Γράφει ο Ιωάννης Χήνος, Πρόεδρος Πρωτοδικών

Σύμφωνα με την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 88 του Συντάγματος «Κατά την αληθινή έννοια του άρθρου 88, επιτρέπεται η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης και η ρύθμιση της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών του βαθμού αυτού, εφόσον προβλέπεται διαδικασία κρίσης και αξιολόγησης, όπως νόμος ορίζει.». Αντί άλλων παρατίθεται απόσπασμα από το βιβλίο του Καθηγητή Ευάγγελου Βενιζέλου [1] «Το Αναθεωρητικό Κεκτημένο», εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα 2002, σελ. 341-342: «Τέλος, με τη νέα ερμηνευτική δήλωση που τέθηκε υπό το άρθρο 88, επιλύεται ρητά εκ του Συντάγματος το χρονίζον ζήτημα της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης, με την παροχή στον κοινό νόμο της δυνατότητας να καταργήσει τα ειρηνοδικεία και να ρυθμίσει την υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών του βαθμού αυτού, δηλαδή εν προκειμένω των ειρηνοδικών, που μπορούν να ενταχθούν σε μία ενιαία επετηρίδα (π.χ. ως πάρεδροι πρωτοδικών ή πρωτόδικες), εφόσον όμως προβλέπεται στο νόμο διαδικασία κρίσης και αξιολόγησής τους δεν μπορεί συνεπώς η ένταξη αυτή να γίνει ex lege και αθρόως, αλλά προϋποθέτει ατομική κρίση και αξιολόγηση. Τέμνεται έτσι ένα ζήτημα που, παρά τις προσπάθειες του, δεν μπόρεσε να λύσει ο κοινός νομοθέτης, γιατί οι σχετικές ρυθμίσεις είχαν κριθεί ως αντισυνταγματικές τόσο από την Ολομέλεια του Εφετείου Αθηνών όσο και από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (τις διοικητικές όμως και όχι τις δικάζουσες)[2]». Με άλλα λόγια, για να εφαρμοστεί η ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 88 του Συντάγματος περί ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, θα πρέπει να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις: α) οι ειρηνοδίκες να ενταχθούν σε μια ενιαία επετηρίδα και β) η προαγωγή τους να γίνει κατόπιν ατομικής αξιολόγησης και όχι αθρόως. Και ποιος είναι ο μόνος αρμόδιος για να αξιολογήσει τους ειρηνοδίκες; Μα κανένας άλλος εκτός από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης. Οποιοδήποτε νομοθέτημα δεν περιέχει αυτές τις δύο προϋποθέσεις είναι προδήλως αντισυνταγματικό.
Τους τελευταίους μήνες η κοινότητα των δικαστών της πολιτικής δικαιοσύνης, παρακολουθεί με έκδηλο ενδιαφέρον και αγωνία τη συζήτηση που έχει ανοίξει ενόψει της πρόθεσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης να προβεί στη ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας (Πρωτοδικείων και Ειρηνοδικείων). Λίγο, πιστεύω, χρειάζεται να επισημανθεί ότι για ένα τόσο σοβαρό νομοσχέδιο, που θα μεταβάλει άρδην το δικαστικό χάρτη της Ελλάδας και την υπηρεσιακή κατάσταση τόσων ατόμων, η προεργασία και ο διάλογος που έγιναν είναι αντιστρόφως ανάλογα με την μυστικοπάθεια που τηρήθηκε για το τι ακριβώς θα περιλαμβάνει αυτός ο νόμος. Τελικά, πριν λίγες ημέρες, ήρθε στο φως ένα σχέδιο[3], το οποίο σκιαγραφεί το πως θα γίνει η ενοποίηση. Ειδικότερα, τα ειρηνοδικεία θα καταργηθούν και οι ειρηνοδίκες θα προαχθούν σε πρωτοδίκες και προέδρους πρωτοδικών, αναλόγως με το βαθμό τους και το χρόνο υπηρεσίας τους, εντασσόμενοι σε ειδική επετηρίδα. Ακολούθησε η ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, με την οποία ενημέρωνε τα μέλη της πως σκοπός του Υπουργείου είναι η διαμόρφωση δύο επετηρίδων: «Α. Η νυν σημερινή Γενική Επετηρίδα (Παρέδρων, Πρωτοδικών, Προέδρων Πρωτοδικών, Εφετών κλπ) και Β. Μία ειδική – παράλληλη επετηρίδα στην οποία θα ενταχθούν με το βαθμό του Πρωτοδίκη και του Προέδρου Πρωτοδικών οι Ειρηνοδίκες. Οι δύο επετηρίδες θα είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και δεν θα συμπλέκονται σε θέματα προαγωγών, μεταθέσεων κλπ.»[4]. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το νομοσχέδιο που προωθεί το Υπουργείο, πάσχει από αντισυνταγματικότητα, σύμφωνα και με την προηγηθείσα ανάλυση της ερμηνευτικής δήλωσης του άρθρου 88 του Συντάγματος, καθώς προβλέπει διπλή επετηρίδα, με αθρόα προαγωγή και χωρίς ατομική αξιολόγηση των ειρηνοδικών από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Και βέβαια, με τον όρο ατομική αξιολόγηση, σημαίνει πως ο βαθμός προαγωγής και η σειρά της αρχαιότητας θα κριθούν από το Δικαστικό Συμβούλιο. Η ύπαρξη στο νόμο ελάχιστων ή μέγιστων ορίων στην προαγωγή και την αρχαιότητα, δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά προσπάθεια ποδηγέτησης της κρίσης του Δικαστικού Συμβουλίου με σκοπό την κατ’ επίφαση νομιμότητα της ενοποίησης. Θεωρώ αυτονόητο πως κανένας μας δε θα διανοείτο να τεθεί υπό αμφισβήτηση, έστω και για μόνον μία φορά, το ευρωπαϊκό και συνταγματικό κεκτημένο που συνίσταται στο ότι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στις υπηρεσιακές μεταβολές των δικαστικών λειτουργών. Διότι μια μόνο φορά είναι αρκετή ώστε να υπάρξει «κακό προηγούμενο» για το μέλλον, με τις αναμενόμενες για την Ελλάδα συνέπειες (η παραπομπή της Πολωνίας στο ΔΕΕ είναι ακόμα πολύ πρόσφατη[5]). Για όσους έχουν διαφορετική άποψη, παραπέμπω: α) στο βιβλίο του κ. Παναγιώτη Τσούκα, Συμβούλου του Συμβουλίου της Επικρατείας «Ο ασάλευτος χρόνος της ελληνικής δικαιοσύνης»[6], όπου υπάρχουν κείμενα στα οποία αναδεικνύονται οι συνθήκες που επικρατούσαν στη δικαιοσύνη προ της συστάσεως του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου και β) στην ομιλία του στη Βουλή το 1911 του Νικολάου Δημητρακόπουλου, που ως Υπουργός Δικαιοσύνης στην Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου ήταν ο εμπνευστής του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου[7]. Περαιτέρω, και επί του πρακτέου, στην υποθετική περίπτωση που η παράλληλη επετηρίδα ήταν συνταγματικά ανεκτή, δεν μπορώ να καταλάβω πώς θα υπάρξει ενοποίηση χωρίς οι δύο επετηρίδες να μην βρεθούν κάποια στιγμή σε σύγκρουση. Αν, για παράδειγμα, δύο Πρόεδροι Πρωτοδικών, ένας της Γενικής και ένας της Ειδικής Επετηρίδας, έχουν προαχθεί με το ίδιο Π.Δ., ποιος προηγείται; Ποιος θα αναλάβει τη διοίκηση στο Πρωτοδικείο Ιωαννίνων όπου θα βρεθούν να υπηρετούν την ίδια περίοδο; Μεταξύ δύο Πρωτοδικών, ενός της Γενικής και ενός της Ειδικής Επετηρίδας, που έχουν προαχθεί με το ίδιο Π.Δ., ποιος θα είναι αριστερός και ποιος δεξιός στα τριμελή ή ποιος θα είναι προεδρεύων στα τμήματα διακοπών; Και τι είδους ενοποίηση θα είναι αυτή, αν μεταξύ δύο Προέδρων Πρωτοδικών που θα ασκούν ίδια καθήκοντα, μόνον ο ένας θα έχει δικαίωμα προαγωγής μέχρι το βαθμό του αρεοπαγίτη;[8].

Συμπερασματικά, σε τόσο σοβαρά ζητήματα, η διαβούλευση, η σύνεση και η υπομονή πρέπει να προηγούνται, αφού η βιασύνη πάντα ήταν κακός σύμβουλος. Όμως, πολύ φοβάμαι ότι στην προκειμένη περίπτωση επικρατεί τέτοια βιάση που στο μυαλό μου έρχεται η εισαγωγή από το περίφημο τραγούδι των «Queen» με τον τίτλο «Who Wants to Live Forever» και με τον αξεπέραστο Freddie Mercury να τραγουδά «There’s no time for us»

Πηγή: dikastis.blogspot.com

[1] Επιτρέψτε μου να μην παραθέσω τις άλλες ιδιότητες του κ. Βενιζέλου, καθώς εν προκειμένω ενδιαφέρει μόνον αυτή του Καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου

[2] Διοικητική Ολομέλεια Αρείου Πάγου 7/1999 και Διοικητική Ολομέλεια Εφετείου Αθηνών 6/1990

[3] https://drive.google.com/file/d/1OWLIus2m8qeHqufhGjXyp1NuqjlDdseB/view

[4] https://dikastis.blogspot.com/2024/01/blog-post_68.html

[5] https://dikastis.blogspot.com/2019/10/blog-post_10.html

[6] https://dikastis.blogspot.com/2016/03/blog-post_73.html

[7]  «Εθεμελιώθη ο θεσμός της ισοβιότητας δια του Συντάγματος του 1864, αλλά κατά τον μετέπειτα βίον κατηργήθη ολοτελώς, διότι ενώ εισηγάγομεν τους ελευθέρους θεσμούς, δεν ηθελήσαμεν να δώσωμεν ζωήν εις αυτούς δια των προσηκόντων νομοθετικών μέτρων, ούτω δε πάντες οι ζωοποιοί εκείνοι χυμοί, οι οποίοι θα απέρρεον εκ των ελευθέρων θεσμών, παρέμειναν νεκροί και άκαρποι, ιδιαίτερα καθ’ όσον αφορά την ισοβιότητα των Δικαστών. Ο θεσμός της ισοβιότητας δεν ελειτούργησεν διότι εδολοφονήθη ευθύς αμέσως από την Πολιτείαν η οποία τον εισήγαγε. Διότι τι αξίαν είχε η υπό του Συντάγματος θεσπισθείσα ισοβιότης, όταν το δικαίωμα του διορισμού, το δικαίωμα της μεταθέσεως, το δικαίωμα της προαγωγής, αφέθη εις την αχαλίνωτον διάθεσιν της εκτελεστικής εξουσίας» (Εφημερίδα Συζ. Βουλής 1911, τόμος Α 2 σελ. 2112 και «Εισαγγελικός Λόγος» Νοέμβριος 2002)

[8] βλ. και την  απόφαση 2425/2018 του ΣτΕ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ