Σε μία εποχή, όπου η πληροφορία και η εικόνα αναπαράγονται, διοχετεύονται και προβάλλονται, άμεσα, μετά τη δημιουργία τους, το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» έρχεται να κρίνει επί δικαίων και αδίκων και να επικρίνει τις δικαστικές αποφάσεις και τον τρόπο σχηματισμού τους. Συνήθως αποτελεί συνώνυμο μίας λαϊκής, ανεπίσημης, «αυθεντικής» δικαιοσύνης, μίας ηθικής σοφίας, ως είθισται να λέγεται, η οποία έρχεται ως αντίδραση να διορθώσει τη μη αρεστή δικαστική κρίση. Πώς, όμως, διαμορφώνεται το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» και πώς ερμηνεύεται;  Η όποια απάντηση στα ερωτήματα αυτά αφήνει σαφώς εκτός εφαρμογής την αυτονόητη, πλέον, αλλά με πολλούς κόπους κατακτηθείσα αρχή της διάκρισης των εξουσιών, θεμελιώδους κατάκτησης της σύγχρονης δημοκρατίας·αρχή, η οποία έχει θεσπιστεί, για να μπορούν οι δικαστές να κρίνουν ανεπηρέαστοι από έξωθεν παρεμβάσεις με αποκλειστικό γνώμονα την ενώπιόντους τεθείσα δικογραφία και τη δικανική τους πεποίθηση. Η δυσδιάκριτη και απροσδιόριστη έννοια του «κοινού περί δικαίου αισθήματος» εκδηλώνεται ως προσπάθεια άλλοτε διαμόρφωσης και άλλοτε χειραγώγησης της γνώμης των πολλών, με αμφιλεγόμενα, αν όχι σκοτεινά κίνητρα. Αυτόκλητοι παρατηρητές, σχολιαστές, επικριτές, χωρίς θεσμικό δικαστικό ρόλο και λόγο αποδομούν με ιδιαίτερη ευκολία και χωρίς καμία ή με ελάχιστη γνώση των αντικειμενικών περιστάσεων μία υπόθεση, απαξιώνοντας τη δικαστική κρίση και αυτούς, οι οποίοι έχουν τη σχετική γνώση και είναι επιφορτισμένοι από τον νόμο να την εκφέρουν. Στήνονται έτσι «λαϊκά» δικαστήρια, ψηφιακά ή μη, έτοιμα να υποστηρίξουν ή και να επιβάλουν ακόμη και την πιο σκληρή ετυμηγορία, χωρίς δεύτερη σκέψη περί των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου ή και της στοιχειώδους ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ενώ πολύ σπάνια συμβάλλουν στη διόρθωση μίας ελλιπούς κρίσης ή ενός κακού νόμου. Το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» αποτελεί σε κάθε περίπτωση έναν παράγοντα διαμόρφωσης των κοινωνικών και πραγματικών εξελίξεων: αφενός, ωθεί τον νομοθέτη να το λάβει υπόψη του κατά την παραγωγή του νομοθετικού του έργου αφουγκραζόμενος τις επιταγές της κοινωνίας και προκειμένου να αντιμετωπίσει πραγματικά ζητήματα, όπως, για παράδειγμα, τις συνεχώς αυξανόμενες με ανησυχητικό ρυθμό περιπτώσεις γυναικοκτονιών, ενδοοικογενειακής βίας, εγκληματικότητας ανηλίκων και πολλά άλλα, αφετέρου, επηρεάζει τον δικαστή στον βαθμό που διαμορφώνει τις αντιλήψεις και τις πεποιθήσεις του και όντας θεσμικά οργανικό και «πολιτικά» ενεργό μέλος του κοινωνικού συνόλου, το οποίο δεν μπορεί, αλλά και δεν πρέπει να αγνοήσει επιδεικτικά. Όμως, όλοι πρέπει να αξιώνουμε συνεχώς από την πολιτεία να δημιουργήσει εκείνες τις συνθήκες, οι οποίες θα αποτελέσουν αρωγό στην έγκαιρη και σε βάθος δικαστική διερεύνηση της κάθε υπόθεσης, με διάθεση έγκυρης δικαστικά ενημέρωσης και νηφάλιας νομικά πληροφόρησης των πολιτών, όπου και όταν αυτές θα βοηθούσαν την κοινή γνώμη να κατανοήσει τις ιδιαίτερες περιστάσεις και παραμέτρους των περίπλοκων νομικών ζητημάτων και διαδικασιών και με περισσότερη διαφάνεια και λογοδοσία από την πλευρά των φορέων όλων των εξουσιών. Πέραν, όμως, τούτων, όλοι κατά την τελική μας κρίση οφείλουμε με απόλυτο συναίσθημα ευθύνης και σεβασμού προς τον ρόλο μας να διαφυλάξουμε τη θεσμική μας αποστολή, με γνώμονα τον νόμο και τη συνείδησή μας και αγνοώντας όλους εκείνους τους παράγοντες, μεταξύ των οποίων και το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», οι οποίοι, εν τέλει, οδηγούν στην αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας μας.

* Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκης, μέλος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά, Υποψήφια για το ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων