Ήταν σαν σήμερα πριν 35 χρόνια, όταν κορυφαία κυβερνητικά στελέχη της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ – ανάμεσά τους και ο Ανδρέας Παπανδρέου – παραπέμφθηκαν στο Ειδικό Δικαστήριο για το λεγόμενο «Σκάνδαλο Κοσκωτά», το οποίο ήταν ένα μεγάλο πολιτικό και οικονομικό σκάνδαλο το οποίο κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική σκηνή κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1990. Κεντρικό πρόσωπο του σκανδάλου υπήρξε ο τραπεζίτης Γιώργος Κοσκωτάς, εξού και το όνομα.
Η παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο
Στις 18 Ιουλίου 1989, η Βουλή αποφάσισε τη σύσταση ειδικής προανακριτικής επιτροπής προκειμένου να διαπιστωθεί η ενοχή ή μη των Ανδρέα Παπανδρέου, Μένιου Κουτσόγιωργα, Δημήτρη Τσοβόλα, Γιώργου Πέτσου και Παναγιώτη Ρουμελιώτη. Με βάση το πόρισμα αυτής της επιτροπής, στις 27 Σεπτεμβρίου 1989 η Βουλή αποφάσισε μετά από μυστική ψηφοφορία την παραπομπή και των 5 πολιτικών προσώπων στο Ειδικό Δικαστήριο.
Συγκεκριμένα και επί συνόλου 295 παρόντων βουλευτών (απουσίαζαν από πλευράς Νέας Δημοκρατίας οι Γιώργος Σουφλιάς, Απόστολος Ανδρεουλάκος και ο δολοφονηθείς την προηγούμενη μέρα Παύλος Μπακογιάννης χωρίς να έχει ακόμα αναπληρωθεί η έδρα του, από πλευράς ΠΑΣΟΚ ο πρόεδρος Ανδρέας Παπανδρέου, καθώς και ο ανεξάρτητος Μουσουλμάνος Αχμέτ Σαδίκ), η ψηφοφορία ανέδειξε τα εξής αποτελέσματα:
Ανδρέας Παπανδρέου (τέως Πρωθυπουργός):
Για ηθική αυτουργία σε απιστία κατ’ εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος: 166 υπέρ της παραπομπής
Για παθητική δωροδοκία σε βαθμό κακουργήματος: 165 υπέρ της παραπομπής
Για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος από ιδιοτέλεια σε βαθμό κακουργήματος: 165 υπέρ της παραπομπής
Μένιος Κουτσόγιωργας (πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης):
Για παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών: 238 υπέρ της παραπομπής
Για υπόθαλψη εγκληματία σε βαθμό κακουργήματος: 235 υπέρ της παραπομπής
Για παθητική δωροδοκία σε βαθμό κακουργήματος: 247 υπέρ της παραπομπής
Για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος από ιδιοτέλεια σε βαθμό κακουργήματος: 240 υπέρ της παραπομπής
Δημήτρης Τσοβόλας (τέως Υπουργός Οικονομικών):
Για απιστία περί την υπηρεσία: 168 υπέρ της παραπομπής
Για παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών: 168 υπέρ της παραπομπής
Γιώργος Πέτσος (τέως Υφυπουργός Βιομηχανίας, Έρευνας και Τεχνολογίας):
Για παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών: 219 υπέρ της παραπομπής
Για ηθική αυτουργία σε απιστία κατ’ εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος: 204 υπέρ της παραπομπής
Για παθητική δωροδοκία σε βαθμό κακουργήματος: 222 υπέρ της παραπομπής
Παναγιώτης Ρουμελιώτης (τέως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας):
Για παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών: 170 υπέρ της παραπομπής
Από τα αποτελέσματα της μυστικής ψηφοφορίας και με βάση την κατανομή της κοινοβουλευτικής δύναμης των κομμάτων, προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
Για τους Ανδρέα Παπανδρέου και Δημήτρη Τσοβόλα υπήρξαν σαφείς διαρροές από πλευράς Νέας Δημοκρατίας και Ενιαίου Συνασπισμού, καθώς κάποιοι βουλευτές των δύο κομμάτων δεν πείστηκαν για τυχόν ενοχή τους και ψήφισαν είτε κατά της παραπομπής, είτε λευκό.
Αντίθετα, για τους Μένιο Κουτσόγιωργα και Γιώργο Πέτσο, περίπου οι μισοί βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ψήφισαν υπέρ της παραπομπής τους. Ειδικά για τον Μένιο Κουτσόγιωργα και την κατηγορία της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), σχεδόν τα 2/3 της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ πείστηκαν για την ενοχή του και ψήφισαν υπέρ της παραπομπής του.
Τι ήταν το Σκάνδαλο Κοσκωτά
Η αφετηρία του σκανδάλου ήταν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του Γιώργου Κοσκωτά. Ο Κοσκωτάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953, με καταγωγή από τον Ασπρόπυργο Αττικής. Το 1970 μετανάστευσε στην Αμερική και επέστρεψε στην Ελλάδα στα τέλη της ίδιας δεκαετίας. Το 1979, επί κυβερνήσεως Καραμανλή, ανέλαβε Διευθυντής του Συναλλάγματος στην Τράπεζα Κρήτης, παρ’ότι ήταν μόλις 25 ετών. Έγινε γνωστός στο πανελλήνιο στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Το νεαρό της ηλικίας του, η γιγάντια περιουσία του και η χαρακτηριστική του εμφάνιση τον έκαναν γνωστό ακόμη και στους τουρίστες που επισκέπτονταν τη χώρα. Ο Κοσκωτάς αγόρασε το 1982 τον δημοσιογραφικό και εκδοτικό οργανισμό «Γραμμή Α.Ε.» από τον Παύλο Μπακογιάννη, και το 1984 αγόρασε το 56% του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας Κρήτης (αργότερα έφτασε να κατέχει το 82%), έναντι του ποσού του 1 δισεκατομμυρίου δραχμών. Μαζί με άλλες επιχειρήσεις τις οποίες είχε ενσωματώσει στις κύριες, γινόταν εργοδότης σε περίπου 4.000 εργαζόμενους. Το 1986 είχε επιχειρήσει και την αγορά της Τράπεζας Κεντρικής Ελλάδας, όμως λόγω αντιδράσεων από τον Τύπο, η κυβέρνηση δεν επέτρεψε τελικά την πώλησή της. Το 1987 προχώρησε στην αγορά από τον εφοπλιστή Σταύρο Νταϊφά της ΠΑΕ Ολυμπιακός.
Η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν άργησε να ενισχύσει τις σχέσεις της με τον ραγδαία ανερχόμενο επιχειρηματία. Οι καταθέσεις στην Τράπεζα Κρήτης αυξήθηκαν κατακόρυφα με χρήματα των ΔΕΚΟ (συνολικού ύψους 13 δισεκατομμυρίων το 1988), ενώ πολλοί ανώτατοι αξιωματούχοι του ελληνικού δημοσίου ήταν και επίσημοι συνεργάτες του. Στο μεταξύ οι ευνοϊκές ρυθμίσεις που εξασφάλιζε για τους πελάτες του, διόγκωσαν τις καταθέσεις στην Τράπεζα Κρήτης στα 76,5 δισεκατομμύρια δραχμές.
Από την εκδοτική πλευρά της «Γραμμής Α.Ε.», ο Κοσκωτάς είχε στήσει έναν τυποεκδοτικό κολοσσό, ο οποίος εξέδιδε μία καθημερινή εφημερίδα («24 Ώρες») και 6 περιοδικά, ενώ εξαγόρασε άλλες τρεις αντι-κυβερνητικές εφημερίδες, την «Βραδυνή», την «Εβδόμη» και την ιστορική «Καθημερινή» από την Ελένη Βλάχου το 1986, την οποία έστρεψε πολιτικά προς το ΠΑΣΟΚ. Ταυτόχρονα εκδήλωσε ενδιαφέρον και για την αγορά της «Ελευθεροτυπίας». Η επέκταση αυτή στο χώρο του Τύπου, υπήρξε και το κομβικό σημείο της ανεξέλεγκτης πορείας του. Η κυβέρνηση έβλεπε στο πρόσωπό του έναν πανίσχυρο εκδότη που θα της παρείχε στήριξη, με αντάλλαγμα την πολιτική κάλυψη των δραστηριοτήτων του.
Η εμπλοκή Μένιου Κουτσόγιωργα
Μια από τις σημαντικότερες πτυχές του σκανδάλου Κοσκωτά ήταν η εμπλοκή του αντιπροέδρου της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, Μένιου Κουτσόγιωργα, ο οποίος απεβίωσε κατά τη διάρκεια της δίκης. Ο Κουτσόγιωργας συνδεόταν με τον στενό συνεργάτη του Κοσκωτά Ιωάννη Ματζουράνη ο οποίος προερχόταν από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στην οποία είχε διατελέσει Γενικός Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου. Το φθινόπωρο του 1988 ανοίχτηκε μέσω του Ματζουράνη ένας τραπεζικός λογαριασμός στο όνομα του Κουτσόγιωργα στην Ελβετία . Στη συνέχεια, λίγες εβδομάδες πριν τοποθετηθεί επίτροπος στην Τράπεζα Κρήτης, ο Ματζουράνης μετέφερε 1,200,000 δολάρια στον λογαριασμό του Μένιου Κουτσόγιωργα. Ο Ματζουράνης υποστήριξε ότι η κατάθεση έγινε εν γνώσει του Κουτσόγιωργα ενώ ο Κουτσόγιωργας υποστήριξε ότι παγιδεύτηκε από τους Κοσκωτά/Ματζουράνη και ότι δεν είχε γνώση για το συγκεκριμένο έμβασμα. Ο Κουτσόγιωργας λίγες εβδομάδες μετά, έδωσε εντολή να επιστραφεί όλο το ποσό πίσω στον λογαριασμό του Ματζουράνη από τον οποίο εμβάστηκε και έκλεισε τον λογαριασμό. Η υπόθεση αυτή γνωστοποιήθηκε έξι μήνες μετά από συνέντευξη του Κοσκωτά στο περιοδικό ΤΙΜΕ όταν ήταν πλέον φυλακισμένος στις ΗΠΑ. Ο Ματζουράνης όταν κλήθηκε από την δικαιοσύνη κατέθεσε ότι τα χρήματα ήταν αντικείμενο δωροδοκίας σε σχέση με τον Ν. 1806/88 (Κουτσονόμος) που είχε ψηφιστεί στις αρχές Αυγούστου 1988 και θα παρείχε κάποια προνόμια στο Κοσκωτά σε σχέση με τον έλεγχο της Τράπεζα Κρήτης. Η κατάθεση του Ματζουράνη επέφερε ευνοϊκή νομική μεταχείριση για τον ίδιο και καίριο πολιτικό πλήγμα για τον Κουτσόγιωργα. Ο στενός σύμβουλος του μετέπειτα πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, στρατηγός Γρυλλάκης γράφοντας για αυτά τα γεγονότα στο βιβλίο του, αναφέρει ότι ο Ματζουράνης συμφώνησε να καταθέσει και να δώσει στοιχεία εναντίον του Κουτσόγιωργα μετά από συνεννόηση μαζί του και με στελέχη της ΝΔ που του παρείχαν υποσχέσεις για ευνοϊκή νομική μεταχείριση και αμοιβή 20 εκατομμύρια δραχμές. Ο Κουτσόγιωργας κατά τη διάρκεια της δίκης υποστήριξε ότι ο Ν 1806/88 (Κουτσονόμος) δεν επηρέαζε τις ελεγκτικές δυνατότητες της Τράπεζας της Ελλάδος. Στα πλαίσια της δίκης αναδείχτηκε ότι κύρια ευθύνη για το σκάνδαλο της Τράπεζας Κρήτης είχε η διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας που δεν έκανε τους απαραίτητους ελέγχους την κρίσιμη περίοδο 1985-1988. Σημαντικό ρόλο εκείνη την περίοδο όσο αφορά την διαμόρφωση του πολιτικού κλίματος έπαιξαν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για τα οποία έγινε κριτική στο κατά πόσο τηρούσαν τις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας στην κάλυψη των γεγονότων καθώς πολλές φορές έδωσαν την εντύπωση ότι επιτελούσαν ρόλο δημοσιογράφου, εισαγγελέα και δικαστή μαζί.
Η ετυμηγορία
Δέκα μήνες μετά την έναρξη της δίκης, τις πρώτες πρωινές ώρες της 17ης Ιανουαρίου 1992, το Ειδικό Δικαστήριο ύστερα από διάσκεψη περίπου 15 ωρών εκδίδει την απόφασή του για το Σκάνδαλο Κοσκωτά. Η απόφαση για τους τρεις εναπομείναντες κατηγορούμενους:
Ανδρέας Παπανδρέου (πρώην Πρωθυπουργός):
Για ηθική αυτουργία σε απιστία κατ’ εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος (για τις καταθέσεις των ΔΕΚΟ στην Τράπεζα Κρήτης και τη ρύθμιση των χρεών του επιχειρηματία Σωκράτη Καλκάνη): Αθώος με ψήφους 7 προς 6.
Για παθητική δωροδοκία σε βαθμό κακουργήματος: Αθώος με ψήφους 10 προς 3
Για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος από ιδιοτέλεια σε βαθμό κακουργήματος: Αθώος με ψήφους 8 προς 5
Δημήτρης Τσοβόλας (πρώην Υπουργός Οικονομικών):
Για απιστία περί την υπηρεσία και για παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών (για τη ρύθμιση των χρεών των Γιώργου Κοσκωτά και Σωκράτη Καλκάνη): Ένοχος. Ποινή: Φυλάκιση 2 1/2 ετών (εξαγοράσιμη προς 1.000 δραχμές τη μέρα) και τριετής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Γιώργος Πέτσος (πρώην Υφυπουργός Βιομηχανίας, Έρευνας και Τεχνολογίας):
Για παράβαση του νόμου περί ευθύνης υπουργών (για παράνομη έκδοση άδειας για την ανέγερση κτηρίων της «Γραμμής Α.Ε.» του Γιώργου Κοσκωτά στην Παλλήνη): Ένοχος. Ποινή: Φυλάκιση 10 μηνών με διετή αναστολή και διετής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Για ηθική αυτουργία σε απιστία κατ’ εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος (για τις καταθέσεις των ΕΛΤΑ στην Τράπεζα Κρήτης): Αθώος
Για παθητική δωροδοκία σε βαθμό κακουργήματος: Αθώος λόγω αμφιβολιών
Ο Δημήτρης Τσοβόλας εξαγόρασε την ποινή του (κατέθεσε μέσω του συνηγόρου του το ποσό του 1.524.450 δραχμών), ενώ παράλληλα λόγω της στέρησης των πολιτικών του δικαιωμάτων εξέπεσε του βουλευτικού του αξιώματος. Και οι 19 επιλαχόντες του ψηφοδελτίου αρνήθηκαν να τον αντικαταστήσουν (απόφαση του ΠΑΣΟΚ), με αποτέλεσμα να διεξαχθεί επαναληπτική ψηφοφορία στην εκλογική περιφέρεια της Β’ Αθήνας (5 Απριλίου 1992) και την έδρα κατέκτησε ο Γεώργιος – Αλέξανδρος Μαγκάκης.