Πλήρως δικαιώθηκε με απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου, ηλικιωμένο ζευγάρι στη Ρόδο, το οποίο χρωστούσε περίπου 135.000 ευρώ και τελικά αποφασίστηκε να καταβάλει μόλις 6.000 ευρώ για τις οφειλές του αυτές.
Η απόφαση έρχεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου, το οποίο με την υπ’ αριθμό 211/2024 έκανε δεκτή την έφεση του 77χρονου και της 75χρονης, με την οποία ζητούσαν να ρυθμιστούν οι οφειλές που είχαν προς τράπεζες, συνολικού ύψους 134.760,87 ευρώ.
Το ζευγάρι των συμπολιτών μας δια της δικηγόρου κας Κατερίνας Βολονάκη, κίνησε όλες τις νόμιμες διαδικασίες και το δικαστήριο αποφάσισε ο 77χρονος συνταξιούχος σύζυγος να καταβάλλει μηνιαία άτοκη δόση ύψους 100 ευρώ για 60 μήνες, επιμερισμένη συμμέτρως σε όλους του πιστωτές και η 75χρονη σύζυγος μηδενική δόση.
Ειδικότερα, το Ειρηνοδικείο Ρόδου, είχε απορρίψει την αίτησή τους για υπαγωγή στις ευεργετικές διατάξεις του Νόμου Κατσέλη (Ν. 3869/2010), καθώς είχε κρίνει πως είχαν την εμπορική ιδιότητα και άρα πτωχευτική ικανότητα κατά τον χρόνο παύσης των πληρωμών.
Στον δεύτερο βαθμό (Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου), οι δανειολήπτες προσκόμισαν όλες τις αποδείξεις εξόφλησης των δανείων τους, και μετά, την παύση της ατομικής τους επιχείρησης, η οποία τα τελευταία χρόνια πριν την παύση των πληρωμών ήταν ζημιογόνα.
Έτσι, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο παρά την πρωτόδικη απόφαση, έκανε δεκτή την έφεση των συνταξιούχων, ρύθμισε τα χρέη του 77χρονου συζύγου με μηνιαίες καταβολές προς τις τράπεζες για χρονικό διάστημα 60 μηνών, συνολικού μηνιαίου ποσού 100 ευρώ επιμεριζόμενου συμμέτρως στις τράπεζες και ρύθμισε τα χρέη της συζύγου ορίζοντας μηδενικές καταβολές, διαγράφοντας οριστικά χρέος ύψους 128.760,87 ευρώ. Οι συνταξιούχοι θα κληθούν να καταβάλουν συνολικά μόνο το ποσό των 6.000 ευρώ και ταυτόχρονα θα διασωθούν δύο περιουσιακά στοιχεία της συζύγου σε χωριό του νησιού μας αλλά και στην πόλη.
Να σημειωθεί ότι, η αιτούσα είχε ζητήσει να εκποιηθούν, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι πιστωτές, μια και ήταν μακροχρόνια άνεργη, χωρίς σύνταξη και αδυνατούσε να καταβάλει οποιαδήποτε δόση. Το μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα ανερχόταν στο ποσό των 823,27 ευρώ, προερχόμενο από τη σύνταξη του συζύγου και το Δικαστήριο έκρινε ότι το ποσό, που θα μπορούσε να καταβάλλει μηνιαίως, μετά την αφαίρεση των εύλογων βασικών βιοτικών αναγκών τους, ανερχόταν στα 100 ευρώ προς όλους τους πιστωτές.
Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε, ότι τα περιουσιακά στοιχεία της συζύγου δεν αρκούν για την ικανοποίηση των τραπεζών και εξαιτίας ακριβώς της μικρής τους αξίας αλλά και της φύσης του δικαιώματος (1/2 εξ αδιαιρέτου) δεν θα προκαλούσαν ιδιαίτερο αγοραστικό ενδιαφέρον και τα προσδοκώμενα ως εκ τούτου τιμήματα αυτών από τη ρευστοποίησή τους δεν θα τύγχαναν αξιόλογα, κατόπιν και της αφαιρέσεως των εξόδων της εκποιήσεως αυτών. Έτσι, το Δικαστήριο δεν διέταξε τη ρευστοποίησή τους.