Γράφει ο Παντελής Μποροδήμος, μέλος Δ.Σ. ΕΝΔΕ
Όποιος πέρασε αυτό το καλοκαίρι από δικαστικό μέγαρο, από δικαστική αίθουσα ή ακόμη και δίπλα από δικαστικό λειτουργό, μπορούσε να νιώσει μια ένταση πρωτοφανή. Το τέλος μιας δικαστικής χρονιάς, είναι πάντα χρόνος αποτίμησης, σύγκρισης και προγραμματισμού της διαχείρισης των απολειπόμενων δικογραφιών, που μας συντροφεύουν σε αυτό που οι υπόλοιποι άνθρωποι ονομάζουν διακοπές. Φέτος, όμως, η διάθεση ήταν ιδιαίτερα βαριά. Ο χρόνος για κουβέντα σε αίθουσες και γραφεία ελάχιστος, η απογοήτευση διάχυτη και νικητής το άγχος. Και παντού βαλίτσες, μικρές και μεγάλες, που πηγαίνουν κι έρχονται διαρκώς, σέρνοντας τα κουρασμένα χαμόγελα των συναδέλφων, που οφείλουν να απαντούν στο διαχρονικό χιούμορ των διαδρόμων: «Πάτε ταξίδι;». «Όχι, δικογραφίες είναι».
Τη δικαστική χρονιά που ξεκινά, είναι απόλυτη ανάγκη να ανοίξουμε με θάρρος και περισυλλογή το κεφάλαιο υπηρεσιακές – εργασιακές συνθήκες. Όχι μόνο, γιατί έχει γίνει η μόνιμη και σχεδόν αποκλειστική συζήτηση μεταξύ των συναδέλφων στην κοινή μας καθημερινότητα. Όχι γιατί η εικόνα των «νωχελικών» δικαστών που παρουσιάζεται εδώ και αρκετά χρόνια στα μέσα μαζική ενημέρωσης, είναι συνειδητά ψευδής και επί σκοπώ κατασκευασμένη. Ούτε καν μόνο γιατί είναι πια φανερό ότι ο σπόρος της στοχευμένης παραπληροφόρησης, δίνει ήδη τους καρπούς της υπηρεσιακής εντατικοποίησης και της γενικής αυστηροποίησης στην υπηρεσιακή μεταχείριση. Αλλά κυρίως, γιατί υπάρχουν πλέον όλα τα αντικειμενικά δεδομένα για να ισχυριστούμε ότι η κατάσταση της αντοχής του προσωπικού της Δικαιοσύνης είναι ήδη πολύ πέρα από τα πραγματικά της όρια.
Τα προβλήματα που έχουμε να λύσουμε, αποτελούν σε ένα μεγάλο ποσοστό εφαρμογή απλών μαθηματικών. Αλλά τη διαφορά την κάνει πάντα εκείνος που επιλέγει τι λαμβάνεται υπόψιν ως δεδομένο και τι ως ζητούμενο. Αν ένας δικαστής χρεώνεται σε ένα έτος 150 πολιτικές δικογραφίες και μέσα στις νόμιμες προθεσμίες εκδίδει 140 αποφάσεις, εφόσον ως δεδομένη ληφθεί η δημοσίευση του συνόλου και ως μόνο ζητούμενο είναι το τι εκκρεμεί, τότε είναι ο δικαστής που χρωστάει 10 δικογραφίες. Αν οι αριθμοί αυτοί αλλάξουν (όπως συνηθίζεται να συμβαίνει) και η χρέωση φτάσει τις 200 δικογραφίες, αλλά ο δικαστής εκδώσει πάλι 140 αποφάσεις, τότε είναι ο δικαστής που χρωστάει 60 δικογραφίες. Ακολούθως, με το ίδιο παραχθέν έργο, αλλά με διαφορετική εκκρεμότητα ο ίδιος δικαστής μπορεί να κριθεί (και κρίνεται) στη μία περίπτωση επαρκής και στην άλλη πειθαρχικά ελεγκτέος. Άραγε, όμως, υπό πια οπτική γωνία είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι ο δεύτερος έχει εργαστεί λιγότερο; Και ποιος άλλος εργαζόμενος, σε οποιοδήποτε τομέα, κρίνεται για την απόδοσή του πρωτίστως από αυτό που δεν έκανε και σχεδόν καθόλου από αυτό που έκανε;
Μαθηματικών συνέχεια. Οι 150 δικογραφίες το χρόνο, στους 10 μήνες του τακτικού υπηρεσιακού χρόνου (για λόγους απλοποίησης δεν υπολογίζω την επιπλέον χρέωση των θερινών τμημάτων και χρησιμοποιώ συνήθη χρέωση, όχι ακραία), σημαίνουν 15 πολιτικές δικογραφίες το μήνα κατά μέσο όρο. Επομένως, θεωρητικά ο κάθε δικαστής έχει δύο ημέρες για κάθε υπόθεση. Αλλά ούτε αυτό είναι σωστό. Γιατί μέσα στον ίδιο μήνα, θα έχει από 6 ως και 12 κατά μέσο όρο υπηρεσίες το μήνα (ποινικά ακροατήρια, δικάσιμοι πολιτικών υποθέσεων, συμμετοχή σε πειθαρχικά συμβούλια υπαλλήλων, έρευνες για εισαγγελείς και ειρηνοδίκες κλπ.), ήτοι ημέρες που είναι αντικειμενικά αδύνατο να απασχοληθεί και με επεξεργασία πολιτικής δικογραφίας. Και σιγά σιγά αρχίζει να φαίνεται καθαρά ότι ο αλγόριθμος παράγει καθυστέρηση εγγενώς, ακόμα κι αν ληφθεί υπόψιν ότι ο δικαστικός λειτουργός δεν αρρωσταίνει, δεν έχει οικογενειακές υποχρεώσεις, ούτε έχει ανάγκη ξεκούρασης. Και τότε ο δικαστής αρχίζει να κλέβει. Κλέβει πρώτα τα Σαββατοκύριακα. Μετά κλέβει την κοινωνική επαφή. Στη συνέχεια κλέβει την επαγγελματική επιμόρφωση. Τελευταία κλέβει και την γονεϊκή απασχόληση. Μέχρι πέρατος χρεώσεως, αναστολή κανονικής ζωής.
Πριν λίγα χρόνια, ως τότε προεδρείο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, ζητήσαμε επίσημα από το υπουργείο Δικαιοσύνης, να θεσπισθεί νομοθετικά ετήσιο πλαφόν επεξεργασίας δικογραφιών, προσαρμοσμένο ανά διαδικασία, η υπέρβαση του οποίου θα δημιουργεί τεκμήριο ως προς την υπηρεσιακώς αναμενόμενη απόδοση και θα απαλλάσσει τον δικαστικό λειτουργό από τον κίνδυνο πειθαρχικής δίωξης. Η πρόταση είναι δίκαιη καθώς εξασφαλίζει τόσο το δικαστή, όσο και πρωτίστως την κοινωνική επιταγή για αποτελεσματική απονομή Δικαιοσύνης. Ως σήμερα, καμία κυβέρνηση δεν έχει δεχθεί να την υιοθετήσει. Και αιτία είναι ότι ένα τέτοιο πλαφόν, θα αποκαλύψει πάρα πολύ σύντομα ότι δεν είναι στραβός ο γιαλός, αλλά η Πολιτεία μας αρμενίζει στραβά στο πέλαγο των μη ρεαλιστικών και πλέον αντι-ανθρώπινων απαιτήσεων, που έχουν μόνιμα πλέον από τους δικαστικούς λειτουργούς οι εκάστοτε κυβερνήσεις και κατά καιρούς και η φυσική ηγεσία της Δικαιοσύνης,.
Οι λύσεις για την ανακούφιση του συστήματος που έχει προτείνει το δικαστικό σώμα είναι πολλές, αλλά – ώ του θαύματος – οι περισσότερες εξ αυτών προσκρούουν σε αυτά που οι κυβερνήσεις τείνουν να εκτιμούν ως δεδομένα. Η θεσμοθέτηση του δικαστή- διαμεσολαβητή, που θα οδηγούσε σε συμβιβασμό σημαντικό ποσοστό περιπτώσεων, προσκρούει στο σημαντικό εκλογικό ακροατήριο των ιδιωτών- διαμεσολαβητών. Ο αριθμητικός περιορισμός των αναβολών των υποθέσεων, προσκρούει στις απαιτήσεις του δικηγορικού σώματος για «ευελιξία» του επαγγελματικού προγραμματισμού του. Η αύξηση των οργανικών θέσεων των δικαστών και των δικαστικών υπαλλήλων, προσκρούει στους δημοσιονομικούς στόχους της κάθε κυβέρνησης. Ο εκσυγχρονισμός και η ψηφιοποίηση στη Δικαιοσύνη, προσκρούει στις εγγενείς παθογένειες των συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Και εφόσον αυτά ληφθούν ως δεδομένα, καταλήγουν όλοι ότι ζητούμενο μπορεί να είναι μόνο ένα. Να πιεστούν για να εκδίδουν τις αποφάσεις πιο γρήγορα οι δικαστές. Με κάθε κόστος.
Παρότι υπηρέτες της «τυφλής» θεάς, όμως, οι δικαστές και εισαγγελείς μπορούμε να δούμε πώς ζουν οι άλλοι άνθρωποι δίπλα μας. Βλέπουμε ότι η διάσταση μεταξύ χρόνου εργασίας και οικονομικών απολαβών μας είναι πλέον δυσθεώρητη. Βλέπουμε ότι το αποτέλεσμα που παράγουμε καθημερινά, με τεράστιο προσωπικό, ψυχικό και σωματικό κόστος, όχι μόνο δεν επικοινωνείται στους πολίτες, αλλά δυσφημίζεται. Η μεγαλύτερη απογοήτευση όμως, απορρέει από τη διαπίστωση ότι στο βωμό της ταχύτητας και της διατήρησης, ενός μαθηματικά εσφαλμένου, αλλά εύκολου τρόπου ελέγχου της υπηρεσιακής απόδοσης, όλοι οι εμπλεκόμενοι είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν, είτε την ποιότητα του παραγόμενου αποτελέσματος, είτε τους ίδιους τους παραγωγούς. Πλέον, η Δικαιοσύνη θυμίζει μια χύτρα, που στο εσωτερικό της εδώ και πολύ καιρό αυξάνει ασφυκτικά η πίεση. Το καπάκι που με τα βίας την κρατά, είναι η αγάπη των δικαστικών λειτουργών για το λειτούργημά τους και η επιθυμία τους να το ασκούν με ανεξαρτησία και αξιοπρέπεια. Αν η πίεση τινάξει αυτό το καπάκι, αν οι δικαστές, πάψουν να θεωρούν ότι αξίζει να είναι δικαστές, τότε πια οι συνέπειες θα είναι ολέθριες για τους θεσμούς, τους πολίτες και τη Δημοκρατία.
Πηγή: https://dikastis.blogspot.com/