Κατά το παρελθόν έχουμε αναφερθεί αρκετές φορές σε πτυχές και εκφάνσεις του νομικού οπλοστασίου που διαθέτουν οι δανειολήπτες προκειμένου να αντιμετωπίσουν το συνεχιζόμενο και εντεινόμενο κύμα πλειστηριασμών από τράπεζες και κερδοσκοπικά funds ακόμη και κατά της πρώτης και μοναδικής κατοικίας τους.
Δυστυχώς όμως δεν είναι λίγες οι φορές που οι δανειολήπτες δεν απευθύνονται έγκαιρα σε εξειδικευμένους νομικούς με αποτέλεσμα να εκπνέουν οι νομικές προθεσμίες για την άσκηση ανακοπών κατά της διαταγής πληρωμής ή ακόμη και κατά της κατασχετήριας έκθεσης.
Ταυτόγχρονα, μετά την ψήφιση νομικών διατάξεων για την αυτόματη μείωση τιμής πρώτης προσφοράς των υπό πλειστηριασμών ακινήτων, σπανίως μπορεί πλέον να παρατηρηθεί το φαινόμενο της ολοκλήρωσης του πλειστηριασμού κατά την ημερομηνία που ορίστηκε με την σχετική έκθεση. Τράπεζες και κερδοσκοπικά funds προτιμούν δηλαδή να μην υπερθεματίσουν εξ αρχής και ο πλειστηριασμός να αποβεί άκαρπος προκειμένου μετά από δηλώσεις συνέχισης στις οποίες θα προβούν το ακίνητο να εκτεθεί εκ νέου σε πλειστηριασμό με μειωμένη τιμή πρώτης προσφοράς με σκοπό την απόκτησή του με καταβολή χαμηλότερου τιμήματος.
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω, δίνεται η δυνατότητα στους δανειολήπτες, ακόμη και αν δεν προέβησαν σε ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής ή και κατά της κατασχετήριας έκθεσης να προσβάλλουν την αναγκαστική εκτέλεση με ακόμη ένα όπλο, ήτοι την ανακοπή κατά της δήλωσης συνέχισης σύμφωνα με το άρθρο 973 παράγραφος 6 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Γίνεται μάλιστα δεκτό νομολογιακά ότι με την ανακοπή αυτή μπορεί να προβάλλονται οποιοιδήποτε λόγοι, οι οποίοι συνέχονται με το κύρος της δήλωσης αυτής, ήτοι και λόγοι που αμφισβητούν την απαίτηση, το εκτελεστό του στηρίζοντος αυτήν εκτελεστου τίτλου κλπ.
Ακόμη δηλαδή και διαρκούσης της εκτελεστικής διαδικασίας και μάλιστα σε προχωρημένο στάδιο αυτής, ήτοι ακόμη και μετά από άγονο πλειστηριασμό και πριν την διεξαγωγή νέου δίνεται εκ του νόμου η δυνατότητα στους δανειολήπτες να ανακόψουν την εκτελεστική διαδικασία με λόγους ανακοπής που ανάγονται ακόμη και στο κύρος της διαταγής πληρωμής ή της κατασχετήριας έκθεσης.
Σε κάθε περίπτωση η προαναφερόμενη ανακοπή θα πρέπει να λογίζεται ως ένα από τα ύστατα όπλα των δανειοληπτών. Οι τελευταίοι θα πρέπει όπως έχουμε τονίσει και κατά το παρελθόν να καταφεύγουν σε εξειδικευμένους νομικούς ήδη πριν την επιδίκαση της απαίτησης αναζητώντας λύσης ρύθμισης και οριστικής διευθέτησης. Κατά τον τρόπο αυτό ακόμη και αν ξεκινήσει η διαδικασία της εκτέλεσης ο νομικός παραστάτης θα έχει όλο τον χρόνο και τα μέσα για την αξιόπιστη αντιμετώπιση της καταστάσεως.
logo_Lekkakou_transparent_M_21.png