Ο θάνατος, η ανθρώπινη ψυχή και η αναζήτηση της δικαιοσύνης είναι έννοιες, που έχουν απασχολήσει τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές συζητήσεις της ιστορίας, οι οποίες γεννήθηκαν και μεταλαμπαδεύτηκαν σε όλο τον δυτικό πολιτισμό, από τη χώρα μας, τη μήτρα του πολιτισμού αυτού.
Ο σεβασμός προς τους νεκρούς είναι αδιαπραγμάτευτος και αποτελεί ένδειξη πολιτισμού από την αρχαιότητα έως σήμερα.
Στην αρχαιότητα
Η ταφή ή καύση ή ενταφιασμός στην εποχή των αρχαίων Ελλήνων, επιβάλλεται από θρησκευτική ανάγκη, ώστε να εξευμενισθεί και να μη γίνει ον, που τιμωρεί. Αυτό το καθήκον επιτελεί η Αντιγόνη στο νεκρό σώμα του αδερφού της, Πολυνείκη, και αψηφά τη θανατική ποινή, που της επιβάλλει ο Κρέων (Σοφοκλέους, Αντιγόνη). Σε αυτό το ύψιστο χρέος υποκύπτει ο Αχιλλέας στον ικέτη πατέρα και βασιλιά Πρίαμο και του παραδίδει το νεκρό σώμα του Έκτορα για να ταφεί με τις απαιτούμενες τιμές. Ο Ομηρικός κόσμος των νεκρών εντυπώθηκε τόσο βαθιά στη συνείδηση των Ελλήνων, αλλά και στις μετέπειτα φιλοσοφικές θεωρίες (Ορφικοί, Πυθαγόρειοι και Πλατωνικοί) και τον Χριστιανισμό, ώσπου ριζώθηκαν στις ψυχές και τη συνείδηση μας αυτές οι αξίες, που στη συνέχεια μεταφέρθηκαν και αποτυπώθηκαν στον σύγχρονο πολιτιστικό και νομικό κόσμο μας.
Το χρέος σεβασμού προς τους νεκρούς στις αρχαίες τραγωδίες μας και στα Ομηρικά έπη, το οποίο μεταφέρθηκε και ισχύει, μέχρι σήμερα, και στη σύγχρονη δικαιοσύνη, με το Ποινικό Δίκαιο να δημιουργεί το πλαίσιο για την απόδοση ευθυνών, μας προκαλούν να σκεφτούμε, πως ο σεβασμός των νεκρών και η τελετουργία της ταφής (και όχι η εγκατάλειψη τους στη σκύλευση των νεκρών – κυριολεκτικά και μεταφορικά -), μας επηρεάζουν συνειδητά και ασυνείδητα, ωθώντας μας στον αέναο αγώνα απονομής δικαιοσύνης με ηθικό κίνητρο και αυτοσκοπό να βρει η ψυχή των νεκρών τον δρόμο της. Ο σεβασμός στο θρησκευτικό συναίσθημα του νεκρού και στη μνήμη του θανόντος αποτελούν, λοιπόν, αρχές, που ίσχυαν ανέκαθεν στις κοινωνίες μας.
Στην ελληνική νομοθεσία
Ο σεβασμός προς την ανθρώπινη ζωή αλλά και προς τους νεκρούς μας εκφράζεται έντονα στον Ποινικό Κώδικα, όπου η περιύβριση νεκρού και η προσβολή της μνήμης και της σορού του, καθώς και η κακομεταχείριση του σώματος του αποτελούν σοβαρά ποινικά αδικήματα (Άρθρο 292 Α ΠΚ). Η ανάγκη για αποκατάσταση του σεβασμού προς τον νεκρό καθιστά το δικαστικό σύστημα θεματοφύλακα της κοινωνικής ηθικής και οι θύτες τιμωρούνται με αυστηρές ποινές στα Εθνικά Δικαστήρια, κάτι που μέχρι σήμερα δεν έχει συμβεί για τη σοβαρή περίπτωση των θυμάτων των Τεμπών, προβληματίζοντας έντονα την κοινή γνώμη περί μη ύπαρξης δικαιοσύνης σε μία χώρα, που γέννησε την ατομική ελευθερία και τους θεσμούς της πόλης, καθώς και θεσμούς άρρηκτα συνδεδεμένους με τη σύγχρονη νομική σκέψη και τη λειτουργία του δικαίου στις σύγχρονες δημοκρατίες.
Στον Ευρωπαϊκό Χάρτη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαφυλάσσει τα δικαιώματα του ατόμου και επιτρέπει την προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), σε περίπτωση παραβίασής τους. Ωστόσο, η προσφυγή στο ΕΔΔΑ απαιτεί προηγουμένως την εξάντληση κάθε νομικής οδού σε επίπεδο εθνικό, μέσω των δικαστηρίων της χώρας μας και κατόπιν να κατατεθεί η προσφυγή, εντός 6 μηνών από την τελεσίδική απόφαση του εθνικού δικαστηρίου. Ορισμένα από τα πιο σχετικά άρθρα, που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην εν λόγω περίπτωση της πολιτικής εκμετάλλευσης της τραγωδίας και σκύλευσης νεκρών είναι τα Άρθρα 3, 8 και 10 της ΕΣΔΑ, τα οποία αποσκοπούν, εν γένει, στην επιβολή ποινών κατά της σπίλωσης, κακοποίησης και εξευτελιστικής μεταχείρισης της ανθρώπινης σάρκας και μνήμης των νεκρών.
Η σύνδεση των αρχαίων κειμένων με τους σύγχρονους νομικούς και κοινωνικούς προβληματισμούς, περί θανάτου και δικαιοσύνης, δεν είναι τυχαία. Το δυστύχημα των Τεμπών, το οποίο συνέβη την τελευταία ημέρα του Φεβρουαρίου του 2023, όπου συγκρούστηκαν οι δύο αμαξοστοιχίες, προκαλώντας την τραγική απώλεια πολλών ανθρώπινων ζωών, δημιούργησε δικαίως την αίσθηση, ότι οι νεκροί, όχι απλά δεν τιμήθηκαν δια της ταφής, αλλά υπέστησαν, επιπλέον, και κακομεταχείριση των σωμάτων τους και «εξευτελισμό» της μνήμης των ψυχών τους, παραβιάζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα των θυμάτων και των οικογενειών τους, αλλά και εγείροντας, ταυτόχρονα, ζητήματα σεβασμού και αξιοπρέπειας του ανθρώπου.
Τι άλλο άραγε θα έπρεπε να μας συμβεί, ώστε να ξυπνήσουμε από έναν «ύπνο δικαίου»;