Του Γιάννη Καρούζου, Δικηγόρου – Εργατολόγου
Η εικόνα ενός ατόμου που συλλέγεται μέσω βιντεοεπιτήρησης, αποτελεί δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 στοιχ. 1 του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων (GDPR), στο μέτρο που είναι δυνατή η ταυτοποίηση του συγκεκριμένου φυσικού προσώπου.
Ο εργοδότης σε μια επιχείρηση που κάνει χρήση συστήματος βιντεοεπιτήρησης, είναι υποχρεωμένος να ενημερώνει τους εργαζομένους εκ των προτέρων μέσω του Υπεύθυνου Προστασίας Δεδομένων (DPO) για την χρήση μεθόδων ελέγχου και παρακολούθησης, σύμφωνα με τα άρθρα 5 παρ. 1 εδ. α’ και 12-15 GDPR. Συνιστά επέμβαση στα δικαιώματα της ιδιωτικής ζωής (άρθρα 9 Σ, 7 ΧΘΔΕΕ και 8 ΕΣΔΑ) και της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρα 9Α Σ, 8 ΕΣΔΑ, 8 ΧΘΔΕΕ) η λήψη/καταγραφή της εικόνας, η διατήρηση, αποθήκευση, πρόσβαση και διαβίβαση τέτοιων δεδομένων.
Ο ν. 4624/2019 στο άρθρο 27 παρ. 7 προβλέπει πως η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής εντός των χώρων εργασίας, είτε είναι δημοσίως προσβάσιμοι είτε μη, επιτρέπεται μόνο εάν είναι απαραίτητη για την προστασία προσώπων και αγαθών. Τα δεδομένα που συλλέγονται μέσω κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως κριτήριο για την αξιολόγηση της αποδοτικότητας των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι ενημερώνονται εγγράφως, είτε σε γραπτή είτε σε ηλεκτρονική μορφή για την εγκατάσταση και λειτουργία κλειστού κυκλώματος οπτικής καταγραφής εντός των χώρων εργασίας. Συνεπώς, συνάγουμε πως, με την εξαίρεση της βιντεοσκόπησης για την προστασία προσώπων και περιουσίας, η βιντεοσκόπηση εντός εργασιακών χώρων απαγορεύεται.
Στο άρθρο 5 παρ. 2 Γενικού Κανονισμού Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, ορίζεται πως το βάρος απόδειξης σχετικά με τη νομιμότητα της επεξεργασίας, φέρει ο υπεύθυνος επεξεργασίας και όχι το υποκείμενο των δεδομένων ή η Αρχή. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και σε ό,τι αφορά στις ψεύτικες κάμερες, υπό τον όρο ότι οι υπεύθυνοι επεξεργασίας θα πρέπει να διατηρούν τις αποδείξεις αγοράς μιας ψεύτικης κάμερας, ώστε να είναι σε θέση να αποδείξουν στην Αρχή τη φύση της κάμερας.Προκειμένου να αποδειχθεί ότι μια κάμερα είναι ψεύτικη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως απόδειξη η τεκμηρίωση από το εργοστάσιο κατασκευής, τα τεχνικά δεδομένα ή οι κοντινές λήψεις της κάμερας.
Εάν δεν προσκομιστεί τεκμηρίωση που να αποδεικνύει ότι η κάμερα είναι ψεύτικη, τεκμαίρεται ότι η κάμερα είναι λειτουργική, η Αρχή μπορεί να ζητήσει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας να παράσχει πρόσβαση σε αυτήν. Τέλος, τα υποκείμενα των δεδομένων μπορούν να στραφούν δικαστικά ακόμη και σε περίπτωση που οι κάμερες είναι ψεύτικες, λόγω της ψυχολογικής πίεσης που υφίστανται εξαιτίας της παρακολούθησης, χωρίς να βασίζονται στο Δίκαιο Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα.
Σχετικά με το ζήτημα των συστημάτων βιντεοεπιτήρησης χάριν προστασίας προσώπων και αγαθών, η Οδηγία 1/2011 ορίζει στο άρθρο 1 πως τέτοια συστήματα αποτελούν εκείνα που είναι μονίμως εγκατεστημένα σε έναν χώρο, λειτουργώντας συνεχώς και λαμβάνοντας εικόνα ή/και ήχο, με απευθείας μετάδοση ή με καταγραφή. Βασική προϋπόθεση για τη νομιμότητα της βιντεοεπιτήρησης είναι η τήρηση της αρχής αναλογικότητας (άρθρα 6 και 7 ανωτέρω Οδηγίας). Η βιντεοσκόπηση πρέπει να περιορίζεται, σε μια επιχείρηση, μόνο στους χώρους εισόδου και εξόδου, όχι όμως να επιτηρούνται συγκεκριμένες αίθουσες γραφείου ή διάδρομοι (άρθρο 7). Κατ’ εξαίρεση, ταμεία ή σημεία όπου φυλάσσονται αντικείμενα αξίας μπορούν να βιντεοσκοπούνται, πάλι όμως με την επιφύλαξη ότι οι κάμερες εστιάζουν στο ίδιο το προστατευόμενο αγαθό και όχι στους χώρους των εργαζομένων. Τα δε άρθρα 19 παρ. 4 και 67 παρ. 8 απαγορεύουν ρητώς τη λειτουργία κάμερας σε χώρους εστίασης και την παρακολούθηση του τηλεργαζόμενου, αντιστοίχως. Τα ανωτέρω ισχύουν αναλογικά και ως προς τις ψεύτικες κάμερες.
Πηγή: www. dikastiko.gr