Σε μία απόφαση – σταθμό, αναφορικά με τη ρήτρα αναπροσαρμογής, προχώρησε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) βάσει της οποίας οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές διαθέτουν εξουσία να επιβάλλουν τιμολογιακή πολιτική και επιστροφή ποσών σε επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας.
Όπως απεφάνθη «δεν αντιτίθενται στο να παρέχει ένα κράτος μέλος στην εθνική ρυθμιστική αρχή την εξουσία να διατάσσει τις επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας να επιστρέψουν στους τελικούς πελάτες τους το ποσό που αντιστοιχεί στην αντιπαροχή την οποία αυτοί κατέβαλαν ως «έξοδα διοικητικής διαχειρίσεως» κατ’ εφαρμογήν συμβατικής ρήτρας η οποία κρίθηκε παράνομη από την εν λόγω αρχή».
Σύμφωνα με την απόφασή του δικασητρίου, «το ίδιο ισχύει και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εν λόγω διαταγή επιστροφής ποσών δεν βασίζεται σε λόγους ποιότητας της σχετικής υπηρεσίας που παρέχουν οι οικείες επιχειρήσεις, αλλά σε παράβαση των υποχρεώσεων περί τιμολογιακής διαφάνειας».

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

Καταρχάς, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, για την επίτευξη των σκοπών της οδηγίας 2009/72, αυτή απαιτεί από τα κράτη μέλη να απονέμουν στην εθνική ρυθμιστική αρχή ευρείες εξουσίες στον τομέα της ρυθμίσεως και της εποπτείας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζουν την προστασία των καταναλωτών.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 37 της οδηγίας 2009/72, το οποίο αφορά τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες της ρυθμιστικής αρχής, δεν μνημονεύει την αρμοδιότητα επιβολής στις επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας της υποχρέωσης να επιστρέφουν κάθε ποσό που έλαβαν ως αντιπαροχή δυνάμει συμβατικής ρήτρας η οποία κρίθηκε παράνομη. Εντούτοις, η χρήση, στο άρθρο 37, παράγραφος 4, της οδηγίας 2009/72, της φράσεως «οι ρυθμιστικές αρχές διαθέτουν τουλάχιστον τις ακόλουθες αρμοδιότητες» υποδηλώνει ότι είναι δυνατό να τους ανατίθενται και άλλες αρμοδιότητες πέραν εκείνων που μνημονεύονται ρητώς στο άρθρο 37, παράγραφος 4, ώστε να τους παρέχεται η δυνατότητα να εκπληρώνουν τα καθήκοντα που περιγράφονται στο άρθρο 37, παράγραφοι 1,3 και 6, της οδηγίας.
Επιπλέον, η διασφάλιση της τηρήσεως των υποχρεώσεων περί διαφάνειας που υπέχουν οι επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας και η προστασία των καταναλωτών εμπίπτουν στα καθήκοντα των εθνικών ρυθμιστικών αρχών που απαριθμούνται στο άρθρο 37, παράγραφοι 1, 3 και 6, της εν λόγω οδηγίας.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ένα κράτος μέλος δύναται να παράσχει σε μια ρυθμιστική αρχή την εξουσία να επιβάλλει στους εν λόγω επιχειρηματίες την επιστροφή των ποσών που έλαβαν κατά παράβαση των απαιτήσεων περί προστασίας των καταναλωτών, ιδίως δε των απαιτήσεων που αφορούν την υποχρέωση διαφάνειας και την ακρίβεια της τιμολογήσεως.
Η ερμηνεία αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το άρθρο 36 της οδηγίας 2009/72 προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι η εθνική ρυθμιστική αρχή λαμβάνει τα απαιτούμενα μέτρα «διαβουλευόμενη στενά με άλλες ενδιαφερόμενες εθνικές αρχές, συμπεριλαμβανομένων των αρχών ανταγωνισμού, κατά περίπτωση, και με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων τους», ή ότι το άρθρο 37, παράγραφος 1, στοιχείο ιδʹ, της ανωτέρω οδηγίας περιλαμβάνει τη φράση «σε συνεργασία με άλλες εμπλεκόμενες αρχές».
Πράγματι, από τις προανανερθείσες διατάξεις δεν προκύπτει ότι, σε περιπτώσεις όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, μόνον μία από τις άλλες αυτές εθνικές αρχές δύναται να διατάξει την επιστροφή των ποσών που εισέπραξαν αχρεωστήτως οι επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας από τους τελικούς πελάτες. Αντιθέτως, η χρήση του όρου «κατά περίπτωση» συνεπάγεται ότι μια τέτοια διαβούλευση είναι αναγκαία μόνον όταν το μέτρο που πρόκειται να ληφθεί ενδέχεται να έχει συνέπειες για άλλες αρμόδιες αρχές.

Τέλος, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι, στο μέτρο που η προστασία των καταναλωτών και η τήρηση των υποχρεώσεων διαφάνειας εμπίπτουν στα καθήκοντα που πρέπει να ανατίθενται στις ρυθμιστικές αρχές δυνάμει του άρθρου 37 της οδηγίας 2009/72, δεν είναι κρίσιμος ο ακριβής λόγος για τον οποίον μια επιχείρηση ηλεκτρικής ενέργειας διατάσσεται να επιστρέψει τα σχετικά ποσά στους πελάτες της προς εκπλήρωση κάποιου από τα εν λόγω καθήκοντα.

Όλη η απόφαση:

cp230055el.pdf

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ