Ολλανδικό δικαστήριο δικαίωσε έναν τηλεπωλητή που είχε απολυθεί, επειδή αρνήθηκε να κρατήσει ανοιχτή την κάμερα του υπολογιστή του για όσο εργαζόταν.
Ο υπάλληλος της εταιρείας πληροφορικής Chetu με έδρα τις ΗΠΑ θα λάβει ως αποζημίωση περίπου 75.000 ευρώ.
Τον Αύγουστο, ο τηλεπωλητής που εργαζόταν στην Ολλανδία, κλήθηκε να μοιραστεί live την οθόνη του και να αφήσει ενεργοποιημένη την κάμερά του ενώ εργαζόταν.
Όταν αρνήθηκε, απολύθηκε με την εταιρεία να τον κατηγορεί για «άρνηση εργασίας» και «ανυπακοή».
Η Chetu δεν έδωσε κατάθεση στο δικαστήριο και δεν εμφανίστηκε στην ακροαματική διαδικασία, αναφέρει η απόφαση.
Τώρα, το αρμόδιο δικαστήριο επιδίκασε στον υπάλληλο της Chetu περίπου 75.000 ευρώ, αναφέρει το BBC.
Το δικαστήριο είχε αποφανθεί επί της υπόθεσης τον Σεπτέμβριο, αλλά τα πορίσματά του δημοσιεύθηκαν αυτόν τον μήνα και αναφέρθηκαν από τους Netherlands Times.
Νωρίτερα φέτος, η TUC, η οποία εκπροσωπεί τα συνδικάτα στην Αγγλία και την Ουαλία, προειδοποίησε ότι η χρήση της τεχνολογίας επιτήρησης στους χώρους εργασίας – συμπεριλαμβανομένης της χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης για την παρακολούθηση των εργαζομένων – είχε ενταθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας και ήταν πλέον «ανεξέλεγκτη».
Στις μεθόδους περιλαμβάνεται η παρακολούθηση των ηλεκτρονικών μηνυμάτων και των αρχείων, των webcams στους εταιρικούς υπολογιστές, την παρακολούθηση του πότε και πόσο γρήγορα πληκτρολογεί ένας εργαζόμενος, των κλήσεων που πραγματοποιεί και των κινήσεων που κάνει ο εργαζόμενος, μέσω της χρήσης κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης και συσκευών με δυνατότητα εντοπισμού.
Ο Μαξ Γουίντροπ, εταίρος της δικηγορικής εταιρείας Sintons LLP, δήλωσε ότι η παρακολούθηση των εργαζομένων είχε ενταθεί μαζικά καθώς η απαιτούμενη τεχνολογία έγινε πιο προσιτή και καθώς οι εργοδότες προσπαθούσαν να παρακολουθούν τους υπαλλήλους που εργάζονται από το σπίτι.
Ο ίδιος θεωρεί ότι δεν υπάρχει μια απλή απάντηση στο κατά πόσον η οποιαδήποτε συγκεκριμένη παρακολούθηση παραβιάζει την ιδιωτική ζωή ενός εργαζομένου στο Ηνωμένο Βασίλειο.
«Εξαρτάται. Ένας νόμιμος λόγος παρακολούθησης, όπως η πρόληψη της κλοπής ή της σωματικής βλάβης των εργαζομένων, είναι πιθανό να γίνει αποδεκτός από το δικαστήριο», δήλωσε ο κ. Γουίντροπ, μέλος της Επιτροπής Εργατικού Δικαίου της Law Society.
«Και μόνο η επιβολή ενός παρεμβατικού καθεστώτος παρακολούθησης χωρίς σοβαρό λόγο, ιδίως εάν η παρακολούθηση λαμβάνει χώρα σε περιοχές ή στο χώρο εργασίας όπου οι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να έχουν εύλογη προσδοκία ιδιωτικότητας», δεν μπορεί να υποστηριχθεί, σύμφωνα με τον Winthrop.
Ο εργαζόμενος εργαζόταν για την Chetu από το 2019, όταν τον Αύγουστο του ζητήθηκε να συμμετάσχει σε ένα «Πρόγραμμα διορθωτικών ενεργειών (“CAP”) – Εικονική τάξη», κατά τη διάρκεια του οποίου η κάμερα του υπολογιστή έπρεπε να παραμείνει ενεργοποιημένη.
Σύμφωνα με τα πρακτικά της δίκης ο εργαζόμενος αρνήθηκε, λέγοντας: «Δεν αισθάνομαι άνετα να με παρακολουθεί επί εννέα ώρες την ημέρα μια κάμερα. Αυτό αποτελεί παραβίαση της ιδιωτικής μου ζωής και με κάνει να αισθάνομαι πραγματικά άβολα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κάμερά μου δεν είναι ενεργοποιημένη. Μπορείτε ήδη να παρακολουθείτε όλες τις δραστηριότητες στο φορητό μου υπολογιστή και μοιράζομαι την οθόνη μου».
Απαντώντας στις αντιρρήσεις του εργαζομένου, η Chetu υποστήριξε ότι αυτό δεν διαφέρει από την παρακολούθηση ενός εργαζομένου σε περιβάλλον γραφείου.
Όμως το δικαστήριο διαφώνησε, επικαλούμενο μια απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία αναφέρει ότι «η βιντεοεπιτήρηση ενός εργαζομένου στον χώρο εργασίας, είτε είναι κρυφή είτε όχι, πρέπει να θεωρηθεί ως σημαντική παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή του εργαζομένου».
Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε επαρκής δικαιολογία για την παρακολούθηση από την Chetu, και επομένως παραβίασε τα δικαιώματα ιδιωτικής ζωής του εργαζομένου.