Γράφει ο Ευάγγελος Γκιγκιλίνης

Σε δίκες με μεγάλη δημοσιότητα, συνήθως εμπλέκονται εξωθεσμικά τρίτοι, που δεν έχουν καμία σχέση με αυτήν, βλάπτοντας τόσο την ίδια την υπόθεση, όσο και το αίσθημα εμπιστοσύνης και ασφάλειας δικαίου που πρέπει να κυριαρχεί στη κοινωνία.

Το κοινό περί δικαίου αίσθημα εν προκειμένω, είναι “ο δέων” κοινός σεβασμός στα δικαιώματα του κάθε κατηγορουμένου κι όχι η επικοινωνιακά κυρίως εκπορευόμενη και αντίθετη με τον ανθρώπινο πολιτισμό “αρένα με λιοντάρια, αίμα, η λιθοβολισμούς”.

Το 497 παρ.8 του ΚΠΔ μόνο κατ’εξαίρεση δεν χορηγεί αναστολή εκτέλεσης της ποινής μέχρι την εκδίκασή της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό.

Βέβαια η αρχή της αναλογικότητας, απαιτεί η εφαρμογή της παραπάνω διάταξης να αποτελεί τον κανόνα και το γεγονός ότι συνήθως δεν εφαρμόζεται σε άλλες περιπτώσεις, δεν σημαίνει ότι η οριακά χορηγηθείσα αναστολή στην υπόθεση Λιγνάδη ήταν λάθος, αντιθέτως μάλιστα, αφού αυτή θα έπρεπε να αποτελέσει τη βάση για την ορθή (έστω από δω και μπρος) εφαρμογή του δικονομικού κανόνα συνολικά.

Επισημαίνω βέβαια ότι ορθώς υπάρχουν περιπτώσεις και λόγοι που απαιτούν την στέρηση της ελευθερίας κάποιου, τόσο προδικαστικά, όσο και μετά την εκδίκαση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, με τον κίνδυνο βέβαια πάντα, εάν ο κατηγορούμενος αθωωθεί κατ’εφεση, να έχει φυλακισθεί αδίκως και ενδεχομένως για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Έχω την άποψη  ότι το βασικό λάθος κι όχι μόνο στη συγκεκριμένη υπόθεση, είναι η καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης, δοθέντος (και ορθώς) ότι αλλιώς κρίνει ένας δικαστής κι ένας ένορκος περί της αναστολής όταν γνωρίζει ότι η έφεση του κατηγορουμένου θα εκδικαστεί σε 2-3 χρόνια κι αλλιώς όταν θα εκδικαστεί σε 4-5 μήνες.

* γγ Ένωσης Ποινικολόγων Μαχόμενων Δικηγορών

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ