Βρισκόμαστε 2,5 χρόνια μετά την έναρξη της πανδημίας στην Χώρα.
Η οικονομική δραστηριότητα δύσκολα αλλά αργά επανεκκινεί με μια εξωστρέφεια αλλά με ένα τεράστιο ενεργειακό κόστος που δυστυχώς όχι απλά δεν επιτρέπει κερδοφορία αλλά απειλεί πλέον ακόμα περισσότερο την βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.
Στην δικηγορία σε ένα μεγάλο μέρος των συναδέλφων επικρατεί μία στασιμότητα, ένα μούδιασμα.
Κάθε φορά που πηγαίνω στα δικαστήρια βλέπω όλο και λιγότερο κόσμο να συμμετέχει στις δίκες ή δικηγόρος να διεκπεραιώνει ή να δικάζει υποθέσεις του.
Αυτό μάλιστα προέκυψε και με τα επίσημα στοιχεία που δόθηκαν στην δημοσιότητα πρόσφατα από τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δημήτρη Βερβεσό για την δραστική μείωση στις υποθέσεις που άγονται στα δικαστήρια τα τελευταία χρόνια.
Αν είχαμε ένα διευρυμένο πλαίσιο επίλυσης των διαφορών σε εκτός δικαστηρίου πλαίσιο τότε θα λέγαμε εντάξει.
Όταν όμως η εναλλακτική επίλυση διαφορών δεν γίνεται η πρώτη επιλογή για πολλούς και διαφόρους λόγους τότε τα «άδεια» δικαστήρια είναι καμπανάκι. Το θέμα είναι για ποιους;
Προσωπικά, θεωρώ ότι οι μεγαλύτεροι δικηγόροι δεν πολυνοιάζονται για την κατάσταση που επικρατεί.
Ασχέτως της ροής υποθέσεων και χρημάτων στα γραφεία τους θα δώσουν τα ίδια ελάχιστα χρήματα στους συνεργάτες τους.
Η νομοθετική ρύθμιση ναι μεν βοηθά αλλά στον κυνισμό της αγοράς δύσκολα μπορεί κάποιος ατομικά να εναντιωθεί.
Συλλογικά; Ναι, μεν θα μπορούσε αλλά η εποχή φαίνεται ότι ενισχύει την αδιαφορία και την παραίτηση και όχι την ενεργό συμμετοχή.
Διάβασα με ενδιαφέρον την παρέμβαση του Αντιπροέδρου Δ.Σ.Α Αλέξανδρου Μαντζούτσου σε πρόσφατο Συνέδριο της Ένωσης Ποινικολόγων και Μαχόμενων Δικηγόρων όπου μεταξύ άλλων αναφέρθηκε στην κακή νομοθέτηση, που περιλαμβάνει όχι μόνο την σωρεία των διατάξεων αλλά και την ποιότητά τους στις προβλέψεις που έχουν για διάφορες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής.
Μην ξεχνάμε ότι, σύμφωνα με την έκθεση «Doing Business» (2020) της Παγκόσμιας Τράπεζας για παράδειγμα, ο μέσος χρόνος οριστικής επίλυσης μιας δικαστικής διαφοράς για τις επιχειρήσεις ξεπερνά τα 4,5 χρόνια, φέρνοντάς μας στην πρώτη θέση καθυστερήσεων σε όλη την Ευρώπη, με μέσο χρόνο τις 1.711 ημέρες από την ημέρα προσφυγής στα Δικαστήρια, ενώ η δεύτερη χώρα μετά από εμάς, η Σλοβενία, είναι στις 1.160 ημέρες και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι μόλις στις 455 ημέρες.
Με αυτές τις συνθήκες όχι τώρα αλλά χρόνια και κυρίως με την 12ετή κρίση ποιος/α νέος/α θα επιλέξει να σταδιοδρομήσει στο νομικό επάγγελμα;
Στην δικηγορία συγκεκριμένα που αποτελεί και τον πυρήνα;
Πώς μπορεί κάποιος να επενδύσει ένα ποσό χρημάτων για αυτοτελή οικονομική δραστηριότητα.
Συχνά, μεγαλύτεροι συνάδελφοι στέκονται στο κύρος του επαγγέλματος με μεγαλεπίβολα λόγια.
Η δικηγορία στην πράξη όμως είναι έσοδα-έξοδα, excel εισπράξεων – πληρωμών, όπου η όποια επιστημονικότητα υποβιβάζεται στην βάσανο της καθημερινής επιβίωσης.
Περαιτέρω, 42.000 αιτήσεις δικαιούχων στο ΤΑΧΔΙΚ για τα έτη 2019, 2020, 2021 και 2022, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης εκκρεμούν προς εκκαθάριση και πληρωμή.
Πέρα από το συνταγματικό και διεθνώς κατοχυρωμένο δικαίωμα αποτελεσματικής πρόσβασης στη Δικαιοσύνη για τους πολίτες που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα είναι αυτή συμπεριφορά του Κράτους προς τους Δικηγόρους; Και κυρίως στους νέους.
Γιατί πολλοί νέοι διορίζονται και περιμένουν από αυτές τις υποθέσεις έστω και τα λίγα χρήματα των ονομαστικών γραμματίων.
Οι πιο μεγάλοι μπορούν να «προσπεράσουν» τους διορισμούς ή και να βγουν εντελώς εκτός από τις λίστες.
Οι νεότεροι όμως το βρίσκουν ως αποκούμπι και ως προσθήκη στην δραστηριότητά τους και από την πλευρά της εμπειρίας.
Όσο για την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών νομίζω δεν υπάρχουν λόγια.
Είναι το «κλειδί» για να κλείσουν ακόμα περισσότερα γραφεία.
Η δικηγορία μετά από 2,5 χρόνια πανδημίας covid – Οι προκλήσεις και η… στασιμότητα απαιτούν μεταρρυθμίσεις
Γράφει ο Γιώργος Αργυρόπουλος, Δικηγόρος, LL.M. / M.Sc. / Ph.D. (c), Αντιδήμαρχος Οικονομικών και Διοικητικών Υπηρεσιών Δήμου Χαϊδαρίου