Γράφει ο Ιωάννης Αθ. Ζάχος,

Δικηγόρος

Η ποινική υπόθεση του Δημήτρη Λιγνάδη συγκεντρώνει εδώ και περίπου 18 μήνες (από τον Φεβρουάριο του 2021) τα φώτα της δημοσιότητας, τόσο λόγω της διασημότητας του κατηγορουμένου, γνωστού ηθοποιού, σκηνοθέτη και καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, όσο και λόγω της απαξίας του εγκλήματος του βιασμού ανηλίκων κατ΄ εξακολούθηση για τα οποίο κατηγορήθηκε (και τελικά καταδικάστηκε). Αποκορύφωμα του ενδιαφέροντος της κοινωνίας υπήρξε η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών να χορηγήσει αναστολή στην εκτέλεση της ποινής με περιοριστικούς όρους, κατόπιν της άσκησης έφεσης κατά της απόφασης με την οποία ο γνωστός ηθοποιός καταδικάστηκε προηγουμένως από το ίδιο δικαστήριο σε ποινή κάθειρξης 12 ετών. Αυτή η απόφαση του δικαστηρίου προκάλεσε, όπως ήταν απολύτως προβλέψιμο, από διαμαρτυρίες και διχασμό μεταξύ των πολιτών, αντιπαραθέσεις μεταξύ των συμμετεχόντων στην ποινική δίκη, “λαϊκά τηλεδικαστήρια” από πανελίστες, μέχρι και πολιτικές αντιπαραθέσεις, φέροντας για μια ακόμη φορά την ήδη δοκιμασμένη Δικαιοσύνη στο επίκεντρο κριτικής.

Εξ’ αρχής, ωστόσο, ήταν βέβαιο ότι πρόκειται για μια πολύκροτη ποινική υπόθεση, όπου το πολιτικό και κοινωνικό φορτίο θα ήταν βαρύ, και οιαδήποτε απόφαση του δικαστηρίου δεν ικανοποιούσε απόλυτα το κοινό περί δικαίου αίσθημα, θα προκαλούσε θύελλα αντιδράσεων. Όπως και συνέβη, με ένα, δυστυχώς, αστοιχείωτο και άνευ ορίων παραλήρημα κατά της ακεραιότητας της Δικαιοσύνης, με μια πλήρη απαξίωση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και με μια “πλημμύρα” δηλώσεων και αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τον τύπο που σκοπό έχουν τον εντυπωσιασμό και την εξυπηρέτηση μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και με μόνο βέβαιο αποτέλεσμα την δημιουργία μιας αίσθησης ανασφάλειας και έλλειψης εμπιστοσύνης στην Δικαιοσύνη, η ακεραιότητα της οποίας αποτελεί θεμέλιο ενός κράτους δικαίου. Σημαντικό, συνεπώς, κρίνεται να γίνει μια σαφής και νομικά τεκμηριωμένη ανάλυση της εκ του νόμου δυνατότητας λήψης απόφασης ενός δικαστηρίου περί χορήγησης αναστολής εκτέλεσης της ποινής κατόπιν άσκησης έφεσης κατά μιας καταδικαστικής απόφασης, προκειμένου να περιοριστούν όσο είναι εφικτό οι εν θερμώ και παράλογες τοποθετήσεις επί του θέματος.

Ένα από τα αποτελέσματα της παραδεκτής και εμπρόθεσμης άσκησης έφεσης κατά μιας ποινικής δικαστικής απόφασης, είναι το ανασταλτικό αποτέλεσμα, το οποίο κατοχυρώνεται ρητά στη διάταξη του άρθρου 497 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ). Στην παράγραφο 8 του ίδιου άρθρου γίνεται αναφορά στις περιπτώσεις για τις οποίες ένα δικαστήριο δύναται να ΜΗΝ χορηγήσει την αναστολή εκτέλεσης της πρωτόδικης ποινής, δηλαδή “όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής, εφόσον από τη συνδρομή των παραπάνω στοιχείων προκύπτει σκοπός φυγής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από προηγούμενες καταδίκες του για αξιόποινες πράξεις ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα”. Συνεπώς, συνάγεται ότι, εκ του νόμου, κανόνα αποτελεί η χορήγηση της αναστολής από το δικαστήριο και η αιτιολόγηση στην περίπτωση μη χορήγησής της, και δεν πρόκειται για μια εφεύρεση του συγκεκριμένου δικαστηρίου που καταδίκασε τον Δημήτρη Λιγνάδη.

Άλλωστε, η διάταξη αυτή που κατοχυρώνει το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης, λαμβάνοντας υπόψη τον κίνδυνο ότι η άμεση έκτιση ή συνέχιση έκτισης της ποινής θα έχει ως συνέπεια υπέρμετρη και ανεπανόρθωτη βλάβη για τον ίδιο ή για την οικογένεια του, βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με μια πολύ σημαντική αρχή του ποινικού μας συστήματος, του τεκμηρίου της αθωότητας ενός κατηγορουμένου μέχρι την έκδοση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης. Μια αρχή που έχει γίνει “πατσαβούρα” και καταπατάται καθημερινά από influencers, από τηλεδικαστές των στούντιο και των πάνελ “πρωινάδικων”, από “δικαστές” των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, και ακόμα χειρότερα από πολιτικά πρόσωπα, που προσπαθούν να επηρεάσουν την Δικαιοσύνη από το να εκδώσει μια σύννομη και αμερόληπτη απόφαση.

Η ανωτέρω διάταξη (άρθρο 497 ΚΠΔ) έχει εισαχθεί στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας πολύ πριν την ισχύ των νέων κωδίκων (Ποινικού και Ποινικής Δικονομίας) που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, και συνεπώς κακώς συγχέεται με τις νομοθετικές μεταβολές που επήλθαν το 2019. Αυτό που, ωστόσο, σχετίζεται με τις εν λόγω αλλαγές που είχε επιφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ με τις νομοθετικές μεταβολές στον Ποινικό Κώδικα (ΠΚ), είναι το ύψος της ποινής για το έγκλημα του βιασμού. Μπορεί με τις αλλαγές που επέφερε στον Ποινικό Κώδικα η νυν κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να αυστηροποιήθηκε η ποινή του βιασμού κατά ανηλίκου ατόμου σε ισόβια κάθειρξη, ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, το δικαστήριο ήταν αναγκασμένο να εφαρμόσει την προϊσχύσασα ευνοϊκότερη διάταξη, βάσει του άρθρου 2 του ΠΚ που αναφέρει ότι αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Επομένως, απόψεις του τύπου “αφού ψηφίστηκαν πιο αυστηροί νόμοι, γιατί δεν εφαρμόστηκαν;” είναι αστοιχείωτες, επικίνδυνες και προκαλούν σύγχυση σε έναν απλό πολίτη.

Συμπερασματικά, θα ήταν σώφρον, επιτέλους, όσοι δεν έχουν μελετήσει μια δικογραφία και δεν έχουν παρακολουθήσει μια δίκη και την αποδεικτική διαδικασία αυτής, και ιδίως όσοι έχουν ελλιπείς γνώσεις ποινικού δικαίου και ποινικής δικονομίας, για λόγους στοιχειώδους αξιοπρέπειας, να λαμβάνουν υπόψη το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο μόνο μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου καταλύεται, και να σταματήσουν να εκφέρουν και να (ανα)δημοσιεύουν άνευ ορίων αστοιχείωτες, ασυνάρτητες και ανεύθυνες απόψεις παρασυρόμενοι από την “τάση”, συμμετέχοντας σε λαϊκά δικαστήρια που στήνονται στις τηλεοράσεις και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εξευτελίζουν τις συνθήκες της δίκαιης δίκης ενός κατηγορουμένου.

Αλίμονο για τη δημοκρατική ελληνική κοινωνία αν διάφορα πολιτικά παιχνίδια και η ικανοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος αποτελούν κριτήριο λήψης μιας δικαστικής απόφασης.

ΥΓ: Το παρόν δεν έχει σκοπό να κρίνει την δικαστική απόφαση που ελήφθη ούτε να “πάρει θέση” σε αυτή τη δικαστική διαμάχη.

Πηγή: Ολύμπιο Βήμα