Η αστυνομία ενός κράτους μέλους μπορεί να αποφασίσει, βάσει εσωτερικών κανόνων, εάν είναι απαραίτητο να αποθηκεύσει τα βιομετρικά και γενετικά δεδομένα ενός ατόμου που κατηγορείται ή είναι ύποπτο για ποινικό αδίκημα.

Όταν η εθνική νομοθεσία ορίζει κατάλληλες προθεσμίες για την επανεξέταση της ανάγκης αποθήκευσης των εν λόγω δεδομένων, δεν χρειάζεται απαραίτητα να προβλέπει μέγιστη περίοδο αποθήκευσης.

Ένας Τσέχος δημόσιος υπάλληλος εξετάστηκε από την αστυνομία στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που τον αφορούσε. Παρά τις αντιρρήσεις του, η αστυνομία διέταξε τη λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων, τη λήψη στοματικού επιχρίσματος βάσει του οποίου η αστυνομία κατήρτισε γενετικό προφίλ, τη λήψη φωτογραφιών και τη σύνταξη περιγραφής του. Οι πληροφορίες αυτές καταχωρήθηκαν σε διάφορες βάσεις δεδομένων. Το 2017, ο δημόσιος υπάλληλος καταδικάστηκε με τελεσίδικη απόφαση, μεταξύ άλλων, για παράβαση καθήκοντος σε δημόσιο αξίωμα. Σε ξεχωριστή διαδικασία, αμφισβήτησε τις διαδικασίες ταυτοποίησης που διεξήγαγε η αστυνομία βάσει του τσεχικού νόμου [1] και την αποθήκευση των δεδομένων που προέκυψαν από αυτές τις διαδικασίες, στο μέτρο που συνιστούσαν παράνομη παρέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμά του στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Το τσεχικό δικαστήριο διέταξε την αστυνομία να διαγράψει όλα τα προσωπικά δεδομένα που προέκυψαν από αυτές τις διαδικασίες από τις βάσεις δεδομένων της. Η τσεχική αστυνομία άσκησε έφεση κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της Τσεχίας.

Το ΔΕΕ κρίνει ότι, όσον αφορά τη συλλογή, αποθήκευση και διαγραφή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων, η έννοια του «δικαίου κράτους μέλους» αναφέρεται σε διάταξη γενικής εφαρμογής που καθορίζει τις ελάχιστες προϋποθέσεις για τη συλλογή, αποθήκευση και διαγραφή των εν λόγω δεδομένων, όπως ερμηνεύονται από τη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, στο μέτρο που η εν λόγω νομολογία είναι προσβάσιμη και επαρκώς προβλέψιμη.

Επιπλέον, το δίκαιο της ΕΕ [2] δεν αποκλείει εθνική νομοθεσία που επιτρέπει την αδιάκριτη συλλογή βιομετρικών και γενετικών δεδομένων οποιουδήποτε προσώπου κατηγορείται για εκ προθέσεως τέλεση ποινικού αδικήματος ή είναι ύποπτο για τέλεση τέτοιου αδικήματος. Ωστόσο, το Δικαστήριο θέτει δύο προϋποθέσεις: πρώτον, οι σκοποί της εν λόγω συλλογής δεν πρέπει να απαιτούν διάκριση μεταξύ αυτών των δύο κατηγοριών προσώπων. Δεύτερον, οι υπεύθυνοι επεξεργασίας πρέπει να υποχρεούνται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της νομολογίας των εθνικών δικαστηρίων, να συμμορφώνονται με όλες τις αρχές και τις ειδικές απαιτήσεις [3] που ισχύουν για την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων.


1 αρ 65 του νόμου για την Τσεχική Ατυνομία
2 Άρθρο 6 και άρθρο 4(1)(γ) της οδηγίας 2016/680, σε συνδυασμό με το άρθρο 10 της ίδιας οδηγίας.
3 άρθρα 4 και 10 της οδηγίας 2016/680.