ήδη από την παρ. 4 αυτού προκύπτει, δεν αποκλείει την εκ των υστέρων μεταβολή των πληροφοριών σχετικά με την κατηγορία που έχουν διαβιβαστεί στην υπεράσπιση, ιδίως όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των προσαπτόμενων πραγματικών περιστατικών, ούτε την προσθήκη στη δικογραφία νέων αποδεικτικών στοιχείων κατά τη διάρκεια της συζητήσεως. Ωστόσο, τέτοιες τροποποιήσεις και τέτοια στοιχεία πρέπει να γνωστοποιούνται στον κατηγορούμενο ή στον συνήγορό του σε χρόνο κατά τον οποίο αυτοί έχουν ακόμη τη δυνατότητα να αντιδράσουν αποτελεσματικά, πριν από το στάδιο της διάσκεψης[38].

Θα πρέπει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι ο συσχετισμός μεταξύ της ΕΣΔΑ και της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ είναι μεγάλης σημασίας, καθώς η ΕΣΔΑ καθορίζει το minimum επίπεδο προστασίας, του οποίου δεν επιτρέπεται να υπολείπεται η παρεχόμενη από το ενωσιακό δίκαιο προστασία[39]. Άλλωστε, και ο ΧΘΔΕΕ συνδέει το επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει από το επίπεδο προστασίας που παρέχει η ΕΣΔΑ για τα ίδια δικαιώματα, με την έννοια ότι το επίπεδο προστασίας του ΧΘΔΕΕ δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο από εκείνο της ΕΣΔΑ (άρθρο 52 παρ. 3 ΧΘΔΕΕ).

Επισημαίνεται ότι το άρθρο 6 παρ. 3 της Οδηγίας έχει άμεσο αποτέλεσμα, δηλαδή ο ύποπτος / κατηγορούμενος μπορεί να την επικαλεστεί ενώπιον των εθνικών αρχών / δικαστηρίων, έστω και εάν το κράτος μέλος δεν έχει ενσωματώσει την Οδηγία ή την έχει ενσωματώσει ατελώς[40].

Αναφορικά με την ενσωμάτωση της Οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο Ν 4236/2014 δεν περιλαμβάνει κάποια διάταξη, με την οποία να μεταφέρεται στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 6 της Οδηγίας. Με το άρθρο 10 του Ν 4236/2014 ενσωματώθηκαν (δια της τροποποίησης του ΚΠΔ) τα άρθρα 3 και 4 της Οδηγίας, όχι όμως και το άρθρο 6 αυτής. Το άρθρο 6 της Οδηγίας ενσωματώθηκε με τον νέο ΚΠΔ (Ν 4620/2019), με τον οποίο εισήχθη η υπό εξέταση παρ. 2 στο άρθρο 343 ΚΠΔ.

 

  1. V. Η διάταξη του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ

Μετά την ανάλυση των κρίσιμων διατάξεων της ΕΣΔΑ και της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ, που αφορούν στο δικαίωμα ενημέρωσης του κατηγορουμένου σχετικά με την εις βάρος του κατηγορία, κρίνεται σκόπιμη η ανάλυση της διάταξης του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ, τόσο στην αρχική όσο και στη σημερινή μορφή της, ο εντοπισμός τυχόν αντιθέσεων σε σχέση με τα πορίσματα της νομολογίας του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ καθώς και η έκθεση ορισμένων προτάσεων, σχετικά με την ερμηνεία της διάταξης υπό το φως της ΕΣΔΑ και της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ.

  1. Η αρχική ρύθμιση του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ

Όπως αναφέρθηκε ήδη στην εισαγωγή, με τον νέο ΚΠΔ (Ν 4620/2019) εισήχθη για πρώτη φορά η παρ. 2 στο άρθρο 343 ΚΠΔ. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νέου ΚΠΔ, σκοπός αυτής της νομοθετικής μεταβολής ήταν η διασφάλιση του δικαιώματος του κατηγορουμένου σε αποτελεσματική υπεράσπιση, «όπως αυτό προσδιορίζεται στο άρθρο 6 παρ. 1 β’ ΕΣΔΑ». Προφανώς, εννοείται το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. β’ της ΕΣΔΑ, καθώς το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. β’ ΕΣΔΑ αναφέρεται στην αρχή της δημοσιότητας της δίκης, που δεν σχετίζεται με το ρυθμιστικό αντικείμενο του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ.

Στην αρχική της διατύπωση, η ρύθμιση του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ είχε ως εξής: «Αν από την αποδεικτική διαδικασία προκύψουν νέες περιστάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να συνδεθούν με επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, το δικαστήριο, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον κατηγορούμενο, παρέχει σε αυτόν τον κατά την κρίση του αναγκαίο χρόνο προετοιμασίας. Η πιθανολογούμενη μεταβολή της κατηγορίας ουδέποτε συνιστά λόγο αναβολής της δίκης».

Η προσθήκη της παρ. 2 στο άρθρο 343 ΚΠΔ, ήρθε να καλύψει ένα σημαντικό κενό, που είχε επισημανθεί ιδίως στη θεωρία[41], αναφορικά με το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ενημερώνεται για τη μεταβολή της κατηγορίας και να του παρέχεται η δυνατότητα να προετοιμάσει την άμυνά του ενόψει της μεταβολής αυτής. Άλλωστε, η Ελλάδα επιχείρησε, μέσω της παραπάνω ρύθμισης, να ανταποκριθεί, έστω καθυστερημένα, στην υποχρέωσή της να μεταφέρει στο εσωτερικό της δίκαιο το άρθρο 6 της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ, αλλά και να εναρμονίσει την εσωτερική έννομη τάξη της με τα πορίσματα της νομολογίας του ΕΔΔΑ κατά την ερμηνεία του άρθρου 6 παρ. 3 στοιχ. α’ και β’ ΕΣΔΑ.

Αναφορικά με τη διάταξη του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ, στην αρχική της μορφή, μπορούν να παρατηρηθούν τα ακόλουθα:

  1. i) Καταρχάς, όπως φαίνεται από το σημείο στο οποίο τίθεται η διάταξη στον ΚΠΔ (διαδικασία στο ακροατήριο) και από τη διατύπωσή της («αν από την αποδεικτική διαδικασία»), αυτή έχει εφαρμογή στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία και, μάλιστα, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας. Δεν προσδιορίζεται το πότε θα πρέπει να λάβει χώρα η σχετική ενημέρωση: πριν ή μετά την πρόταση του εισαγγελέα επί της ενοχής;
  2. ii) Επίσης, παρατηρείται ότι για την ενεργοποίηση της υποχρέωσης του δικαστηρίου να παράσχει στον κατηγορούμενο τον αναγκαίο, κατά την κρίση του, χρόνο προετοιμασίας σχετικά με τη μεταβληθείσα κατηγορία, θα πρέπει πρώτα να έχει υποβάλει σχετικό αίτημα ο κατηγορούμενος. Πρόκειται για μια ακατανόητη προϋπόθεση, υπό την έννοια ότι θα πρέπει ο ίδιος ο κατηγορούμενος να προβλέψει – «διαβάσει» τη σκέψη του δικαστηρίου και να μαντέψει, ουσιαστικά, εάν το δικαστήριο προσανατολίζεται σε μεταβολή της κατηγορίας.

iii) Τέλος, ορίζεται ότι η πιθανολογούμενη μεταβολή της κατηγορίας ουδέποτε συνιστά λόγο αναβολής της δίκης. Επομένως, ο μόνος δρόμος που αφήνεται ανοικτός είναι αυτός της διακοπής της δίκης (βλ. άρθρα 375 παρ. 3, 4, 402 ΚΠΔ), όπως ρητά αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νέου ΚΠΔ[42]. Πρόκειται για υπέρμετρα στενά στην πράξη χρονικά περιθώρια, δεδομένου ότι τέτοια μπορεί να διαταχθεί ακόμη και για μία ημέρα, και μέχρι δεκαπέντε ημερολογιακές ημέρες ή τριάντα εργάσιμες ημέρες αντίστοιχα προκειμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα[43]. Σκοπός του περιορισμού αυτού είναι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, η αποφυγή περιπτώσεων καταχρηστικής άσκησης του σχετικού δικαιώματος του κατηγορουμένου[44]. Όπως θα δούμε παρακάτω, ο εν λόγω περιορισμός διατηρήθηκε και υπό τη νέα μορφή του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν 4855/2021.

  1. Η § 265 γερμΚΠΔ (StPO) και η σύγκρισή της με την αρχική διατύπωση του άρθρου 343 §2 ΚΠΔ.

Πρότυπο της διάταξης αποτέλεσε, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νέου ΚΠΔ, η § 265 του γερμανικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (StPO), που τιτλοφορείται «Μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού ή της πραγματικής βάσης» (“Veränderung des rechtlichen Gesichtspunktes oder der Sachlage”).

Στην § 265 παρ. 1 StPO ορίζεται ότι ο κατηγορούμενος δεν επιτρέπεται να δικαστεί με βάση διαφορετικές ποινικές διατάξεις («διαφορετικό ποινικό νόμο» = “auf Grund eines anderes […] Strafgesetzes”), από εκείνες που αναφέρονται στο αρχικό κατηγορητήριο, χωρίς προηγουμένως να ενημερωθεί για τη μεταβολή του νομικού χαρακτηρισμού και χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία να αμυνθεί. Σκοπός της διάταξης, κατά τη νομολογία του Ομοσπονδιακού Γερμανικού Ακυρωτικού, είναι η προστασία του κατηγορουμένου από εκπλήξεις και η παρεμπόδιση του περιορισμού του δικαιώματος άμυνάς του[45]. Σημειωτέον ότι, κατά την ερμηνεία της § 265 παρ. 1 StPO από τη γερμανική θεωρία και νομολογία, υποστηρίζεται ότι η υποχρέωση ενημέρωσης ενεργοποιείται και στην περίπτωση όπου του δικαστήριο προσανατολίζεται σε νομικό χαρακτηρισμό που καθιστά ευμενέστερη τη θέση του κατηγορουμένου· η απειλούμενη στον νόμο ποινή δεν παίζει κανέναν ρόλο[46].

Επιπλέον, στην § 265 παρ. 2 StPO ορίζεται ότι, το δικαστήριο οφείλει να ενημερώσει τον κατηγορούμενο και στην περίπτωση κατά την οποία ανακύπτουν νέα πραγματικά περιστατικά, που, κατά τον νόμο, επαυξάνουν την ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου (§ 265 παρ. 2 περ. 1 StPO) ή στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο πρόκειται να παρεκκλίνει από την αρχική, πραγματική ή νομική αξιολόγηση (§ 265 παρ. 2 περ. 2 StPO), ή στην περίπτωση όπου η γνωστοποίηση της μεταβολής της πραγματικής βάσης κρίνεται απαραίτητη για την επαρκή άμυνα του κατηγορουμένου (§ 265 παρ. 2 περ. 3 StPO).

Από τις παραπάνω διατάξεις, προκύπτει ότι απαιτούνται δύο στοιχεία: αφενός η ενημέρωση θα πρέπει να είναι τέτοια, ώστε ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του να μπορούν να γνωρίζουν την αξιόποινη πράξη, τη διάταξη του ποινικού νόμου που κατά την άποψη του δικαστηρίου είναι εφαρμοστέα και τα πραγματικά περιστατικά που, κατά την κρίση του δικαστηρίου, πληρούν τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος[47].

Επίσης, προβλέπεται ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να υποβάλει αίτημα για αναστολή της διαδικασίας, όταν αμφισβητεί νεότερες περιστάσεις που οδηγούν σε χειροτέρευση της θέσης του, ισχυριζόμενος ότι δεν είχε επαρκή χρόνο για να προετοιμαστεί (§ 265 παρ. 3 StPO). Το δικαστήριο πάντως μπορεί και αυτεπαγγέλτως να αναστείλει τη διαδικασία σε περίπτωση μεταβολής της πραγματικής βάσης, όταν τούτο κρίνεται αναγκαίο για την επαρκή προετοιμασία του κατηγορουμένου.

Η ενημέρωση κατά την § 265 StPO είναι δυνατόν να γίνει οποτεδήποτε. Με δεδομένο ότι η διάταξη συνδέει την υποχρέωση ενημέρωσης με το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, το δικαστήριο θα πρέπει να ενημερώσει τον κατηγορούμενο όσο το δυνατόν νωρίτερα[48].

Κατά την κρατούσα γνώμη στη γερμανική θεωρία[49], η ενημέρωση πρέπει να λαμβάνει χώρα προς τον κατηγορούμενο προσωπικά. Κατά τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, δεν απαιτείται η ενημέρωση του συνηγόρου υπεράσπισης. Κατά τη γερμανική θεωρία, όταν υπάρχουν περισσότεροι κατηγορούμενοι, η ενημέρωση πρέπει να γίνει προς τον καθένα προσωπικά. Διαφορετική είναι η θέση της νομολογίας, σύμφωνα με την οποία Σε περίπτωση απουσίας του κατηγορουμένου, το δικαστήριο οφείλει και πάλι να τον ενημερώσει. Όταν ο κατηγορούμενος είναι ο ίδιος απών και δεν εκπροσωπείται από συνήγορο, τότε η υπόθεση πρέπει να αναβληθεί, ο κατηγορούμενος να κλητευθεί στη νέα δικάσιμο και με την κλήση να του γνωστοποιηθεί ότι το δικαστήριο προσανατολίζεται σε μεταβολή της κατηγορίας[50].

Παρά το γεγονός ότι η § 265 StPO αποτέλεσε πρότυπο του άρθρο 343 παρ. 2 ΚΠΔ οι διαφορές μεταξύ των δύο εθνικών ρυθμίσεων είναι σημαντικές:

  1. i) Πρώτον, η § 265 StPO δεν εξαρτά την ενεργοποίηση της υποχρέωσης του δικαστηρίου να ενημερώσει τον κατηγορούμενο για τη μεταβολή της κατηγορίας (Hinweispflicht) από την προηγούμενη υποβολή από μέρους του σχετικού αιτήματος. Όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια, η διαφορά αυτή εξαλείφθηκε με τον Ν 4855/2021.
  2. ii) Δεύτερον, η § 265 StPO δεν αποκλείει τη δυνατότητα αναβολής της υπόθεσης, προκειμένου ο κατηγορούμενος να έχει τον κατάλληλο χρόνο για να προετοιμάσει την άμυνά του. Το άρθρο 343 παρ. 2 ΚΠΔ παρέχει μόνο τη δυνατότητα διακοπής της δίκης και για το απαραίτητο, κατά την κρίση του δικαστηρίου, χρονικό διάστημα.

 

  1. Η ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ

Με το άρθρο 135 του Ν 4855/2021 αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 343 ΚΠΔ, η οποία έλαβε την παρακάτω μορφή: «Εφόσον το δικαστήριο μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και πριν από την απόφαση για την ενοχή, προσανατολίζεται σε βελτίωση της κατηγορίας ή ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, οφείλει να ενημερώσει τον παρόντα κατηγορούμενο και να του δώσει τον αναγκαίο χρόνο προετοιμασίας. Η πιθανολογούμενη βελτίωση της κατηγορίας ή ο ορθότερος νομικός χαρακτηρισμός ουδέποτε συνιστούν λόγο αναβολής της δίκης».

Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν 4855/2021, η αναδιατύπωση της παρ. 2 κρίθηκε αναγκαία για να διευκρινιστεί απολύτως ότι η διάταξη αφορά και στη βελτίωση της κατηγορίας και τον ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, επιπλέον δε για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο επιβάρυνσης της θέσης του κατηγορουμένου από το δικαστήριο με την απαγγελία της απόφασής του, χωρίς να έχει ακουστεί προηγουμένως ο κατηγορούμενος[51].

Με τη νέα διάταξη:

  1. i) Διευκρινίστηκε ότι το καθήκον ενημέρωσης του δικαστηρίου ενεργοποιείται μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και πριν από την απόφαση για την ενοχή, άρα, κατ’ απώτατο χρονικό σημείο, αμέσως μετά την πρόταση του εισαγγελέα επί της ενοχής. Όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια, κατά την αληθή έννοια της διάταξης και κατά τη σύμφωνη με την ΕΣΔΑ ερμηνεία της, η ενημέρωση μπορεί να λάβει χώρα και σε προγενέστερο χρονικό σημείο.
  2. ii) Πλέον ορίζεται ότι το δικαστήριο οφείλει να ενημερώσει τον κατηγορούμενο αυτεπαγγέλτως, χωρίς, δηλαδή, να απαιτείται η υποβολή αιτήματος από μέρους του, όπως προέβλεπε η αρχική διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 343 ΚΠΔ. Πρόκειται για αναγκαία τροποποίηση, καθώς, όπως ήδη επισημάνθηκε, η προηγούμενη διατύπωση έθετε σε σοβαρό κίνδυνο το υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορούμενου, ο οποίος έπρεπε να προβλέψει τις προθέσεις του δικαστηρίου και ήταν πολύ πιθανό να βρισκόταν προ τετελεσμένων, δηλαδή να πληροφορούταν τη μεταβολή της κατηγορίας με την κήρυξή του ως ενόχου. Ως προς αυτό το σημείο, λοιπόν, η ελληνική έννομη τάξη εναρμονίστηκε με το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. α’ και β’ της ΕΣΔΑ και το άρθρο 6 της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ.

iii) Διορθώθηκε η έκφραση «επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας» σε «βελτίωση της κατηγορίας ή ορθότερος νομικός χαρακτηρισμός». Πράγματι, κάθε μεταβολή της κατηγορίας είναι απαγορευμένη, δηλαδή δεν υφίσταται ουσιαστικά η διάκριση μεταξύ «επιτρεπτής» και «ανεπίτρεπτης» μεταβολής της κατηγορίας. Στην πράξη, πάντως, έχει επικρατήσει απολύτως η παραπάνω διάκριση[52] και για λόγους ευκολίας χρησιμοποιείται και στην παρούσα. Η επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας αντιστοιχεί στη βελτίωση της κατηγορίας, ενώ ο ορθότερος νομικός χαρακτηρισμός δεν αποτελεί κατά κυριολεξία μεταβολή της κατηγορίας, αφού δεν αναφέρεται σε μεταβολή των πραγματικών περιστατικών, αλλά του νομικού χαρακτηρισμού της πράξης.

  1. iv) Επαναλαμβάνεται ότι η βελτίωση της κατηγορίας ή ορθότερος νομικός χαρακτηρισμός δεν αποτελούν λόγο αναβολής της δίκης.

 

  1. Ερμηνεία της νέας διάταξης υπό το φως της ΕΣΔΑ και της ενωσιακής νομοθεσίας

Μετά τις ανωτέρω αναπτύξεις σχετικά με το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. α’ και β’ ΕΣΔΑ, το άρθρο 6 της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ αλλά και την § 265 StPO, μπορούμε να προχωρήσουμε, εφοδιασμένοι με τα χρήσιμα ερμηνευτικά πορίσματα που αντλήθηκαν από τις παραπάνω αναλύσεις, στην ερμηνεία της νέας διάταξης του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν 4855/2021.

Καταρχάς, μόλις που χρειάζεται να επισημανθεί ότι το άρθρο 343 παρ. 2 ΚΠΔ δεν έχει την έννοια ότι το δικαστήριο μπορεί να προβεί ακόμη και σε «ανεπίτρεπτη» μεταβολή της κατηγορίας, εφόσον ενημερώσει προηγουμένως σχετικά τον κατηγορούμενο. Η μεταβολή της κατηγορίας απαγορεύεται και επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. β’ ΚΠΔ.

Αναφορικά με το περιεχόμενο της ενημέρωσης, αυτή πρέπει να περιλαμβάνει τόσο τα πραγματικά περιστατικά και τον νομικό χαρακτηρισμό της πράξης. Θα πρέπει, δηλαδή, να διατυπώνεται κατά περιεχόμενο σε αντιστοιχία με την αρχική κατηγορία. Δεν μπορούν να διατυπωθούν εκ των προτέρων κανόνες για το περιεχόμενο της ενημέρωσης, αλλά ο βαθμός εξειδίκευσής της πρέπει να κρίνεται κατά περίπτωση[53]. Κατά μία άποψη στη γερμανική θεωρία[54], δεν απαιτείται η γνωστοποίηση της παραγράφου του άρθρου του ΠΚ που πρόκειται να εφαρμοστεί και αρκεί η απλή αναφορά στο άρθρο του ΠΚ. Πολλώ, δε, μάλλον δεν απαιτείται η ανάγνωση του κειμένου της διάταξης.

Όσον αφορά το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να λάβει χώρα η ειδοποίηση, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 343 ΚΠΔ, τοποθετεί αυτό το αργότερο πριν την απόφαση επί της ενοχής. Ωστόσο, όπως ήδη επισημάνθηκε, η ενημέρωση μπορεί να λάβει χώρα κατά πάντα χρόνο, δηλαδή και προ του χρονικού σημείου αυτού. Επομένως, η ενημέρωση μπορεί να γίνει έγκυρα και κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας.

Περαιτέρω, ο περιορισμός που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 343 ΚΠΔ, ότι δεν δικαιολογείται η αναβολή της δίκης σε περίπτωση βελτίωσης της κατηγορίας ή ορθότερου νομικού χαρακτηρισμού, πρέπει να κριθεί ανεφάρμοστος, ως αντικείμενος στο άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. α’ και β’ της ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, όπως αναφέρθηκε ήδη, στον κατηγορούμενο πρέπει να παρέχεται ο αναγκαίος χρόνος για την προετοιμασία του. Με δεδομένο ότι τα χρονικά περιθώρια που παρέχει ο θεσμός της διακοπής της δίκης είναι ιδιαίτερα στενά (άρθρα 375 παρ. 3, 4 και 402 ΚΠΔ), η αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης ενδέχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να κρίνεται αναγκαία για τη διασφάλιση του δικαιώματος του κατηγορουμένου να αμυνθεί.

Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να εξεταστεί και η παρακάτω περίπτωση, όπου συμπλέκονται τα ζητήματα της «επιτρεπτής» μεταβολής της κατηγορίας και της αρμοδιότητας: το δικαστήριο κρίνει, μετά την αποδεικτική διαδικασία, ότι η πράξη που φέρεται να δικαστεί ενώπιόν του έχει τον χαρακτήρα κακουργήματος και όχι πλημμελήματος, και παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο (άρθρο 120 παρ. 4 ΚΠΔ). Εδώ, στην κατ’ άρθρο 343 παρ. 2 ΚΠΔ ενημέρωση του κατηγορουμένου προβαίνει το παραπέμπον δικαστήριο, ενώ ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ της έκδοσης της παραπεμπτικής απόφασης και της συζήτησης στο ακροατήριο του δικαστηρίου της παραπομπής θα είναι, κατά κανόνα, επαρκής για την προετοιμασία της άμυνας του κατηγορουμένου.

Η διάταξη του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ προϋποθέτει ότι ο κατηγορούμενος είναι παρών. Κατά την ερμηνεία της αντίστοιχης § 265 StPO, γίνεται δεκτό ότι το δικαστήριο οφείλει να μεριμνήσει για την ενημέρωση του κατηγορουμένου, ακόμη και όταν αυτός είναι απών και δεν εκπροσωπείται από συνήγορο, διατάσσοντας την αναβολή της δίκης και ενημερώνοντας με κλήση τον κατηγορούμενο για τη μεταβολή της κατηγορίας. Νομίζω ότι η ερμηνεία αυτή πρέπει να μεταφερθεί και στο πλαίσιο του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ, καθώς το δικαίωμα ενημέρωσης του κατηγορουμένου δεν μπορεί να διασφαλιστεί με διαφορετικό τρόπο. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ενημερώνεται ότι σε περίπτωση απουσίας του θα δικαστεί ερήμην (άρθρο 321 παρ. 2 εδ. β’ ΚΠΔ), δεν καλύπτει, βέβαια, και την περίπτωση που το δικαστήριο προσανατολίζεται σε μεταβολή της κατηγορίας. Η ενημέρωση του κατηγορουμένου σχετικά με τις συνέπειες της εμφάνισής του διασφαλίζει το δικαίωμα παρουσίας του στο ακροατήριο. Το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει αυτοτελές δικαίωμα στον κατηγορούμενο να είναι παρών (αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου) στο ακροατήριο στη διάρκεια της ποινικής δίκης. Το εν λόγω δικαίωμα συνάγεται ερμηνευτικά, καταρχάς, από την εγγύηση της δημοσιότητας αλλά και από τη σκέψη, ότι η απόλαυση και αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του άρθρου 6 παρ. 3 ΕΣΔΑ είναι εφικτή, μόνο όταν ο κατηγορούμενος είναι παρών στο ακροατήριο[55]. Η δίκη μπορεί να διεξαχθεί απουσία του κατηγορουμένου, εφόσον ο τελευταίος παραιτήθηκε, ρητώς ή σιωπηρώς/εμμέσως, από το δικαίωμά του να παραστεί στο ακροατήριο. Ειδικότερα, η σιωπηρή (έμμεση[56]) παραίτηση συνάγεται, συνήθως, από τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Ωστόσο, να υπογραμμιστεί ότι, προκειμένου να συναχθεί σιωπηρή/έμμεση παραίτηση, θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος μπορούσε να προβλέψει τις συνέπειες της συμπεριφοράς του[57]. Συναφώς, ο κατηγορούμενος δεν φέρει το βάρος να αποδείξει ότι η απουσία του δεν οφειλόταν στην προσπάθειά του να αποφύγει τη δίκη ή ότι οφειλόταν σε λόγους ανωτέρας βίας. Εξάλλου, προκειμένου να είναι έγκυρη η παραίτηση από ορισμένες θεμελιώδεις εγγυήσεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (μεταξύ των οποίων και η παράσταση στο ακροατήριο), αυτή (η παραίτηση) θα πρέπει να πληροί τα κριτήρια της «μετά λόγου γνώσεως» παραίτησης, όπως έχουν διαπλασθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου (knowing and intelligent waiver)[58].

Αναφέρθηκε παραπάνω ότι, κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, θεωρείται ότι ο κατηγορούμενος μπορούσε να προβλέψει τη μεταβολή της κατηγορίας, όταν η τελευταία αφορά σε ένα στοιχείο «εγγενές» (intrinsic) της αρχικής κατηγορίας[59]. Στις περιπτώσεις αυτές, λοιπόν, δεν υφίσταται παραβίαση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. α’ ΕΣΔΑ, διότι δεν έχει βληθεί το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου (άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. β’ ΕΣΔΑ). Φρονώ ότι αυτός ο περιορισμός του δικαιώματος ενημέρωσης, όπως εισάγεται στη νομολογία του δικαστηρίου του Στρασβούργου, δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελεί κριτήριο με βάση το οποίο το δικαστήριο θα κρίνει αν οφείλει ή δεν οφείλει να ενημερώσει τον κατηγορούμενο για τη μεταβολή της κατηγορίας. Απεναντίας, το δικαστήριο πρέπει πάντοτε να ενημερώνει τον κατηγορούμενο ότι προσανατολίζεται σε ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό ή σε βελτίωση της κατηγορίας. Απλώς, εάν τυχόν παραλειφθεί η ενημέρωση, τότε ενδέχεται η παράλειψη αυτή να μην έχει δικονομικές συνέπειες, υπό την έννοια ότι δεν παραβιάστηκε συγκεκριμένο υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου (πρβλ. άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ).

Διευκρίνηση απαιτείται, περαιτέρω, και για το αν το καθήκον ενημέρωσης ενεργοποιείται και στην περίπτωση όπου η βελτίωση της κατηγορίας ή ο ορθότερος νομικός χαρακτηρισμός είναι προς όφελος και όχι εις βάρος του κατηγορούμενου. Στη γερμανική θεωρία διατυπώνεται η θέση ότι, του νόμου μη διακρίνοντος, ενημέρωση απαιτείται σε κάθε περίπτωση. Το άρθρο 343 παρ. 2 ΚΠΔ, όπως και η αντίστοιχη γερμανική διάταξη, δεν κάνει καμία διάκριση. Πράγματι, το δικαίωμα ενημέρωσης του κατηγορουμένου για την αιτία και τη φύση της πράξης για την οποία κατηγορείται δεν εξαρτάται από το αν η μεταβολή είναι επί τα χείρω ή επί τα βελτίω. Ωστόσο, με δεδομένο ότι το δικαίωμα ενημέρωσης συσχετίζεται με το δικαίωμα υπεράσπισης, υπό την έννοια ότι το δεύτερο επικαθορίζει το εύρος του πρώτου, ορθότερος θα ήταν (και για λόγους οικονομίας του χρόνου) ο τελολογικός περιορισμός του εύρους του καθήκοντος ενημέρωσης σε εκείνες μόνο τις περιπτώσεις που η παράλειψή του οδήγησε σε παραβίαση του δικαιώματος υπεράσπισης[60]. Διότι, ο κατηγορούμενος ενδέχεται να ήθελε να αποσείσει ακόμη και την εις βάρος του ευμενέστερη κατηγορία[61]. Σε τέτοιες περιπτώσεις, σαφώς θα έχει παραβιασθεί το καθήκον ενημέρωσης. Παραβίαση της υποχρέωσης ενημέρωσης δεν υφίσταται κατά τη γερμανική νομολογία, όταν επί περισσότερων πράξεων, το δικαστήριο αθωώνει τον κατηγορούμενο για μία από αυτές[62]. Ενημέρωση απαιτείται και όταν η νέα (μετά τη μεταβολή) πράξη διώκεται κατ’ έγκληση[63].

Συγκεκριμένος τύπος με τον οποίο πρέπει να γίνεται η ενημέρωση δεν τάσσεται. Συνήθως αυτή θα γίνεται προφορικά, με την εξαίρεση της περίπτωσης όπου ο κατηγορούμενος απουσιάζει, οπότε η ενημέρωση θα πρέπει να γίνει με την κλήση που του επιδίδεται και με την οποία του γνωστοποιείται η μετ’ αναβολή δικάσιμος. Το ότι ο κατηγορούμενος ενημερώθηκε για τη μεταβολή της κατηγορίας διασφαλίζεται από τα πρακτικά της συζήτησης[64]. Κατά τα γινόμενα δεκτά στη γερμανική νομολογία, στα πρακτικά πρέπει να καταγράφεται αφενός το γεγονός ότι έλαβε χώρα η ενημέρωση από το δικαστήριο, αφετέρου το ουσιώδες περιεχόμενο της ενημέρωσης, χωρίς να απαιτείται ακριβής καταγραφή του τι πράγματι ειπώθηκε[65]. Έτσι, βέβαια, σχετικοποιείται η εγγυητική λειτουργία των πρακτικών σε σχέση με την τήρηση του καθήκοντος ενημέρωσης από το δικαστήριο[66].

Μετά την ενημέρωση, το δικαστήριο πρέπει να παράσχει στον κατηγορούμενο τον απαραίτητο χρόνο για την προετοιμασία του. Αν η ενημέρωση γίνει μετά την αγόρευση του συνηγόρου υπεράσπισης, τότε θα πρέπει να του δοθεί και πάλι ο λόγος, ανεξάρτητα από το αν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα[67]. Το πόσος είναι ο «κατάλληλος χρόνος» είναι ζήτημα που κρίνεται κατά περίπτωση και ενόψει των δεδομένων της κάθε υπόθεσης. Κρίσιμα μεγέθη είναι το αν η μεταβολή αφορά στον νομικό χαρακτηρισμό ή πρόκειται για βελτίωσης της κατηγορίας, η βαρύτητα της μεταβολής, η πυκνότητα του αποδεικτικού υλικού, βάσει του οποίου το δικαστήριο προσανατολίστηκε στη μεταβολή της κατηγορίας κ.λπ. Όπως ήδη επισημάνθηκε, η πρόβλεψη του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ, ότι σε καμία περίπτωση δεν συγχωρείται αναβολή της υπόθεσης ενόψει της βελτίωσης της κατηγορίας ή του ορθότερου νομοθετικού χαρακτηρισμού, είναι προβληματική ως προς τη συμφωνία της με το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. α’ και β’ της ΕΣΔΑ. Η αιτιολογία ότι αντίθετη ρύθμιση θα άφηνε ανοικτό πεδίο για παρελκυστικές πρακτικές δεν είναι πειστική. Το δικαστήριο θα έπρεπε να είναι ελεύθερο να αποφασίζει πόσος είναι ο χρόνος που, κατά την κρίση του και λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της κάθε περίπτωσης, θα πρέπει να παράσχει στον κατηγορούμενο. Επομένως, ο a priori αποκλεισμός της οδού της αναβολής δεν είναι συμβατός με τις προαναφερθείσες διατάξεις της ΕΣΔΑ, καθώς ενδέχεται, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, το χρονικό διάστημα που επιτρέπει ο θεσμός της διακοπής της δίκης να μεσολαβήσει μεταξύ της ειδοποίησης και της διεξαγωγής της δίκης να μην είναι αρκετό για την προετοιμασία του κατηγορουμένου. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει το εδ. β’ του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ να παραμένει ανεφάρμοστο και το δικαστήριο να αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης, όταν κρίνει ότι αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για την προετοιμασία του κατηγορουμένου.

Σε περίπτωση, τώρα, που το δικαστήριο παραβιάσει το καθήκον ενημέρωσης (άρθρο 343 παρ. 2 ΚΠΔ), ήτοι δεν ενημερώσει καθόλου τον κατηγορούμενο ή τον ενημερώσει ατελώς, ή εάν το δικαστήριο ενημερώσει μεν πλήρως τον κατηγορούμενο, αλλά δεν του παρέχει τον αναγκαίο χρόνο για την προετοιμασία του, τότε τίθεται ζήτημα απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ, λόγω παραβίασης υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου[68]. Μοιραία, εφόσον το ίδιο το ΕΔΔΑ συνδέει την παραβίαση του δικαιώματος ενημέρωσης (άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. α’ ΕΣΔΑ) με το δικαίωμα υπεράσπισης (άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. β’ ΕΣΔΑ), προσαπαιτώντας για τη διαπίστωση της πρώτης την παραβίαση και του δεύτερου δικαιώματος, το ίδιο σχήμα μεταφέρεται και στην εθνική δικονομική έννομη τάξη. Και τούτο, διότι η ακυρότητα του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ αντανακλά παραβιάσεις δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται, μεταξύ άλλων νομοθετικών κειμένων, στην ΕΣΔΑ. Ως εκ τούτου, αν δεν υφίσταται παραβίαση της ΕΣΔΑ, δεν υφίσταται και απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ, εφόσον φυσικά ως βάση του δικαιώματος του κατηγορουμένου θεωρηθούν οι ανωτέρω διατάξεις της ΕΣΔΑ. Ωστόσο, το άρθρο 343 παρ. 2 ΚΠΔ, αποτελεί αυτοτελώς διάταξη η οποία καθορίζει την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, κατά την έννοια του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ, ώστε η παραβίασή της να επάγεται απόλυτη ακυρότητα. Εντούτοις, αν η διάταξη του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της ΕΣΔΑ και της συναφούς με το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. α’ ΕΣΔΑ νομολογίας του ΕΔΔΑ, τότε η κανονιστική της εμβέλεια, σε επίπεδο εννόμων συνέπειων από την παραβίασή της, θα περιοριστεί σε εκείνες τις περιπτώσεις, που εξαιτίας της παραβίασης του καθήκοντος ενημέρωσης, διαπιστώνεται ότι προσβλήθηκε με συγκεκριμένο τρόπο το δικαίωμα του κατηγορουμένου σε αποτελεσματική υπεράσπιση, που σε περίπτωση παντελούς έλλειψης ενημέρωσης θα είναι μάλλον αυτονόητη.

Εξάλλου, και το ίδιο το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ αναφέρεται σε διάταξη που καθορίζει την υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Ο όρος υπεράσπιση πρέπει να νοηθεί υπό ευρεία έννοια και σε αυτόν υπάγονται όλες οι διατάξεις, που συμβάλλουν με οποιονδήποτε τρόπο στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου[69], τέτοια, δε, διάταξη αποτελεί χωρίς αμφιβολία το άρθρο 343 παρ. 2 ΚΠΔ.

 

  1. VI. Καταληκτικές σκέψεις

Η διάταξη του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ δεν έχει αποτελέσει ακόμη αντικείμενο επεξεργασίας από την ελληνική νομολογία και θεωρία. Επομένως, η ανάλυσή της έχει την εγγενή δυσκολία της προσπάθειας συγκερασμού των πορισμάτων της νομολογίας του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, αλλά και των δικαστηρίων συγγενών εννόμων τάξεων με όμοιες διατάξεις. Μένει να φανεί στην πράξη το πως θα εφαρμοστεί η διάταξη, σε ποια έκταση και με ποιες συνέπειες θα συνδεθεί η παραβίασή της.

Τα πορίσματα της νομολογίας του ΕΔΔΑ, του ΔΕΕ αλλά και της γερμανικής νομολογίας και θεωρίας θα φανούν χρήσιμα για την ερμηνεία της νέας ρύθμισης και πρέπει να αποτελέσουν οδηγό (ιδίως, οι θέσεις του ΕΔΔΑ). Αναμένεται ότι με τη νέα διάταξη θα ανοίξει ένα νέο πεδίο, στο οποίο θα σημειωθεί σημαντική νομολογιακή κίνηση, ακόμα και σε επίπεδο Ακυρωτικού, δεδομένου ότι η μεταβολή της κατηγορίας δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο στην ελληνική δικαστηριακή πράξη.

[1] Με πρόταση του Α. Τζαννετή (βλ. αιτιολογική έκθεση Ν 4620/2019, σ. 99, υποσημ. 3).

[2] Βλ. αιτιολογική έκθεση Ν 4620/2019, σ. 103.

[3] Και όχι το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. β’ ΕΣΔΑ, το οποίο από προφανή παραδρομή αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του Ν 4620/2019. Βλ. ΕΔΔΑ [Ευρεία Σύνθεση], Απόφαση της 25.3.1999, Pelissier και Sassi κατά Γαλλίας· ΕΔΔΑ, Απόφαση της 24.7.2007, Nuutinen κατά Φινλανδίας· ΕΔΔΑ, Απόφαση της 9.10.2008, Abramyan κατά Ρωσίας.

[4] Βλ. A. Norouzi εις: C. Knauer / H. Kundlich / H. Schneider, Münchener Kommentar zur StPO, 2016, StPO § 265.

[5] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 12.1.2012, Iglin κατά Ουκρανίας, § 65· ΕΔΔΑ, Απόφαση της 15.11.2007, Galstyan κατά Αρμενίας, § 84.

[6] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 20.9.2011, OAO Neftyanaya Kompaniya Yukos κατά Ρωσίας, § 540.

[7] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 31.3.2005, Mattick κατά Γερμανίας.

[8] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 18.1.2022, Nevzlin κατά Ρωσίας, §§ 144-150, όπου για τη μελέτη δικογραφίας 19.000 σελίδων δόθηκε χρόνος 14 ημερολογιακών ημερών.

[9] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 11.4.2013, Vyerentsov κατά Ουκρανίας, §§ 75-77.

[10] Βλ. ΕΔΔΑ [Ευρεία Σύνθεση], Απόφαση της 25.3.1999, Pelissier και Sassi κατά Γαλλίας, § 62.

[11] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 2.10.2001, G.B. κατά Γαλλίας, §§ 60-62.

[12] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 2.10.2001, G.B. κατά Γαλλίας, §§ 69-70.

[13] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 17.7.2001, Sadak και λοιποί κατά Τουρκίας (Νο. 1).

[14] Βλ. ΕΔΔΑ [Ευρεία Σύνθεση], Απόφαση της 25.3.1999, Pelissier και Sassi κατά Γαλλίας.

[15] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 5.9.2006, Backstrom και Anderson κατά Σουηδίας.

[16] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 10.9.2009, Τσαγγαράκης κατά Ελλάδας.

[17] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 19.11.2019, Razvozzhayev κατά Ρωσίας και Ουκρανία και Udaltsov κατά Ρωσίας, § 252.

[18] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 19.11.2019, Razvozzhayev κατά Ρωσίας και Ουκρανία και Udaltsov κατά Ρωσίας, §§ 253-254.

[19] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 8.12.1998, Padin Gestoso κατά Ισπανίας (παραδεκτό)· ΕΔΔΑ, Απόφαση της 20.1.2005, Mayzit κατά Ρωσίας, § 79.

[20] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 5.7.2022, Lilian Erhan κατά Δημοκρατίας της Μολδαβίας, §§ 20-21.

[21] Επομένως το δικαίωμα προετοιμασίας (άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. β’ ΕΣΔΑ) επικαλύπτεται με το δικαίωμα υπεράσπισης (άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. γ’ ΕΣΔΑ).

[22] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 25.7.2000, Mattoccia κατά Ιταλίας, § 59.

[23] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 20.4.2006, I.H. και λοιποί κατά Αυστρίας, § 34.

[24] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 24.10.1996, de Salvador Torres κατά Ισπανίας, § 33· ΕΔΔΑ, Απόφαση της 17.7.2001, Sadak και λοιποί κατά Τουρκίας (Νο. 1), §§ 52 και 56· ΕΔΔΑ, Απόφαση της 24.4.2007, Juha Nuutinen κατά Φινλανδίας, § 32.

[25] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 24.10.1996, de Salvador Torres κατά Ισπανίας, § 33.

[26] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 17.7.2001, Sadak και λοιποί κατά Τουρκίας (Νο. 1), §§ 52 και 56.

[27] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 7.1.2010, Penev κατά Βουλγαρίας, § 41.

[28] Βλ. ΕΔΔΑ [Ευρεία Σύνθεση], Απόφαση της 25.3.1999, Pelissier και Sassi κατά Γαλλίας, § 62· ΕΔΔΑ, Απόφαση της 25.1.2011, Block κατά Ουγγαρίας, § 24· ΕΔΔΑ, Απόφαση της 8.10.2013, Haxhia κατά Αλβανίας, §§ 137-138· ΕΔΔΑ, Απόφαση της 26.6.2018, Pereira Cruz και λοιποί κατά Πορτογαλίας, § 198.

[29] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 1.3.2001, Dallos κατά Ουγγαρίας, §§ 49-52· ΕΔΔΑ, Απόφαση της 20.4.2006, I.H. και λοιποί κατά Αυστρίας, §§ 36-38.

[30] Βλ. ΕΔΔΑ [Ευρεία Σύνθεση], Απόφαση της 25.3.1999, Pelissier και Sassi κατά Γαλλίας, § 54· ΕΔΔΑ, Απόφαση της 1.3.2001, Dallos κατά Ουγγαρίας, § 47. Βλ. και Γ. Τριανταφύλλου εις: Λ. Κοτσαλή, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Ποινικό Δίκαιο – Ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 1-10 ΕΣΔΑ, σ. 523.

[31] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 25.7.2000, Mattoccia κατά Ιταλίας, § 60.

[32] Βλ. Η. Αναγνωστόπουλο, Το δικαίωμα διερμηνείας, μετάφρασης και ενημέρωσης – Η νομολογιακή πρόσληψη και ο νέος ΚΠΔ εις: Πρακτικά 8ου Συνεδρίου Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, Η Ποινική Δικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τάσεις και Προκλήσεις, σ. 119.

[33] Βλ. αιτιολογική σκέψη 42 της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ, σύμφωνα με την οποία «οι διατάξεις της […] οδηγίας που αφορούν δικαιώματα αντίστοιχα με εκείνα τα οποία εγγυάται η ΕΣΔΑ θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται σύμφωνα με τα δικαιώματα αυτά, όπως έχουν ερμηνευθεί στη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου».

[34] Βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 5.6.2018, Kolev, C-612/15.

[35] Βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 21.10.2021, ZX, C-282/20.

[36] Βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 5.6.2018, Kolev, C-612/15, § 96.

[37] Βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 15.10.2015, Covaci, C-216/14.

[38] Βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 13.6.2019, Moro, C-646/17.

[39] Βλ. και αιτιολογική σκέψη 40 της Οδηγίας 2012/13/ΕΕ.

[40] Βλ. ΔΕΕ, Απόφαση της 21.10.2021, ZX, C-282/20, § 41.

[41] Βλ. Γ. Μπουρμά εις: Λ. Μαργαρίτη, ΚΠΔ – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, έκδ. 2η, 2018, άρθρο 57, αρ. 80. Προ της προσθήκης του άρθρου 343 παρ. 2 ΚΠΔ, στη θεωρία προτεινόταν η κάλυψη του κενού με την αναβολή της δίκης κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ. Βλ. Γ. Μπουρμά, ό.π.

[42] Βλ. αιτιολογική έκθεση Ν 4620/2019, σ. 103.

[43] Βλ. και Δ. Αρβανίτη, Παρατηρήσεις στη ΔΕΕ υπόθ. C-282/20, απόφ. της 21.10.2021 – Μεταβολή κατηγορητηρίου και δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, ΕυΔικ 2022, σ. 214.

[44] Βλ. Αιτιολογική Έκθεση Ν 4620/2019, σ. 103.

[45] BGH, Απόφαση της 13.7.2018, 1 StR 34/18, σκ. 17.

[46] Βλ. A. Norouzi, ό.π., αρ. 18 και υποσημ. 60, όπου παραπέρα παραπομπές σε θεωρία και νομολογία.

[47] BGH, 13.7.2018, 1 StR 34/18.

[48] Βλ. A. Norouzi, ό.π., αρ. 41.

[49] Βλ. A. Norouzi, ό.π., αρ. 37 και υποσημ. 177, όπου παραπέρα παραπομπές σε θεωρία.

[50] Βλ. A. Norouzi, ό.π., αρ. 37 και υποσημ. 181, όπου παραπέρα παραπομπές σε θεωρία.

[51] Βλ. αιτιολογική έκθεση Ν 4855/2021, σ. 141.

[52] Βλ. ενδ. Λ. Καράμπελα, Η νομολογιακή αντιμετώπισις του προβλήματος της μεταβολής της κατηγορίας, ΠοινΧρ 1970, σ. 214 επ.

[53] Βλ. A. Norouzi, ό.π., αρ. 39.

[54] Βλ. A. Norouzi, ό.π., αρ. 39.

[55] Βλ. ΕΔΔΑ [Ευρεία Σύνθεση], Απόφαση της 23.11.2006, Jussila κατά Φινλανδίας, § 40, όπου περαιτέρω παραπομπή στη νομολογία του Δικαστηρίου.

[56] Ο όρος «έμμεση παραίτηση» είναι προτιμότερος από τον όρο «σιωπηρή παραίτηση» προκειμένου να μη δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι παραίτηση μπορεί να συναχθεί από την απόλυτη σιωπή.

[57] Βλ. ΕΔΔΑ [Ευρεία Σύνθεση], Απόφαση της 18.9.2006, Hermi κατά Ιταλίας, § 74 · ΕΔΔΑ [Ευρεία Σύνθεση], Απόφαση της 1.3.2006, Sejdovic κατά Ιταλίας, § 87.

[58] Βλ. ΕΔΔΑ [Ευρεία Σύνθεση], Απόφαση της 20.10.2015, Dvorski κατά Κροατίας, § 101 · ΕΔΔΑ, Απόφαση της 24.9.2009, Pishchalnikov κατά Ρωσίας, §§ 77-79.

[59] Βλ. ΕΔΔΑ, Απόφαση της 24.10.1996, de Salvador Torres κατά Ισπανίας, § 33· ΕΔΔΑ, Απόφαση της 17.7.2001, Sadak και λοιποί κατά Τουρκίας (Νο. 1), §§ 52 και 56· ΕΔΔΑ, Απόφαση της 24.4.2007, Juha Nuutinen κατά Φινλανδίας, § 32.

[60] Βλ. A. Norouzi, ό.π., αρ. 18 και υποσημ. 62, όπου παραπομπή στη γερμανική θεωρία.

[61] Βλ. L. Bartel εις: C. Barthe / J. Gericke, Karlsruher Kommentar zur Strafprozessordnung, 9. Aufl., 2023, § 265, αρ. 13.

[62] Βλ. L. Bartel, ό.π.

[63] Βλ. L. Bartel, ό.π.

[64] Βλ. A. Norouzi, ό.π., αρ. 38· L. Bartel, ό.π., αρ. 30.

[65] BGH, 8.10.1963 – 1 StR 553/62, BGHSt 19, 143· BGH, 27.5.1952 – 1 StR 160/52, BGHSt 2, 373.

[66] Έτσι και A. Norouzi, ό.π., αρ. 45.

[67] Βλ. L. Bartel, ό.π., αρ. 37.

[68] Βλ. ήδη ΑΠ 746/2023 areiospagos.gr = ΤΝΠ NOMOS = ΠειρΝομ 2023,180 = ΠοινΔικ 2023,1042 με παρατ. Τ. Περβίζου.

[69] Βλ. Π. Παπανδρέου εις: Λ. Μαργαρίτη, ΚΠΔ – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, 2020, άρθρο 171, αρ. 16, όπου και παραπομπές στη νομολογία.