Από τον Παναγιώτη – Ηλία Τζιτζιλή, προπτυχιακό φοιτητή της Νομικής σχολής του Α.Π.Θ.
Αναμφίβολα ένα από τα πιο διφορούμενα θέματα που έχει διχάσει θεωρία και νομολογία είναι αυτό της αμεσότητας αναφορικά με την περιουσιακή μετακίνηση στην θεμελίωση ευθύνης λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού. Στο παρόν θα γίνει μια ευσύνοπτη παράθεση των αντικρουόμενων απόψεων, ιδίως από την σκοπιά της υπ’ αρ. 858/2020 απόφαση του ανωτάτου ακυρωτικού.
Στην εν λόγω απόφαση, ο Άρειος Πάγος κλήθηκε να κρίνει την ασκηθείσα κατ’ άρθρο 560 ΚπολΔ αναίρεση, κατά απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων – το τελευταίο ως εφετείο, κατ’ άρθρο 17Α ΚπολΔ, έκρινε την ασκηθείσα έφεση κατά απόφασης του ειρηνοδικείου Τρικάλων. Η επίδικη διαφορά, σχετίζονταν με την ακυρότητα, λόγω μη τήρησης του προβλεπόμενου έγγραφου τύπου, της προφορικώς συναφθείσας σύμβασης προμήθειας μεταξύ ασφαλιστικού ταμείου και ιδιώτη. Συνέπεια της ακυρότητας της σύμβασης είναι η θεμελίωση αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού, την οποία αξίωση αναγνώρισαν αμφότεροι οι βαθμοί δικαιοδοσίας των δικαστηρίων. Κατά την ανάλυση της ανωτέρω υπόθεσης ανέκυψε το ζήτημα της παρεμβολής τρίτου προσώπου στην αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς το δικαστήριο διαπίστωσε ότι πρόκειται για τριμερή έννομη σχέση μεταξύ ταμείου, ιδιώτη και ασφαλισμένου, καθώς το ταμείο δέχτηκε μια παροχή από ιδιώτη, την οποία εν συνεχεία την μεταβίβασε στους ασφαλισμένους, με βάσει την ειδικότερη μεταξύ τους σχέση.
Ειδικότερα, το πρώτο σημείο στο οποίο στάθηκε ο Άρειος Πάγος, αφορούσε τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της 904 ΑΚ. Το ανώτατο ακυρωτικό, συμπορευόμενο με την πάγια άποψη της νομολογίας, θεμελιωμένη ήδη με την ΟλΑΠ 6/1994, δέχτηκε ότι απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των κατώτερων προϋποθέσεων: πρέπει συνεπώς να υπάρχει πλουτισμός του λήπτη και περιουσιακή ζημία του δότη, έλλειψη νόμιμης αιτίας διατήρησης του πλουτισμού, η αξίωση να ασκείται επικουρικά, ήτοι να μην θεμελιώνεται οποιαδήποτε άλλη αξίωση με άλλη νομική βάση και τέλος να υπάρχει αμεσότητα της περιουσιακής μετακίνησης. Η τελευταία προϋπόθεση αναφέρεται στη γνωστή και ως θεωρία της αμεσότητας ή αλλιώς ως τριμερείς σχέσεις στον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Ως προς την προϋπόθεση της αμεσότητας της περιουσιακής μετακίνησης, η νομολογία έχει διατυπώσει την ακόλουθη άποψη. Προκειμένου να θεμελιωθεί αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, θα πρέπει να υπάρχει αμεσότητα ως προς την περιουσιακή μετακίνηση, ήτοι ο πλουτισμός να μην εισέρχεται από την περιουσία τρίτου προσώπου, διότι τότε διευρύνεται υπερβολικά το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης. Στην περίπτωση της ΑΠ 858/2020, μολονότι τόσο το πρωτοβάθμιο όσο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχτηκε ότι θεμελιώνεται αξίωση βάσει της 904 ΑΚ, ο Άρειος Πάγος, ενστερνιζόμενος την προαναφερθείσα θεωρία της αμεσότητας, αναίρεσε την απόφαση για λόγους παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου, καθώς δεν πληρούται η προϋπόθεση της αμεσότητας της περιουσιακής μετακίνησης για την θεμελίωση της 904 ΑΚ και συνεπώς ο πλουτισμός μπορούσε να αναζητηθεί μόνο από το ασφαλιστικό ταμείο και όχι απευθείας από τους ασφαλισμένους, εφόσον αυτός σώζεται.
Η άποψη αυτή, η οποία υποστηρίζεται ευρέως στην νομολογία των δικαστηρίων, βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 913 ΑΚ, το οποίο είναι και το μοναδικό που κάνει λόγο για τριμερή σχέση στον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Κατά το άρθρο αυτό, ο λήπτης δεν μπορεί να υποχρεωθεί σε απόδοση του πλουτισμού, εφόσον το μεταβίβασε σε τρίτον ένεκα ελευθεριότητας, δηλαδή από χαριστική αιτία, μπορεί όμως ο δότης να αναζητήσει το περιελθόν. Συνεπώς λοιπόν, η διάταξη αυτή, κατά την κρατούσα στην νομολογία άποψη, εισάγει έναν γενικότερο κανόνα για το φαινόμενο του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το οποίο εφαρμόζεται mutatis mutandis σε όλες τις περιπτώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Στην Θεωρία, αντίθετα η κατάσταση περιπλέκεται ελαφρώς. Η κρατούσα στην θεωρία άποψη αποπειράται να κάνει έναν καταλογισμό του πλουτισμού, δηλαδή να απαντήσει στα ερωτήματα σε ποιού την περιουσία εντοπίζεται ο πλουτισμός και σε βάρος ποιού. Με σκοπό την συστηματικότερη και πληρέστερη ανάλυση του εν λόγω ζητήματος η θεωρία προβαίνει σε μια σειρά κατηγοριοποιήσεων. Καταρχήν θα πρέπει να διακριθεί η περίπτωση της αλυσίδας πλουτισμού, καλούμενη και γραμμική σχέση, όπου υπάρχουν αλλεπάλληλες περιουσιακές μετακινήσεις, από την τριγωνική σχέση, όπου υπάρχει πλουτισμός από παροχή τρίτου. Περαιτέρω οι έννομες συνέπειες διαφοροποιούνται στην περίπτωση της έμμεσης αντιπροσώπευσης, η οποία αποτελεί άλλωστε και ειδικότερη έκφανση γραμμικής σχέσης, όπως επίσης και επί πλουτισμό από παροχή του τρίτου της 317 ΑΚ, ενώ περαιτέρω διαφοροποίηση ανακύπτει και ανάλογα με την ακυρότητα της σχέσης κάλυψης, της σχέσης αξίας ή και των δύο.
Εκτενέστερα, αναφορικά με την γραμμική σχέση ή αλλιώς την αλυσίδα πλουτισμού αξίζει να επισημανθεί, ότι κατά κανόνα η ευθύνη από αδικαιολόγητο πλουτισμό γεννάται ενδοσυμβατικά, ήτοι, μεταξύ των μερών της άκυρης σύμβασης. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο, όταν το ενδιάμεσο πρόσωπο λειτουργεί ως έμμεσος αντιπρόσωπος1. Σε αυτήν την περίπτωση αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού γεννάται απευθείας κατά του αντιπροσωπευόμενου, παρακάμπτοντας κατά μια έννοια τον έμμεσο αντιπρόσωπο, ο οποίος άλλωστε δεν ενεργεί για δικό του λογαριασμό. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του διπλού ελαττώματος, η οποία θα αναλυθεί εν συνεχεία.
Στην τριγωνική σχέση, η κατάσταση δεν διαφοροποιείται δραματικά. Τα τρία πρόσωπα, που παρεμβαίνουν στην τριμερή σχέση αδικαιολόγητου πλουτισμού, συνδέονται με κάποιο τρόπο συμβατικά και συνεπώς ο πλουτισμός αναζητείται με βάση την ακυρότητα μιας εκ των συμβατικών σχέσεων. Γίνεται δηλαδή αναγωγή στην εσωτερική έννομη σχέση. Διευκρινιστικά επισημαίνεται, ότι η σχέση μεταξύ τρίτου και καταβάλλοντος τον πλουτισμό ονομάζεται σχέση κάλυψης, ενώ η σχέση μεταξύ αποκτώντος τον πλουτισμό και του τρίτου καλείται σχέση αξίας. Ειδικότερα, αν η σχέση κάλυψης είναι άκυρη ή ανίσχυρη, τότε ο τρίτος αποκτά αξίωση κατά του οφειλέτη Α, ενώ αντίθετα αν η σχέση αξίας πάσχει από ακυρότητα, τότε αξίωση αποκτά ο οφειλέτης Α κατά του δανειστή Β. Αντίθετα, οι έννομες συνέπειες διαφοροποιούνται, όταν ο τρίτος είναι αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος στην 317 ΑΚ. Σε αυτή την περίπτωση γεννάται αξίωση του Χ απευθείας κατά του Β, όπως εύστοχα απεικονίζεται στο σχήμα iv. Το ίδιο συμβαίνει και στη περίπτωση του διπλού ελαττώματος, δηλαδή όταν τόσο η σχέση κάλυψης, όσο και η σχέση αξίας είναι άκυρες ή ανίσχυρες, και τότε γεννάται απευθείας αξίωση υπέρ του τρίτου.
Η ως άνω εκτεθείσα θεωρητική κατασκευή φαίνεται να περιπλέκει την κατάσταση και φαντάζει δαιδαλώδης, ενώ επί της ουσίας καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα που οδηγεί μια απλή εφαρμογή του 904 ΑΚ. Εκ παραλλήλου, όπως επισημαίνεται από την ίδια την θεωρία, καταλήγει αρκετές φορές σε άδικα αποτελέσματα. Ωστόσο δεν παύει να αποτελεί μια αξιόλογη προσπάθεια ανάλυσης του φαινομένου των τριμερών σχέσεων στην ευθύνη από αδικαιολόγητο πλουτισμό, παρόλο που η νομολογία μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να υιοθετεί την λύση της θεωρίας, ακολουθώντας μια λιγότερο περίπλοκη λύση, όπως ευστόχως καταδεικνύεται και από το σκεπτικό της ΑΠ 858/2020, για το οποίο έγινε λόγος ανωτέρω.
Πηγή: https://nomikospalmos.wordpress.com/