Σε κεντρικό κυβερνητικό αφήγημα εξελίσσεται η μάχη των μισθών και το στοίχημα των αυξήσεων τόσο σε ιδιωτικό όσο και στο Δημόσιο τομέα, καθώς η κυβέρνηση έχει προκρίνει τα μόνιμα μέτρα ενίσχυσης των εισοδημάτων της μεσαίας τάξης, έναντι των εφάπαξ ενισχύσεων των ευάλωτων. Έτσι από την μια δίνει μεν 3μηνο «φιλί ζωής» στο market pass, που είναι το minimum για τους ευάλωτους, ενώ την ίδια στιγμή ρίχνει το βάρος στο νέο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων.

Με το οικονομικό νομοσχέδιο που κατέθεσε στο δημόσιο διάλογο, η κυβέρνηση δίνει «σήμα» στους εργοδότες του ιδιωτικού τομέα για γενναιότερες αυξήσεις των αποδοχών των μισθωτών, καθώς δίνει στους δημοσίους υπαλλήλους αναπροσαρμογές απολαβών που ξεκινούν από 70 και φτάνουν έως τα 420 ευρώ το μήνα μικτά. Είναι σαν να λέει στους εργοδότες του ιδιωτικού τομέα, «Καντο όπως εγώ».

Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν διεθνείς μελέτες αποδεικνύουν πως οι αυξήσεις των μισθών ήταν ισχνές έως και το 2022, συγκριτικά πάντα με το πληθωριστικό κύμα που σάρωσε τα εισοδήματα των νοικοκυριών αλλά και των επιχειρήσεων και δη των μικρομεσαίων.

Αποκαλυπτική έρευνα της ΕΚΤ

Για παράδειγμα, η έμφαση στο μέτωπο των μισθών και η ρητορική για αυξήσεις αποκτά νέο νόημα υπό το φως των πρόσφατων στοιχείων της ΕΚΤ, η οποία σε μελέτη  με τίτλο: «Αποκλίσεις στον πληθωρισμό και την ανταγωνιστικότητα στις χώρες της Ευρωζώνης», επιχειρεί να συγκρίνει τη σωρευτική εξέλιξη του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ULC) από τη μία πλευρά και των κερδών ανά μονάδα προϊόντος από την άλλη.

Η ανάλυση της ΕΚΤ δείχνει πως η Ελλάδα είχε την τριετία 2020-2022 τη μεγαλύτερη ψαλίδα στην Ε.Ε. μεταξύ της αύξησης των επιχειρηματικών κερδών από τη μία πλευρά και της αύξησης των μισθών από την άλλη. Τα επιχειρηματικά κέρδη αυξήθηκαν την περασμένη τριετία στην Ελλάδα σωρευτικά – από το τέλος του 2019 έως το τέλος του 2022 – πάνω από 15%, ενώ το κόστος εργασίας αυξήθηκε με χαμηλό μονοψήφιο ποσοστό 2% – 3%, γεγονός που υποδηλώνει αφενός ότι τα επιχειρηματικά κέρδη συμβάλλουν περισσότερο στον πληθωρισμό και αφετέρου αποδεικνύει την σημαντική μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών στην Ελλάδα.

Γιάννης Καρούζος: Η μάχη των μισθών

dikigorosergatologos.gr

Είναι χαρακτηριστικό πως η μελέτη της ΕΚΤ που δημοσιεύτηκε στο 4ο Economic Bulletin του 2023 στα τέλη Ιουνίου δείχνει πως η Ελλάδα είχε την μικρότερη αύξηση στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε ολόκληρη την Ευρωπαική Ένωση, μόλις 2% – 3%, όταν η Ευρωζώνη είχε 7% – 8% και στην Ευρωπαϊκή Ένωση πάνω από 20% (κυρίως λόγω των σημαντικών ποσοστιαίων αυξήσεων σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ όπου οι μισθοί ως απόλυτα νούμερα ήταν χαμηλοί).

Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ορίζεται ως οι αμοιβές των εργαζομένων ανά μονάδα του πραγματικού ΑΕΠ. Πρόκειται για ένα ευρύ μέτρο της (διεθνούς) ανταγωνιστικότητας των τιμών, αλλά και μια ενδεικτική μονάδα μέτρησης του μισθολογικού κόστους, καθώς μετρά το μέσο κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος.

Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα είναι ουραγός στον συγκεκριμένο δείκτη, καθώς στην 3ετία 2019 – 2022 η μετακίνησή του ήταν ελάχιστη. Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και η Κύπρος, η οποία είδε μια αύξηση 3% στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Η αμέσως επόμενη χώρα, η Ιταλία περνά τον πήχη του 5% και είναι προς το 6% αναφορικά με την αύξηση του μέσου κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος. Αρκεί να αναφερθεί πως η συγκεκριμένη αύξηση στην Πορτογαλία ήταν 12% (πάντα στην 3ετία 2019 – 2022), στην Ισπανία 8% – 9% κ.ο.κ.

Αντιστρόφως ανάλογη είναι η επίδοση της Ελλάδας στα επιχειρηματικά κέρδη, τα οποία αυξήθηκαν στην Ελλάδα περίπου 16%, όταν στην Πορτογαλία αυξήθηκαν 5%, στην Ισπανία 8%, στην Ιταλία 5%, στην Ευρωζώνη 11%, πάντα για την 3ετία 2019 – 2022. Τα κέρδη ανά μονάδα προϊόντος ορίζονται ως το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα και μεικτό εισόδημα ως ποσοστό του πραγματικού ΑΕΠ.

Η ακρίβεια κάνει ράλι στα σούπερ – μάρκετ

Ενδεικτικά της κατάστασης που επικρατεί στην ελληνική αγορά είναι και τα πρόσφατα στοιχεία κυλιόμενης έρευνας για τους τζίρους, τις ανατιμήσεις και τις πωλήσεις σε τεμάχια και όγκους των σούπερ μάρκετ το πρώτο 5μηνο του 2023. Σύμφωνα με την εν λόγω έρευνα (Circana) η αύξηση του τζίρου «έτρεξε» με 9,9% το πρώτο 5μηνο, αποκλειστικά όμως λόγω των ανατιμήσεων. Οι πωλήσεις σε όγκους, σε τεμάχια αυξήθηκαν μόλις 0,4% συγκριτικά με πέρσι, όταν όμως ήδη είχαν κάνει βουτιά (συγκριτικά με το 2021) κατά 0,9%.

Η τιμή ανά μονάδα προϊόντος ενισχύθηκε κατά 9,5%, από το +6,8% στο πεντάμηνο του 2022 και το +1,9% στο πεντάμηνο του 2021. Ειδικότερα, ανά κατηγορία οι αυξήσεις ήταν: 9% στα τρόφιμα, 9,7% στα προϊόντα προσωπικής φροντίδας και υγιεινής και 13,1% στα προϊόντα για το σπίτι.

Το δικαιολογημένο στοίχημα

Στο περιβάλλον αυτό δεν είναι σίγουρα τυχαία η έμφαση που δίνεται στο μείζον στοίχημα της αύξησης των μισθών από το οικονομικό επιτελείο. Είναι εμφανές πως οι μισθολογικές αυξήσεις είναι «επιτακτικού χαρακτήρα», καθώς το… λίπος της πανδημίας τελειώνει και ο πληθωρισμός συνεχίζει ακάθεκτος να ροκανίζει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών με την ύφεση της παγκόσμιας οικονομίας να καραδοκεί. Μπορεί ο γενικός πληθωρισμός να πέφτει, λόγω της βουτιάς στις τιμές της ενέργειας, ωστόσο ο πληθωρισμός των τροφίμων ακολουθεί ξανά – εδώ και 3 συναπτούς μήνες – αντίθετη, δηλαδή εκ νέου ανοδική τροχιά.

Είναι φυσιολογικό ο πληθωρισμός να κινείται στο 1,8% – δηλαδή κάτω και από το φράγμα του 2% που έχει θέσει ως πήχη η ΕΚΤ για το τέλος της αύξησης των επιτοκίων – και ο πληθωρισμός στα τρόφιμα να «τρέχει» με διψήφιο ποσοστό και μάλιστα με 12,2%; Είναι μάλλον εξωφρενικό αν όχι σκανδαλώδες! Είναι προφανές πως η κερδοσκοπία και η αισχροκέρδεια καλπάζουν πιέζοντας διαρκώς, ολοένα και περισσότερο, τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.

Απέναντι σε αυτό το ράλι η κυβέρνηση έχει διπλή αποστολή:

  1. Αφενός να ελέγξει την κερδοσκοπία με αυστηρούς και συστηματικούς ελέγχους αλλά και με αυστηρές ποινές όπου χρειάζεται
  2. Αφετέρου να ενισχύσει σε μόνιμη βάση το εισόδημα των πολιτών που υποφέρουν από τον λεγόμενο «πληθωρισμό των φτωχών» που δεν είναι άλλος από τον πληθωρισμό στα τρόφιμα

Οι αυξήσεις των μισθών είναι πρώτης τάξεως εργαλείο για τον δεύτερο στόχο, καθώς τα market pass και άλλα αντίστοιχα μέτρα μόνο ως… ασπιρίνες μπορούν να εκληφθούν για έναν πονοκέφαλο που εξελίσσεται, όμως, σε χρόνια ημικρανία.

Πώς θα γίνουν πράξη οι αυξήσεις μισθών

Οι αυξήσεις στο Δημόσιο ήταν το εύκολο μέτρο για την κυβέρνηση. Καθώς είναι η ίδια ο εργοδότης, νομοθετεί και εφαρμόζει.

Και ίσως δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως επιλέγει στην αρχή της κυβερνητικής της θητείας να ξεκινήσει το νομοθετικό της έργο με τις αυξήσεις στο Δημόσιο.

Προφανώς έχει επίγνωση πως οι αυξήσεις αυτές θα λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά για το ΑΕΠ στα αμέσως επόμενα χρόνια και θα δράσουν ευεργετικά για το μέσο μισθολογικό κόστος, δίνοντας – από την αφετηρία κιόλας – το κατάλληλο «σήμα» προς τον ιδιωτικό τομέα. Καθώς οι αυξήσεις αυτές θα «πέσουν» στην πραγματική οικονομία από το 2024, θα υπάρχει επαρκής χρόνος μέχρι τις… επόμενες εκλογές, ώστε να μοχλεύσουν σημαντικά κεφάλαια που θα δώσουν περαιτέρω ώθηση στην ιδιωτική κατανάλωση ή και στον τουρισμό κλπ.

Ωστόσο, στον ιδιωτικό τομέα οι αυξήσεις των μισθών δεν είναι το ίδιο εύκολο. Απαιτούν συγκεκριμένες συνθήκες οι οποίες πρέπει να συνυπάρχουν συνδυαστικά και ενίοτε για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να υπάρξει πραγματική ανάγκη για αυξήσεις:

  • Διαρκής και σταθερή μείωση ανεργίας
  • Αναδιάρθρωση κλάδων της οικονομίας που θα χρειαστεί να επανδρωθούν με προσωπικό
  • Ελλείψεις εργαζομένων σε κρίσιμους κλάδους της οικονομίας
  • Ισχυρές κλαδικές ή τουλάχιστον επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες θα κηρύσσονται συστηματικά υποχρεωτικές από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας
  • Παραγωγικές επενδύσεις που θα απαιτούν προσωπικό και εργατικά χέρια στην Ελλάδα
  • Σταθερή αναπτυξιακή τροχιά της ελληνικής οικονομίας

Όλα αυτά μαζί ή αρκετά από αυτά δεν είναι καθόλου αυτονόητο πως θα επιτευχθούν με συγχρονισμένο και λειτουργικό τρόπο, ώστε να οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα που δεν είναι άλλο από τις πραγματικές και σημαντικές αυξήσεις των μισθών στον ιδιωτικό τομέα.

Διότι το στοίχημα είναι να δούμε σημαντικές αυξήσεις (ο πήχης έχει μπει από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη στο 25%). Αν έχουμε αυξήσεις, όμως αυτές είναι αναιμικές τότε δεν χρειάζεται να πει κανείς πως θα είναι μάλλον δώρον άδωρον.

*Γιάννης Καρούζος, Δικηγόρος-Εργατολόγος

ΠΗΓΗ: dikigorosergatologos.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ