Της Ελένης Τσιάβου


Ιδιαίτερα σημαντικό βήμα για τη δικαίωση δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο σημειώθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο το οποίο τάχθηκε υπέρ καταναλωτών από την Πολωνία, οι οποίοι προσέφυγαν δικαστικά καταγγέλοντας υπέρογκες χρεώσεις από τις τράπεζες.
Με τη σημερινή (15/6) απόφασή του, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η οδηγία 93/13 δεν ρυθμίζει ρητώς τις συνέπειες της ακυρότητας συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή μετά την απάλειψη των καταχρηστικών ρητρών.
Οι “Frankowicze”, όπως αποκαλούν τους εαυτούς τους οι αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες καλά οργανωμένοι πληγέντες, υποστήριξαν ότι πολλές ρήτρες στις δανειακές συμβάσεις τους ήταν παράνομες. 
Πολλές από αυτές τις συμβάσεις έχουν ήδη κηρυχθεί άκυρες από τα δικαστήρια.
Το Διεθνές Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έπρεπε τώρα να αποφασίσει εάν οι θιγόμενοι μπορούσαν να διεκδικήσουν όχι μόνο τις καταβληθείσες δόσεις, αλλά και αποζημίωση.

Η υπόθεση

Το ανώτατο δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποστήριξε την Πέμπτη Πολωνούς δανειολήπτες με στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο σε μια μακροχρόνια υπόθεση που η πολωνική ρυθμιστική αρχή έχει προειδοποιήσει ότι θα μπορούσε να κοστίσει στις τράπεζες της χώρας 100 δισεκατομμύρια ζλότι (24 δισεκατομμύρια δολάρια).
Εκατοντάδες χιλιάδες Πολωνοί συνήψαν στεγαστικά δάνεια σε ξένα νομίσματα, κυρίως σε ελβετικά φράγκα, προσελκύοντας τα χαμηλότερα επιτόκια. Ωστόσο, τώρα τα αποπληρώνουν σε πολύ μεγαλύτερες δόσεις από ό,τι αναμενόταν, αφού το ελβετικό φράγκο εκτινάχθηκε στα ύψη έναντι του ζλότι και μετά τις αυξήσεις των επιτοκίων στην Ελβετία.
Τα δάνεια σε ελβετικά φράγκα ήταν δημοφιλή στην Πολωνία και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ειδικά από το 2004. Οι τράπεζες τα πρόσφεραν με πολύ φθηνότερο επιτόκιο από τα δάνεια στο εγχώριο νόμισμα, το ζλότι.
Η δικαστική απόφαση σημαίνει ότι οι τράπεζες δεν μπορούν να χρεώσουν το κόστος κεφαλαίου σε δάνεια σε ξένο νόμισμα που κρίθηκαν άκυρα επειδή περιείχαν άδικους όρους, μια ετυμηγορία που περίμεναν οι αναλυτές.
«Το δίκαιο της ΕΕ δεν αποκλείει, σε περίπτωση ακύρωσης συμφωνίας στεγαστικού δανείου που πάσχει από καταχρηστικούς όρους, οι καταναλωτές να ζητήσουν αποζημίωση από την τράπεζα πέρα ​​από την επιστροφή των μηνιαίων δόσεων που καταβλήθηκαν», ανέφερε το δικαστήριο σε ανακοίνωσή του.
Η απόφαση ήταν σύμφωνη με τη γνώμη ενός συμβούλου του δικαστηρίου που εκδόθηκε τον Φεβρουάριο.
Ενώ το κόστος για τον πολωνικό τραπεζικό τομέα θα είναι μεγάλο, οι αναλυτές είπαν ότι θα μπορέσει να απορροφήσει το πλήγμα.
Το δικαστήριο ανέφερε στη δήλωσή του ότι το επιχείρημα για τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών δεν είναι σχετικό στο πλαίσιο της ερμηνείας της οδηγίας, η οποία αποσκοπεί στην προστασία των καταναλωτών.
Ο δείκτης WIG Banks της Πολωνίας υποχώρησε 1,1% μετά την κοινοποίηση της απόφασης.

«Δεν μπορούν να χρεώνουν τόσο μεγάλες αυξήσεις στις δόσεις των δανείων»

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάνθηκε ότι οι τράπεζες δεν μπορούν να χρεώνουν τόσο μεγάλες αυξήσεις στις δόσεις των δανείων που έχουν συνάψει με τους πελάτες τους μετά την αλλαγή της νομισματικής ισοτιμίας, κρίνοντας τους σχετικούς όρους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων άδικους για τους πολίτες. « Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποκλείει, σε περίπτωση ακύρωσης του συμβολαίου ενός στεγαστικού δανείου που πάσχει εξαιτίας καταχρηστικών όρων, οι καταναλωτές να ζητήσουν αποζημίωση από την τράπεζα πέρα από την επιστροφή των μηνιαίων δόσεων που καταβλήθηκαν» αναφέρει το Δικαστήριο σε ανακοίνωσή του, αποκλείοντας τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να προβαίνουν σε παρόμοιες αξιώσεις έναντι των καταναλωτών.
Η Ουγγαρία ανάγκασε τις τράπεζες στη χώρα να μετατρέψουν τα στεγαστικά δάνειά τους σε ελβετικό φράγκο σε φιορίνια πριν από χρόνια, καθώς γίνονταν όλο και πιο δαπανηρές, ενώ η Πολωνία, η Κροατία και η Ρουμανία αντιμετώπισαν παρόμοια προβλήματα που σχετίζονται με τα στεγαστικά δάνεια σε ξένο νόμισμα.

Διακονονισμός ή δικαστήριο 

Η πολωνική χρηματοπιστωτική ρυθμιστική αρχή KNF δήλωσε ότι η απόφαση ήταν αρνητική για τον τραπεζικό τομέα και την ευρύτερη οικονομία, αλλά ότι οι δανειστές της χώρας είναι ασφαλείς.
Ο Tadeusz Bialek, πρόεδρος της Πολωνικής Ένωσης Τραπεζών, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου ότι οι τράπεζες θα είναι λιγότερο σε θέση να δανείσουν ως αποτέλεσμα της απόφασης, βλάπτοντας την οικονομία.
Ενώ οι τράπεζες προσφέρουν εξωδικαστικούς συμβιβασμούς σε πελάτες, πολλοί προτιμούν να προσφεύγουν στα δικαστήρια, ειδικά επειδή οι δικαστές έχουν αποφανθεί υπέρ τους στο 97% των υποθέσεων το πρώτο τρίμηνο, σύμφωνα με την Votum Robin Lawyers.
Ο Andrzej Zorski, συνεργάτης στη δικηγορική εταιρεία Pilawska Zorski, είπε ότι η απόφαση θα ενθαρρύνει περισσότερους κατόχους στεγαστικών δανείων να προσφύγουν στις τράπεζες στα δικαστήρια.
«Οι οφειλέτες που φοβήθηκαν να μηνύσουν την τράπεζα λόγω της απειλής μιας τραπεζικής αγωγής για αμοιβή για τη χρήση κεφαλαίου μετά τη σημερινή απόφαση, δεν θα πρέπει πλέον να έχουν τέτοιους φόβους», έγραψε σε ένα email.

Οι Έλληνες δανειολήπτες

Όπως ανέφερε  νωρίτερα στο BN η δικηγόρος K. Λεκκάκου, «η μεταβολή επί το χείρον της συναλλαγματικής ισοτιμίας ελβετικού φράγκου/ευρώ εκτόξευσε, ως γνωστόν, τις οφειλές των συγκεκριμένων δανειοληπτών σε επίπεδα δυσθεώρητα και κατέστησε αδύνατη την εξυπηρέτηση των οφειλών. Ακόμη χειρότερα, η εκτίναξη των κυμαινόμενων επιτοκίων που παρατηρείται στη χώρα μας, ιδίως κατά το τελευταίο έτος, επιδείνωσε έτι περαιτέρω την κατάσταση, ώστε η συνολική διευθέτηση του ζητήματος με νομοθετική παρέμβαση να αποτελεί πλέον τη μοναδική ενδεδειγμένη και πρακτικά εφαρμόσιμη λύση. Σημειώνουμε, ότι δυστυχώς η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων κατά το παρελθόν, κρίνοντας, ότι οι δανειολήπτες θα πρέπει να αποπληρώσουν τα δάνειά τους με βάση την τρέχουσα ισοτιμία και όχι εκείνη που ίσχυε κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης με την τράπεζα.
Παρά τα ανωτέρω, η συνολική  λύση και διευθέτηση είναι πιθανόν να έρθει από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Γίνεται αντιληπτό, ότι στο ενοποιημένο ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον, οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου επιβάλλεται να γίνουν αποδεκτές σε όλα τα κράτη – μέλη, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η χώρα μας. Άλλωστε, οι λύσεις που μπορούν να δοθούν ποικίλουν, όπως ενδεικτικά ο επανυπολογισμός των δανείων επί τη βάσει της συναλλαγματικής ισοτιμίας που ίσχυε κατά το χρόνο της εκταμίευσης, η θέσπιση πλαφόν ως προς την διαχρονική  θετική και αρνητική διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας με τον ταυτόχρονο επανυπολογισμό της οφειλής ή ακόμη και η τροποποίηση του νόμου 4438/2016 που προέβλεψε πλέγμα προστασίας για δάνεια σε ξένο νόμισμα, η οποία να περιλαμβάνει την περιβολή του με αναδρομική ισχύ.
Τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με την πρόσφατη δικαστική επιτυχία του γραφείου μας, για την οποία αναφερθήκαμε σε προγενέστερη αρθρογραφία, ήτοι την δικαστική απόφαση που αναγνώρισε το χαρακτήρα των δανείων σε ελβετικό φράγκο ως επενδυτικά προϊόντα και μάλιστα υψηλού ρίσκου, αναδεικνύουν μία έντονη κινητικότητα σε ελληνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο για το ζήτημα.»

Η πλήρης απόφαση

Απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-520/21 | Bank M. (Συνέπειες της ακυρώσεως της σύμβασης)
Σε περίπτωση ακυρώσεως συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου η οποία περιέχει καταχρηστικές ρήτρες, το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται σε αίτημα των καταναλωτών για την καταβολή αποζημίωσης από την τράπεζα, επιπλέον της επιστροφής των ποσών των μηναίων δόσεων που κατέβαλαν
Αντιθέτως, το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην προβολή από την τράπεζα ανάλογων αξιώσεων σε βάρος των καταναλωτών
Το 2008 ένας καταναλωτής και η σύζυγός του συνήψαν σύμβαση ενυπόθηκου δανείου με την Bank M.
Το δάνειο ήταν συνδεδεμένο με το ελβετικό φράγκο (CHF) και οι μηνιαίες δόσεις ήταν καταβλητέες σε πολωνικά ζλότι (PLN) κατόπιν μετατροπής βάσει της τιμής πώλησης του ελβετικού φράγκου σύμφωνα με τον πίνακα συναλλαγματικών ισοτιμιών της Bank M. κατά την ημερομηνία καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης.
Εκτιμώντας ότι οι ρήτρες μετατροπής που καθορίζουν τη συναλλαγματική ισοτιμία είναι καταχρηστικές και ότι η σύμβαση αυτή η οποία τις περιέχει καθίσταται άκυρη στο σύνολό της, ο καταναλωτής άσκησε αγωγή κατά της Bank M. ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Βαρσοβίας.
Ζητεί την καταβολή χρηματικού ποσού το οποίο αντιστοιχεί στο ήμισυ του κέρδους που αποκόμισε η Bank M., κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου, χρησιμοποιώντας τα ποσά των μηνιαίων δόσεων του δανείου που είχαν καταβληθεί σε εκτέλεση της σύμβασης.
Προς στήριξη της αγωγής του, ο καταναλωτής προβάλλει ότι η Bank M. εισέπραξε τα ποσά αυτά χωρίς νόμιμη αιτία. Το πολωνικό δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν η οδηγία που αφορά τις καταχρηστικές ρήτρες καθώς και οι αρχές της αποτελεσματικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας παρέχουν στους συμβαλλομένους, στην περίπτωση σύμβασης ενυπόθηκου δανείου που ακυρώνεται διότι δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες, το δικαίωμα να ζητήσουν αποζημίωση επιπλέον της επιστροφής των ποσών που έχουν καταβληθεί βάσει της συμβάσεως αυτής και της καταβολής νόμιμων τόκων υπερημερίας από την ημερομηνία όχλησης.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η οδηγία 93/13 δεν ρυθμίζει ρητώς τις συνέπειες της ακυρότητας συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή μετά την απάλειψη των καταχρηστικών ρητρών.
Εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τις εν λόγω συνέπειες, υπό την επιφύλαξη ότι οι κανόνες που θεσπίζουν είναι συμβατοί με το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, με τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η συμβατότητα αυτή εξαρτάται από το ζήτημα αν οι εθνικοί κανόνες, αφενός, καθιστούν δυνατή την αποκατάσταση της νομικής και πραγματικής κατάστασης στην οποία θα τελούσε ο καταναλωτής αν δεν είχε συναφθεί η σύμβαση που κρίθηκε άκυρη και, αφετέρου, δεν διακυβεύουν το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που επιδιώκει η οδηγία.
Κατά το Δικαστήριο, η δυνατότητα του καταναλωτή να προβάλει έναντι της τράπεζας αξιώσεις επιπλέον της επιστροφής των ποσών των μηνιαίων δόσεων που κατέβαλε δεν φαίνεται να διακυβεύει τους ανωτέρω σκοπούς.
Ειδικότερα, μια τέτοια δυνατότητα μπορεί να συμβάλει στο να αποφεύγουν οι επαγγελματίες να περιλαμβάνουν καταχρηστικές ρήτρες στις συμβάσεις που συνάπτουν με τους καταναλωτές, στο μέτρο που, αν συμπεριληφθούν σε μια σύμβαση τέτοιες ρήτρες οι οποίες συνεπάγονται την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, είναι δυνατόν να υπάρξουν οικονομικές συνέπειες επιπλέον της επιστροφής των ποσών που κατέβαλε ο καταναλωτής και, ενδεχομένως, της καταβολής τόκων υπερημερίας.
Ωστόσο, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξετάσει, υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης, αν η ικανοποίηση των εν λόγω απαιτήσεων του καταναλωτή συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας.
Επιπροσθέτως, η οδηγία αντιτίθεται στο να παρέχεται η δυνατότητα στην τράπεζα να ζητήσει από τον καταναλωτή αποζημίωση επιπλέον της επιστροφής του χορηγηθέντος κεφαλαίου και της καταβολής νόμιμων τόκων υπερημερίας.
Το Δικαστήριο εκτιμά ότι η παροχή ενός τέτοιου δικαιώματος θα συνέβαλλε στην εξάλειψη του αποτρεπτικού αποτελέσματος για τους επαγγελματίες.
Εξάλλου, η αποτελεσματικότητα της προστασίας που παρέχει στους καταναλωτές η οδηγία θα διακυβευόταν αν αυτοί, όταν επικαλούνται τα δικαιώματα που αντλούν από την οδηγία, ήταν εκτεθειμένοι στον κίνδυνο να υποχρεωθούν να καταβάλουν τέτοια αποζημίωση.
Η ερμηνεία αυτή θα ενείχε τον κίνδυνο δημιουργίας καταστάσεων στις οποίες θα ήταν περισσότερο συμφέρουσα για τον καταναλωτή η συνέχιση της εκτέλεσης της σύμβασης που περιέχει καταχρηστική ρήτρα παρά η άσκηση των δικαιωμάτων που αντλούν οι καταναλωτές από την οδηγία.
Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, εν προκειμένω, η ενδεχόμενη ακύρωση της σύμβασης ενυπόθηκου δανείου αποτελεί συνέπεια της χρήσης καταχρηστικών ρητρών από την Bank M. Επομένως, δεν μπορεί να επιτραπεί να αντλεί η τράπεζα οικονομικά οφέλη από την παράνομη συμπεριφορά της ούτε να αποζημιώνεται αυτή για τις δυσμενείς συνέπειες που προκάλεσε η εν λόγω συμπεριφορά.
Το Δικαστήριο εκτιμά επίσης ότι το επιχείρημα που αφορά τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο της ερμηνείας της οδηγίας, η οποία αποσκοπεί στην προστασία των καταναλωτών.
Περαιτέρω, οι επαγγελματίες δεν μπορούν να καταστρατηγούν τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία για λόγους διαφύλαξης της σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Πράγματι, τα τραπεζικά ιδρύματα οφείλουν να οργανώνουν τις δραστηριότητές τους κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία.
ΥΠΟΜΝΗΣΗ: Η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.
Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.