Γράφει ο Κωνσταντίνος Φίλης
Η κατάσταση στη Μέση Ανατολή είναι και πάλι εξόχως ανησυχητική. Η πρωτοφανής σε αριθμό ρουκετών, αποτελεσματικότητα και ανθρώπινες απώλειες επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ θέτει νέα δεδομένα στο περιφερειακό γίγνεσθαι.
Μέχρι το περασμένο Σάββατο υπήρχε η αίσθηση πως με την αναγνώριση του Ισραήλ από αραβικές χώρες μετά το 2020, τη συμφωνία Ιράν και Σαουδικής Αραβίας για να απόσχουν από τα τουλάχιστον τρία μέτωπα στα οποία συγκρούονταν διά αντιπροσώπων (Λίβανος, Συρία και Υεμένη) και εσχάτως την προσδοκία ότι θα μπορούσαν να εξομαλυνθούν οι σχέσεις Σαουδικής Αραβίας – Ισραήλ, η Μέση Ανατολή δεν θα αποτελούσε προτεραιότητα και τον πρώτο πονοκέφαλο για τη διεθνή κοινότητα, δίνοντας στους Αμερικανούς την ευκαιρία να διατηρήσουν το ενδιαφέρον τους προς τη ΝΑ Ασία και την ανάσχεση της κινεζικής επιρροής.
Ομως, μετά την τελευταία εξέλιξη, η Ουάσιγκτον συνειδητοποιεί ότι το κενό εξουσίας που έχει αφήσει η αποστασιοποίησή της από τα τεκταινόμενα στην ευρύτερη περιοχή Μέσης Ανατολής και Μεσογείου δεν έχει καλυφθεί επαρκώς από κάποια φίλα προσκείμενη δύναμη ή από ένα περιφερειακό σχήμα, που θα κατοχύρωνε τις αμερικανικές θέσεις. Οπότε, πολύ περισσότερο αν ο νέος κύκλος έντασης διατηρηθεί και κλιμακωθεί, πιθανόν να χρειαστεί οι Αμερικανοί να επανεξετάσουν την αντίληψή τους για το πώς θα επιτευχθεί μια στοιχειώδης σταθεροποίηση, εξασφαλίζοντας παράλληλα τα συμφέροντά τους. Στην αναζήτηση σταθερών συμμάχων που θα αποτελέσουν την αιχμή του δόρατος, η Ελλάδα προτάσσει την αξιοπιστία της, χωρίς, πάντως, να έχει τον ρόλο και τον λόγο που διεκδικεί η Τουρκία.
Η τελευταία έχει το μειονέκτημα της δυσπιστίας απέναντι στις προθέσεις της ηγεσίας της, ειδικότερα από την ισραηλινή πλευρά, ενώ η οργανική σχέση της με τη μουσουλμανική αδελφότητα και η ακραία ρητορική Ερντογάν τα προηγούμενα χρόνια εναντίον της Ιερουσαλήμ και υπέρ του παλαιστινιακού στοιχείου, παρότι έχουν μετριαστεί χάριν της ανάγκης εξομάλυνσης των σχέσεων με το Ισραήλ, δεν αφήνουν στην Αγκυρα μεγάλα περιθώρια ελιγμών.
Ενδεικτική, βέβαια, της σημασίας της είναι η διπλή τηλεφωνική επικοινωνία Μπλίνκεν – Φιντάν μέσα σε 24 ώρες, ωστόσο, Αίγυπτος και Ιορδανία έχουν μεγαλύτερη εμπειρία και τη σχετική εμπιστοσύνη των εμπλεκόμενων μερών ώστε όταν χρειαστεί να διαμεσολαβήσουν. Επομένως, η επικοινωνία Ουάσιγκτον – Αγκυρας πιθανόν αποσκοπούσε στο να επιδείξει η δεύτερη αυτοσυγκράτηση, να μη ρίξει λάδι στη φωτιά και να σταθεί πιο διακριτικά στο πλευρό των Παλαιστινίων.
Από εκεί και πέρα, προφανώς η Ελλάδα δεν επιθυμεί μια γενικότερη ανάφλεξη, διότι σε μια τέτοια περίπτωση, μεταξύ άλλων, θα εκτοξευθούν οι τιμές της ενέργειας, ενώ η ήδη σοβαρή μεταναστευτική πίεση θα διογκωθεί, δεδομένου ότι γειτονικές χώρες όπως ο Λίβανος και η Ιορδανία διατηρούν εδώ και χρόνια τον μεγαλύτερο κατά κεφαλήν αριθμό προσφύγων, κυρίως παλαιστινιακής καταγωγής, και με τον Λίβανο να βρίσκεται σε παρατεταμένη φάση δυσλειτουργίας.
Μία επιπλέον πτυχή γενικότερου ενδιαφέροντος είναι πώς θα επιδράσει η σύγκρουση Ισραήλ – Χαμάς, έστω κι αν δεν υπάρξει εμπλοκή τρίτων δυνάμεων, στις αραβικές και μουσουλμανικές κοινωνίες, οι οποίες ήδη περνούν δύσκολα λόγω της οικονομικής κρίσης στη σκιά του πολέμου στην Ουκρανία και ίσως μια σπίθα πυροδοτήσει αναταράξεις και ανακατατάξεις στους κόλπους αραβικών και μουσουλμανικών κρατών.
Τελευταία επισήμανση: Επειδή κάποιες από τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν παραπέμπουν σε ακραία τζιχαντιστικά στοιχεία και από τη στιγμή που η Ελλάδα έχει λάβει σαφή θέση υπέρ του Ισραήλ, πρέπει να προσεχθούν ιδιαίτερα ευαίσθητοι στόχοι και να ενισχυθεί η εσωτερική ασφάλεια.
* O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.
Πηγή: www.kathimerini.gr