Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδότησε επί του ερωτήματος εάν δύναται να διοριστεί ως Δικηγόρος, σύμφωνα με το άρθρο 27 του Κώδικα Δικηγόρων, δικαστική λειτουργός που παύθηκε οριστικά λόγω υπηρεσιακής ανεπάρκειας.
Σύμφωνα με τη Γνωμοδότηση (αρ.72/2023), συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι εξερχόμενοι από την υπηρεσία, λόγω υπηρεσιακής ανεπάρκειας, δικαστικοί λειτουργοί, δύνανται να διορισθούν δικηγόροι, χωρίς να καταλείπεται στη διοίκηση διακριτική ευχέρεια να εξετάσει τυχόν άλλες προϋποθέσεις πέραν αυτών που ρητά ορίζονται στο νόμο, όπως είναι οι αιτιάσεις της απόφασης ως προς τους λόγους της υπηρεσιακής ανεπάρκειας.
Εξάλλου, αναφέρει η γνωμοδότηση, ούτε με τελολογική ερμηνεία της διάταξης του εδ.γ’ της παρ.1 του άρθρου 27 του Κώδικα Δικηγόρων μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο επαναδιορισμός των αποχωρούντων λόγω υπηρεσιακής ανεπάρκειας δικαστικών λειτουργών μπορεί να αποκλεισθεί στις περιπτώσεις που η κρίση περί της υπηρεσιακής ανεπάρκειας στηρίζεται σε προηγούμενα πειθαρχικά παραπτώματα ή σε πειθαρχικές αγωγές που έχουν εισαχθεί προς συζήτηση οι οποίες ωστόσο δεν συζητήθηκαν. Και τούτο διότι ο νομοθέτης αποκλείει τον επαναδιορισμό μόνο στις περιπτώσεις που έχει ήδη επιβληθεί πειθαρχική ποινή και μόνο αυτή της οριστικής παύσης, ενώ κατά τη νομολογία του ΑΠ, προηγούμενες πειθαρχικές ποινές λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης περί υπηρεσιακής ανεπάρκειας (ΟλΑΠ 10/2020).
Περαιτέρω το ΝΣΚ επισημαίνει ότι η διαδικασία διορισμού/επαναδιορισμού δικηγόρου γίνεται με απόφαση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, χωρίς να απαιτείται γνώμη άλλου οργάνου, όπως του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο πρόκειται να εγγραφεί ο αιτών.
Εν προκειμένω, ο ΔΣΑ με έγγραφο του σε σχετικό ερώτημα του Υπ.Δικαιοσύνης απάντησε ότι το αίτημα επαναδιορισμού της πρώην δικαστικής λειτουργού δεν μπορούσε να γίνει δεκτό, διότι δεν επιτρέπεται ο επαναδιορισμός ως δικηγόρου, δικαστικού λειτουργού που απολύθηκε εξαιτίας πειθαρχικού παραπτώματος.
Ωστόσο το ΝΣΚ γνωμοδότησε ότι η πρώην δικαστική λειτουργός, η οποία παύθηκε λόγω υπηρεσιακής ανεπάρκειας, κατά την έννοια του άρ.60 παρ.2 περ.β’ του ν.1756/1988 και όχι λόγω επιβολής σε αυτή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης, ενώ σε βάρος της δεν εκκρεμούν πειθαρχικές διώξεις, δύναται να επαναδιορισθεί δικηγόρος, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου στήριξε την κρίση της , μεταξύ άλλων, σε προηγούμενες σε βάρος της πειθαρχικές ποινές, καθώς και στα πειθαρχικά παραπτώματα που αναφέρονται στις σε βάρος της πειθαρχικές αγωγές της Προέδρου του Συμβουλίου Επιθεώρησης, οι οποίες εισήχθησαν στο Δικαστήριο της Ολ.ΑΠ, προκειμένου να της επιβληθεί η ποινή της οριστικής παύσης, οι οποίες όμως τελικά δεν ερευνήθηκαν.
Και η γνωμοδότηση καταλήγει ότι η αντίθετη ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία η διοίκηση δύναται να αρνηθεί τον επαναδιορισμό της αιτούσας ως δικηγόρου, για το λόγο ότι η απόφαση της Ολ.ΑΠ περί οριστικής παύσης της στήριξε την κρίση της περί της υπηρεσιακής της ανεπάρκειας, μεταξύ άλλων, στα προαναφερόμενα στοιχεία, θα προϋπόθετε διακριτική ευχέρεια της διοίκησης να κρίνει και να αξιολογήσει το αιτιολογικό μιας δικαστικής απόφασης της Ολ.ΑΠ. και με βάση αυτό να προσδώσει άλλη ερμηνεία στο διατακτικό της. Περαιτέρω, μια τέτοια εκδοχή παραβιάζει ευθέως το γράμμα της διάταξης του άρθρου 27 παρ.1 εδ.γ’ του ν.4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» αλλά και το πνεύμα του πειθαρχικού δικαίου, σύμφωνα με το οποίο οι συνέπειες μιας πειθαρχικής καταδίκης υφίστανται μόνο εφόσον επιβληθεί πειθαρχική ποινή από το αρμόδιο προς τούτο πειθαρχικό όργανο.
Kατόπιν αυτών, το ΝΣΚ γνωμοδότησε ότι η Δικαστική λειτουργός που παύθηκε οριστικά από την υπηρεσία της λόγω υπηρεσιακής ανεπάρκειας, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 60 παρ. 2 περ. β’ του ν. 1756/1988, δύναται να διορισθεί ως δικηγόρος, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του εδαφίου γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του ν. 4194/2013 (Α’ 208) «Κώδικας Δικηγόρων».
Το πλήρες κείμενο της Γνωμοδότησης εδώ
Πηγή: www.legalnews24.gr