Άρθρο της Κωνσταντίνας Λεκκάκου «Lekkakou & Associates – Law Firm»

Δύο οφειλέτριες, όπου η μητέρα έφερε την επικαρπία και η κόρη την ψιλή κυριότητα του ενός και μοναδικού τους ακινήτου, συμβλήθηκαν ως εγγυήτριες σε επιχειρηματικό δάνειο που έλαβε, λίγο μετά το 2000, η επιχείρηση, την οποία διατηρούσαν στην Αθήνα, παραμένοντας καθ’ όλα συνεργάσιμες, επί σειρά ετών.

Κατά την περίοδο της κρίσης, η εταιρεία αδυνατούσε να εισπράξει από τους οφειλέτες της – εμπόρους τα οφειλόμενα, ενώ προέκυψε και ζήτημα ακάλυπτων επιταγών που έλαβε στα χέρια της.
Ως ήταν λογικό, στράφηκε τότε δικαστικά, διεκδικώντας τα υπέρογκα ποσά που της οφείλονταν, πλην όμως, δεν κατάφερε ποτέ να επανέλθει και να περιορίσει το παθητικό της.
Πρόκειται για ένα «ντόμινο» οικονομικών καταστροφών, το οποίο έπληξε τους εμπόρους την περίοδο της κρίσης και στην περίπτωση των εντολέων μας έδρασε καταλυτικά, καθώς οδήγησε την επιχείρηση που τηρούσαν σε παύση λειτουργίας.
Λόγω της άνω εξέλιξης, οι εντολείς μας βρέθηκαν στη δεινή θέση να αδυνατούν να εκπληρώσουν τις δικές τους υποχρεώσεις έναντι της Τράπεζας και για τον λόγο αυτό, ήδη από το 2016, αμέσως μόλις διαπιστώθηκε η αδυναμία τους, απευθύνθηκαν  σε αυτή, ζητώντας να ρυθμιστεί η οφειλή τους με ρεαλιστικούς όρους και εντός των διαδικασιών που προέβλεπε ο Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών. Εντούτοις, παρά τα διαρκή αιτήματα και τις διαμαρτυρίες τους, ποτέ δεν ανταποκρίθηκε η Τράπεζα και ουδέποτε έλαβαν οποιαδήποτε αντιπρόταση ή πρόταση στα πλαίσια του Κώδικα.
Η ίδια τακτική ακολουθήθηκε και από τη «CEPAL HELLAS ΑΕΔΑΔΠ» που επικαλούνταν εν συνεχεία, ότι ανέλαβε τη διαχείριση της απαίτησης.
Το 2023 και ενώ οι δανειολήπτες δεν σταμάτησαν στιγμή να προσπαθούν για ρύθμιση, έχοντας παράλληλα επιβαρυνθεί με υπέρογκους τόκους όλα αυτά τα έτη άνευ υπαιτιότητάς τους, έλαβε χώρα καταγγελία της σύμβασης από τη CEPAL HELLAS και εκδόθηκε Διαταγή πληρωμής. Αμέσως δε, η τελευταία προχώρησε σε επιβολή κατάσχεσης επί της μοναδικής και κύριας κατοικίας των δυο γυναικών.
Ο Δικηγορικός Οίκος «Lekkakou & Associates – Law Firm προσέφυγε δικαστικά, καταθέτοντας αρχικά ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής και εν συνεχεία ανακοπή κατά της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης, όπου και αναλύθηκε το ιστορικό των συγκεκριμένων δανειοληπτών, ως και οι ειδικοί λόγοι, που, εν προκειμένω, συνέτρεχαν ως προς την νομιμοποίηση της εν λόγω εταιρείας διαχείρισης επί της απαίτησης.
Ακολούθως, εκδόθηκαν δυο δεκτές αποφάσεις από τους Δικαστές του Πρωτοδικείου Αθηνών, με τις οποίες ακυρώθηκε το σύνολο των πράξεων, που είχε προβεί η CEPAL HELLAS κατά των εντολέων των Δικηγορικών Γραφείων, καθώς αποδείχθηκε περίτρανα, εξ εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων, ότι η εταιρεία CEPAL HELLAS, όχι μόνο δεν είχε τηρήσει, όπως και η προκάτοχος τράπεζα, τις διαδικασίες του Κώδικα Δεοντολογίας, επιδεικνύοντας αδικαιολόγητη αδιαφορία επί των εκκλήσεων ρύθμισης, αλλά επίσης δεν νομιμοποιούνταν εξαρχής καν να καταγγείλει το δάνειο, καθώς ποτέ δεν είχε μεταβιβασθεί το σχετικό αυτό δικαίωμα της καταγγελίας εκ μέρους της προκατόχου Τράπεζας, η οποία το διατηρούσε η ίδια ακόμα.
Το Δικαστήριο κήρυξε άκυρες, τόσο τη διαταγή πληρωμής, όσο και την κατασχετήρια έκθεση, οι οποίες στηρίχθηκαν σε καταγγελία δανειακής σύμβασης που δεν παρήγαγε κανένα αποτέλεσμα, με συνέπεια η εν λόγω σύμβαση να παραμένει ουσιαστικά μη καταγγελμένη μέχρι σήμερα.
Αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά, ότι τα Δικαστήρια στέκονται με αυστηρότητα απέναντι στις πράξεις των τρίτων, εταιρειών διαχείρισης / funds, με τις οποίες ο δανειολήπτης ποτέ δεν συναλλάχθηκε, αλλά δυνάμει μιας εντελώς αδιαφανούς διαδικασίας αγοράς απαιτήσεων, διεκδικούν από αυτόν υπέρογκα ποσά, δίχως θεμελίωση οποιασδήποτε νομιμοποίησής τους.

Απόσπασμα του υπό έκδοση βιβλίου με τίτλο «ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ στην αναγκαστική εκτέλεση» με υπότιτλο «Περί Πλειστηριασμών – Από τη θεωρία στην πράξη» ISBN 978-618-00-3736-4 

www.bankingnews.gr