Του Στέργιου Φωτόπουλου*
Σε αδιέξοδο έχουν οδηγηθεί οι διαπραγματεύσεις μεταξύ ΕΕ και Βρετανίας για την επίτευξη εμπορικής συμφωνίας, μετά την ολοκλήρωση της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ την περασμένη εβδομάδα. Και ενώ οι Ευρωπαίοι ηγέτες επαναβεβαίωσαν «τη βούληση της Ένωσης να τηρήσει μία όσο το δυνατόν στενότερη εταιρική σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο», ζητώντας από το Λονδίνο «να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες ώστε να καταστεί δυνατή η επίτευξη συμφωνίας», εκπρόσωπος του βρετανικού πρωθυπουργικού γραφείου δήλωσε ότι οι «συζητήσεις έχουν τελειώσει».
Η «ασύντακτη» αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ) από την εσωτερική αγορά και την τελωνειακή ένωση στο τέλος της μεταβατικής περιόδου, δηλαδή στις 31 Δεκεμβρίου 2020, φαίνεται πιο κοντά από οποιαδήποτε άλλη φορά. Αυτό υπαινίχθηκε άλλωστε και ο Βρετανός πρωθυπουργός, Boris Johnson, σε πρόσφατη τηλεοπτική του δήλωση, καλώντας πολίτες και επιχειρήσεις να προετοιμαστούν για το εν λόγω σενάριο.
Υπενθυμίζεται ότι η Βρετανία έχει αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή οικογένεια στις 31 Ιανουαρίου 2020. Ωστόσο, έχει συμφωνήσει από κοινού με την ΕΕ για μια μεταβατική περίοδο, η οποία θα διαρκέσει έως το τέλος του έτους, προκειμένου να επιτύχουν μια εταιρική σχέση. Ιδανικά για το Λονδίνο, στο πρότυπο της συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου της ΕΕ με τον Καναδά. Μέχρι τότε, το δίκαιο της ΕΕ εξακολουθεί να ισχύει για τους πολίτες, τους καταναλωτές, και τις επιχειρήσεις του ΗΒ.
Τρία είναι τα πλέον ακανθώδη θέματα μεταξύ των δύο πλευρών. Πρώτον, η ΕΕ επιδιώκει τη διατήρηση της πρόσβασης των Ευρωπαϊκών αλιευτικών στόλων στα βρετανικά ύδατα. Δεύτερον, θέλει να διασφαλίσει συνθήκες ισότιμου ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων των κρατών μελών και εκείνων του Η.Β. Για παράδειγμα, μια ενδεχόμενη εμπορική συμφωνία δεν θα πρέπει να παραβλέπει τους κανόνες της ΕΕ σχετικά με τις συγχωνεύσεις και τις κρατικές ενισχύσεις. Τρίτον, σε εκκρεμότητα παραμένει ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών. Η συμφωνία αποχώρησης προβλέπει τη δημιουργία ειδικών ομάδων διαιτησίας σε περιπτώσεις διαφορών. Tο ΗΒ πιέζει για τον περιορισμό του ρόλου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στη μελλοντική εμπορική σχέση με την ΕΕ.
Σε περίπτωση ναυαγίου, αναμένονται απώλειες εκατομμυρίων θέσεων εργασίας τόσο στο ΗΒ όσο και την ΕΕ, ουρές για τελωνειακούς ελέγχους, και καθυστερήσεις στις αλυσίδες παραγωγής μεταξύ άλλων. Ωστόσο, η Βρετανία πιθανώς θα υποστεί μεγαλύτερη ζημιά απ’ ό,τι η ΕΕ. Ενδεικτικά, αυτοκινητοβιομηχανίες και αγρότες θα αντιμετωπίσουν υψηλούς δασμούς, όπως παραδέχθηκε ο υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ, Michael Gove.
Ο κίνδυνος μιας άτακτης εξόδου από την ενιαία αγορά της ΕΕ σε συνδυασμό με την πανδημία του COVID-19 προδιαγράφει ένα ζοφερό μέλλον για τη Βρετανική οικονομία. Σύμφωνα με τελευταία στοιχεία του ΟΟΣΑ, το ΑΕΠ εκτιμάται να μειωθεί κατά 10,1% στα τέλη του 2020, συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά. Αντίστοιχα, το ποσοστό της ανεργίας υπολογίζεται να αυξηθεί από 3,8% το 2019 σε 7.1% το 2021. Σε μια εποχή που κάθε θέση εργασίας μετράει, το σενάριο μη συμφωνίας θα ήταν καταστροφικό.
Γι’ αυτό, η ΕΕ επιδιώκει μια στενή και φιλόδοξη συνεργασία με το ΗΒ, προσηλωμένη να μην απομακρυνθεί από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Όμως το τανγκό θέλει δύο. Η προσπάθεια της κυβέρνησης του Boris Johnson να αναθεωρήσει μονομερώς ορισμένους όρους της συμφωνίας αποχώρησης (βλ. Internal Market Bill), παραβιάζει το διεθνές δίκαιο και υπονομεύει το μέλλον των συνομιλιών.
*Ο Στέργιος Φωτόπουλος εργάζεται στη Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και υποψήφιος Διδάκτορας Ευρωπαϊκής πολιτικής στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών.
Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα την επίσημη γνώμη της ΕΕ. Ούτε τα θεσμικά όργανα της ΕΕ ούτε οποιοδήποτε πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τους μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο για τη χρήση των πληροφοριών που περιέχεται σε αυτό.