Της Ελένης Τσιάβου
«Δεν πειράζει» έλεγε με χαμηλωμένο βλέμμα λες και είχε πια παραδοθεί.
Δεν υπήρχε χειρότερο αίσθημα από το να βλέπεις τον άνθρωπο σου να εγκαταλείπει. Συγκεκριμένα, τον έκαναν να εγκαταλείψει… Η αδιαφορία τους, οι βαριές κουβέντες χωρίς να υπολογίζουν, λέγοντας σου σχεδόν ωμά «πεθαίνεις».
Σε μια κοινωνία όπου σημασία έχει μόνο το χρήμα ένας… ακόμη ασθενής (με καρκίνο) είναι απλώς ένα νούμερο.
Ο ίδιος πια σκύβει το κεφάλι, δεν αγωνίζεται γιατί αυτή η ζωή δεν τον εμπνέει πλέον να παλέψει.
Παλεύει μόνο να μην γίνει «βάρος» στα παιδιά του…
Οι «επαγγελματίες», ο περίγυρος, το σύστημα… αυτές οι μαλακίες ναι.
«Κανείς τους δεν νοιάζεται» θα συνεχίσει ψελλίζοντας μερικές λέξεις για να μην δείξει ότι τον πιάνει και το παράπονο.
Δεν σου το επιτρέπω όμως εγώ, εμείς… και το «εμείς» είναι η πιο στενή έννοια που μπορεί να υπάρξει. Η πιο ειλικρινής, που δεν χωράνε καν «οι άλλοι» που σου προκάλεσαν έναν ακόμη πόνο… αυτό της αδιαφορίας, ενώ ανέβαινες ήδη τον δικό σου Γολγοθά.
Ένας δρόμος, ένα μονοπάτι πολύ τραχύ, με τα πόδια σου βαριά να καίνε. Με τις θεραπείες να ανοίγουν πληγές περισσότερο στη ψυχή σου.
Το αδύναμο το κλωτσάνε. Το αδύναμο το έχουν στην άκρη. Το αδύναμο το πετάνε.
«Οι άλλοι» όμως, όχι εμείς … όχι εγώ.
Δεν σε αφήνω να γεμίσεις ηττοπάθεια γιατί ήδη είσαι νικητής.
Είμαστε εδώ, παλεύοντας με πείσμα την όποια δύσκολη λέξη και λέγεται και ακόμα και καρκίνος.
*για τον πατέρα μου αλλά και όλους τους καρκινοπαθείς