Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου δίνει το πράσινο φως στα κλιμάκια επιθεωρητών εργασίας (ΣΕΠΕ) και αστυνομικών να δρουν με σύγχρονα μέσα (μέθοδο τεχνικής βιομετρίας, φωτογράφιση, βιντεοσκόπηση κ.λπ.) για την καταπολέμηση της σύγχρονης μάστιγας της εμπορίας ανθρώπων, υπό τη μορφή της εργασιακής εκμετάλλευσης αλλοδαπών (από το Μπαγκλαντές, Πακιστάν κ.α.) που είτε εισέρχονται παράνομα στη χώρα, είτε έχουν άδεια παραμονής και απασχολούνται κάτω από απάνθρωπες συνθήκες με ελάχιστες αμοιβές.
Η γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, η οποία υπογράφεται από τον αντεισαγγελέα Γεώργιο Σκιαδαρέση, παρέχει τη δυνατότητα στα κλιμάκια ΣΕΠΕ και αστυνομικών που πραγματοποιούν ελέγχους σε επιχειρήσεις, εγκαταστάσεις κ.α. στο πλαίσιο της πάταξης της εργασιακής εκμετάλλευσης (μαύρη εργασία), η οποία «υποκρύπτει στοιχεία εμπορίας ανθρώπων», να χρησιμοποιούν σύγχρονα μέσα για την ταυτοποίηση των εργαζομένων. Στο πλαίσιο αυτό δίνεται η δυνατότητα στα κλιμάκια να χρησιμοποιούν βιομετρικά δεδομένα, φωτογράφιση και βιντεοσκόπηση των προσώπων των εργαζομένων, των χώρων εργασίας, των βιβλίων που τηρούνται στις επιχειρήσεις κ.λπ., χωρίς τη συναίνεση των εργαζομένων και χωρίς να παραβιάζεται η προστασία των προσωπικών τους δεδομένων.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου οριοθέτησαν τις δυνατότητες των κλιμακίων αυτών για μια αποτελεσματική αντιμετώπιση «της εργασιακής εκμετάλλευσης, ως έκφανση της εμπορίας ανθρώπων», η οποία αντιμετωπίζεται ως κακουργηματική πράξη, αλλά και την ταυτοποίηση των παράνομα εισερχομένων και εργαζομένων στη χώρα μας.
Τα κοινά κλιμάκια ΣΕΠΕ και ΕΛ.ΑΣ., πλέον των άλλων, συγκροτούνται καθώς οι επιθεωρητές εργασίας δεν έχουν ανακριτικές ιδιότητες, ενώ οι αστυνομικοί έχουν.
Η εισαγγελική γνωμοδότηση προκλήθηκε από ερώτημα του ΣΕΠΕ και της Επιθεώρησης Εργασίας, καθώς, μεταξύ των άλλων, οι εργοδότες οι οποίοι απασχολούν παράνομα και ανασφάλιστα αλλοδαπούς και ειδικά εργάτες γης αμφισβητούν το πόρισμα του επιθεωρητή εργασίας, ότι «ο εργαζόμενος που αναγράφεται στο δελτίο ελέγχου ως απασχολούμενος χωρίς έγγραφα είναι ο επονομαζόμενος X και υποδεικνύει άλλο πρόσωπο Ψ (που είναι καθ’ όλα νόμιμα απασχολούμενο και συνήθως ομοεθνές του πρώτου), επικαλούμενος πλάνη του επιθεωρητή εργασίας για το πρόσωπο».
Ετσι, οι επιθεωρητές εργασίας «δικαιούνται πλέον να φωτογραφίζουν ή να μαγνητοσκοπούν τους χώρους της επιχείρησης, τα πράγματα σε αυτούς, τα βιβλία, μητρώα, έγγραφα, αρχεία και κάθε άλλο στοιχείο που τηρεί αυτή, καθώς επίσης τα πρόσωπα των ελεγχθέντων απασχολουμένων στους χώρους της επιχείρησης, ημεδαπών και αλλοδαπών».
Μάλιστα, «πρόδηλο» είναι, κατά την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, ότι «αφού η φωτογράφιση γίνεται νομίμως, ουδόλως απαιτείται η συναίνεση του υποκειμένου των δεδομένων (εργαζόμενου)».
Ωστόσο, η φωτογράφιση πρέπει «να γίνεται εν γνώσει του εργαζόμενου και όχι μυστικά, εν αγνοία του». Δηλαδή, συνεχίζει η Εισαγγελία, «έστω και αν δεν απαιτείται η συναίνεσή του, αυτός πρέπει να γνωρίζει ότι ο επιθεωρητής εργασίας τον φωτογραφίζει ή τον μαγνητοσκοπεί» και πρέπει να ενημερώνεται για τον σκοπό επεξεργασίας των προσωπικών του δεδομένων.
Πάντως, η φωτογράφιση ή η μαγνητοσκόπηση (η οποία πρέπει να γίνεται όχι με ιδιωτική συσκευή του επιθεωρητή εργασίας, αλλά του ΣΕΠΕ) πρέπει «να επιλέγεται ως έσχατη λύση, όταν δηλαδή ο εργαζόμενος δεν φέρει κανένα αποδεικτικό έγγραφο ταυτοπροσωπίας με τη φωτογραφία του ή φέρει μεν τέτοιο, αλλά η επικολλημένη φωτογραφία δεν απεικονίζει τον ίδιο».