- Η λογοδοσία και η διαφάνεια έχει αποδειχθεί με μετρήσιμους δείκτες ότι, εκτός των άλλων, συντελούν αποφασιστικά στη βελτίωση της λειτουργίας και της αποτελεσματικότητας κάθε οργανισμού. Τα συστήματα στην απονομή της Δικαιοσύνης δεν αποτελούν εξαίρεση. Στη χώρα μας, ελλείψει βεβαίως σχετικής παράδοσης, οι σχετικές επιδόσεις είναι μηδαμινές. Αυτό που μπορεί άμεσα να γίνει είναι κάθε Εφετείο να αποκτήσει δική του ιστοσελίδα, στην οποία να δημοσιεύει για το ίδιο και για τα Πρωτοδικεία που ανήκουν στην Περιφέρειά του τα πιο σημαντικά στατιστικά στοιχεία για το έργο που παράγουν κάθε χρόνο (ήτοι, κατ΄ ελάχιστον, αριθμός υποθέσεων που εκδικάσθηκαν, αριθμός νέων υποθέσεων που εισήλθαν, μέσος χρόνος που απαιτήθηκε έως την έκδοση απόφασης, αριθμός αναβολών). Με τον τρόπο αυτόν η κοινωνία, η οποία δικαιούται να γνωρίζει, θα ενημερώνεται, θα συγκρίνει, θα κρίνει και τεκμηριωμένα θα διεκδικεί, όπου χρειάζεται, καλύτερες επιδόσεις.
- Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την αξιολόγηση στη Δικαιοσύνη, η οποία ασφαλώς πρέπει να προχωρήσει περισσότερο, με λελογισμένα βήματα, ει δυνατόν σε συνεργασία με τους ίδιους τους δικαστές και τις Ενώσεις τους, χωρίς από τη σχετική διαδικασία να εξαιρείται κανείς, ούτε καν οι Αντιπρόεδροι των Ανωτάτων δικαστηρίων. Στο πλαίσιο ενίσχυσης της διαδικασίας αξιολόγησης θα μπορούσε να θεσπισθεί η ετήσια υποβολή εκ μέρους των Δικηγορικών Συλλόγων μιας αναλυτικής έκθεσης με τις παρατηρήσεις τους για τα δικαστήρια και, ενδεχομένως, όπου χρειάζεται, για δικαστές της περιφέρειάς τους, οι δε εκθέσεις αυτές να τίθενται υποχρεωτικά υπ΄ όψιν των αντίστοιχων Επιθεωρητών. Έτσι, προβλήματα που ταλαιπωρούν την καθημερινή λειτουργία των δικαστηρίων, όπως δυσλειτουργίες συγκεκριμένων τμημάτων ή γραφείων, θα πάψουν επιτέλους ν΄ αποτελούν μόνο κοινό μυστικό στους παροικούντες την κάθε δικαστική Ιερουσαλήμ και θα φτάσουν εκεί που πρέπει. Παράλληλα, μια τέτοια πρόβλεψη, χωρίς να καθιστά τους Δικηγορικούς Συλλόγους άμεσους συμμετόχους της αξιολόγησης των δικαστών, κάτι που θα έγειρε συνταγματικά ζητήματα, θ’ αναβάθμιζε ουσιαστικά τον ρόλο τους, αφού η τυχόν αδράνειά τους θα συνεπαγόταν πλέον και μερίδιο δικής τους ευθύνης στη διαιώνιση των παθογενειών.
- Τα μεγάλα προβλήματα των καθυστερήσεων στην έκδοση των αποφάσεων είναι γνωστά. Αυτό που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό είναι ότι ένα μεγάλο ποσοστό των εκδιδομένων αποφάσεων είναι απορριπτικές για λόγους αποκλειστικά τυπικούς, συχνά τυπολατρικούς, χωρίς να μπαίνουν καθόλου στην ουσία της υπόθεσης. Επειδή δε, φυσικά, η δικονομία επιτρέπει στον διάδικο που απορρίφθηκε η αγωγή του για τυπικό λόγο να επανέλθει έχοντας θεραπεύσει την εν λόγω τυπική παράβαση ή αβλεψία, πρακτικά αυτό σημαίνει ότι παρά το παραπλανητικό στατιστικό στοιχείο της έκδοσης απόφασης, η υπόθεση κάνει διπλάσιο χρόνο να εκδικαστεί, αφού όλα ξαναρχίζουν από την αρχή. Μια πολύ σημαντική ρύθμιση που μπορεί και πρέπει να υπάρξει, όπως συμβαίνει ευρέως σε πολλές χώρες, είναι να θεσπισθεί υποχρέωση του δικαστή (αντί του δικαιώματος που έχει τώρα, του οποίου σπανίως κάνει χρήση)όποτε διαπιστώνει ύπαρξη τυπικών ελλείψεων οι οποίες μπορούν εύκολα να συμπληρωθούν (πχ όταν δεν προσδιορίζεται με ακρίβεια η αξία ενός ακινήτου ώστε να μπορεί να επιβεβαιωθεί η καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου),να ζητά εντός μιας εύλογης προθεσμίας κάποιων ημερών ή εβδομάδων τη συμπλήρωσή τους. Δηλαδή, από ένα σχεδόν αποκλειστικά συζητητικό σύστημα, να πάμε σ΄ ένα πιο ανακριτικό, τουλάχιστον ως προς τα βασικά, με μεγαλύτερη δηλαδή ευχέρεια του δικαστή να προχωρά στην επί της ουσίας κρίση της διαφοράς αντί να στέκεται (ή να επιδιώκει να σταθεί, όπως ενίοτε συμβαίνει) στα τυπικά/διαδικαστικά προαπαιτούμενα.
- Δικονομικού χαρακτήρα είναι και η επόμενη πρόταση, που αφορά στην «οιονεί» δικάσιμο που προβλέπεται στην τακτική διαδικασία εκδίκασης των αστικών υποθέσεων. Συγκεκριμένα, ενώ ο νόμος προβλέπει την ταχεία, χωρίς μάλιστα δυνατότητα αναβολής, κατάθεση των ισχυρισμών των δύο πλευρών και την υποβολή όλων των εγγράφων και αποδεικτικών στοιχείων τους σε πολύ σύντομη προθεσμία, όλα αυτά μετά μπαίνουν σε κάποιο ντουλάπι της Γραμματείας του δικαστηρίου και μετά από κάποιο, συχνά πολύ μεγάλο, χρονικό διάστημα (διετία συνήθως στην Αθήνα), κατά το οποίο καμία απολύτως ενέργεια δεν λαμβάνει χώρα, ορίζεται μία «οιονεί δικάσιμος», κατά την οποία επίσης καμιά απολύτως ενέργεια δεν λαμβάνει χώρα, απλά από τότε αρχίζει να τρέχει ο χρόνος για τον δικαστή που χρεώθηκε την υπόθεση προκειμένου να εκδώσει την απόφασή του, κάτι που συμβαίνει μετά από ένα άλλο, επίσης διόλου αμελητέο, χρονικό διάστημα, πολλών μηνών, έτους ή και ακόμη περισσότερο. Στο Πρωτοδικείο Αθηνών, όπου εκδικάζονται οι περισσότερες υποθέσεις, αυτό έχει ως αποτέλεσμα χρόνους μεγαλύτερους της τετραετίας για την έκδοση πρωτοβάθμιας απόφασης (η οποία μάλιστα μπορεί να απορρίπτει την αγωγή για τυπικό λόγο-βλ. παραπάνω, υπό 3-, οπότε, στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να περιμένουμε περίπου 8 χρόνια για την επί της ουσίας πρωτοβάθμια απόφαση)! Η πρόβλεψη της οιονεί δικασίμου δεν έχει κανένα απολύτως νόημα και πρέπει επιτέλους να καταργηθεί.
- Σημαντική βοήθεια, τέλος, μπορεί πράγματι να παράσχει ο θεσμός του βοηθού δικαστή, ο οποίος έχει μεν εξαγγελθεί, μένει όμως να υλοποιηθεί και η αποτελεσματικότητά του να κριθεί στην πράξη. Το κρίσιμο είναι να στελεχώνεται με νέους (ή και λιγότερο νέους) δικηγόρους που θα μπορούν πραγματικά να συνδράμουν τους δικαστές και όχι απλά να συμπληρώνουν το έργο των δικαστικών υπαλλήλων, των οποίων ο αριθμός ούτως ή άλλως πρέπει σημαντικά να αυξηθεί, μια που στη χώρα μας ο λόγος δικαστικών υπαλλήλων προς δικαστές είναι από τους χειρότερους στην ΕΕ, με αποτέλεσμα αντικειμενικές δυσχέρειες στην απονομή της Δικαιοσύνης.
+1. Όλα τα παραπάνω, μαζί βέβαια με την ανάγκη ουσιαστικής και ευρύτατης αξιοποίησης της τεχνολογίας, είναι μέτρα που μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά την αποτελεσματικότητα της ελληνικής Δικαιοσύνης. Έχει όμως διαπιστωθεί ότι πολύ συχνά η υλοποίηση αποφάσεων προφανώς ευεργετικών ανεξήγητα δεν προχωρά. Ακόμη και σε προβλήματα όπου οι λύσεις είναι αυτονόητες(όπως η ανάγκη διεύρυνσης του πολύ περιορισμένου σήμερα -περί τις 4 ώρες ημερησίως, το πολύ- ωραρίου διεξαγωγής των δικών), δεν έρχονται ποτέ. Ο λόγος βέβαια είναι το περίφημο πολιτικό κόστος, η διακομματική και διαχρονική υποχώρηση των κυβερνήσεων μπροστά στις αντιδράσεις των εκάστοτε θιγόμενων ομάδων (εν προκειμένω δικαστών, δικηγόρων και υπαλλήλων, κατά περίπτωση).
Το ζήτημα όμως της απονομής της Δικαιοσύνης είναι ένα κορυφαίο πλέον ζήτημα για τη χώρα, κυρίως για την αποκατάσταση του ελλείποντα στη πράξη σεβασμού της οργανωμένης Ελληνικής Πολιτείας προς ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, όπως είναι το δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, το οποίο προσβάλλεται βάναυσα όταν η απόφαση εκδίδεται μετά από δεκαετίες. Αλλά και διότι το πρόβλημα αποτελεσματικότητάς της αποτελεί βασικό ανασταλτικό παράγοντα για την προσέλκυση επενδύσεων και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Οι συνέπειες δε και των δύο είναι προφανές ότι πλήττουν πολύ περισσότερο τους πλέον αδύναμους και τους πλέον νομοταγείς από τους συμπολίτες μας, που προσβλέπουν μόνο στη Δικαιοσύνη για να βρουν το δίκιο τους, είναι δηλαδή πολλαπλώς άδικες. Επειδή λοιπόν τα λόγια και οι εξαγγελίες δεν αρκούν πλέον, ίσως μια λύση κι εδώ να είναι αυτή που ήδη σε άλλον τομέα -στα δημόσια οικονομικά, με τον θεσμό του Ειδικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων – αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένη, παρά την έντονη κριτική που είχε δεχτεί αρχικά. Δηλαδή με την θέσπιση θέσης κυβερνητικής ευθύνης στον τομέα της Δικαιοσύνης μη πολιτικού προσώπου (λ.χ. ενός Ειδικού Γραμματέα Δικαιοσύνης), με συγκεκριμένη θητεία, ανεξάρτητη από πολιτικές αλλαγές, ο οποίος δεν θα λαμβάνει βέβαια αποφάσεις πολιτικής ή ιδεολογικής φόρτισης, θα μπορεί όμως να πράττει επιτέλους τα αυτονόητα, χωρίς να κωλύεται από την έννοια του πολιτικού κόστους. Δηλαδή να ενεργεί αποκλειστικά για το καλό των πολλών, αδιαφορώντας για το συμφέρον του οποιουδήποτε κόμματος που τυχαίνει να κυβερνά. Γνωρίζω ότι η συγκεκριμένη λύση δεν πρέπει ν’ αποτελέσει γενικευμένη κυβερνητική πρακτική γιατί υστερεί σε επίπεδο δημοκρατικής νομιμοποίησης, στη χώρα μας όμως, του ακραίου κομματισμού, απέχουμε ακόμη παρασάγγας από κάτι τέτοιο. Αντίθετα, τα οξύτατα χρονίζοντα προβλήματα επιμένουν να είναι παρόντα.
Πηγή: dikastiko.gr