Με πρόσφατη απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι, σε περίπτωση συρροής ελαφρυντικών, κατ’ άρθρο 85 ΠΚ, το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να επιβάλει το κατώτατο όριο της ποινής που προβλέπεται από το άρθρο αυτό, αναγόμενο στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου (ΑΠ 532/2022).
Πιο αναλυτικά, με τον σχετικό λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ισχυρίστηκε ότι καθ’ υπέρβαση εξουσίας, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ενώ του αναγνωρίστηκαν τρείς ελαφρυντικές περιστάσεις από το άρθρο 84 παρ. 2 περ. α’, β’ και δ’ ΠΚ, αντί να του επιβληθεί χρηματική ποινή, κατ’ άρθρο 85 ΠΚ, ως ελαφρύτερη ποινή, του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως, με αποτέλεσμα να καταστεί χειρότερη η θέση του.
Το ανώτατο δικαστήριο διαπίστωσε ότι για τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, του επιβλήθηκε πρωτοδίκως συνολική ποινή φυλακίσεως 18 μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Ακολούθως, με την αναιρεθείσα απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου μετά την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων από το άρθρο 84 παρ.2 περ. β’ και δ’ ΠΚ, του επιβλήθηκε μειωμένη ποινή, ήτοι συνολική ποινή 15 μηνών, η εκτέλεση της οποίας, ομοίως, ανεστάλη επί τριετία. Τέλος, με την προσβαλλόμενη απόφαση του Δικαστηρίου της παραπομπής, μετά την αναγνώριση και της τρίτης ελαφρυντικής περίστασης από το άρθρο 84 παρ.2 εδ.α’ ΠΚ, επιβλήθηκε σ’αυτόν, λαμβάνοντας υπόψη τη συρροή λόγων μείωσης της ποινής, έτι περαιτέρω μειωμένη ποινή, ήτοι συνολική ποινή φυλακίσεως 8 μηνών (για την επιβολή της οποίας, το ως άνω Δικαστήριο διέλαβε ειδική) η εκτέλεση της οποίας, ομοίως, ανεστάλη επί τριετία.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση του Δικαστηρίου της παραπομπής, επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ελαφρότερη ποινή, τόσο σε σχέση με την επιβληθείσα από την εκκληθείσα απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσο και σε σχέση με την επιβληθείσα από την αναιρεθείσα απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, αφού επιβλήθηκε, αντί αυτών, πολλαπλώς μειωμένη ποινή, εντασσόμενη εντός του πλαισίου της ποινής του άρθρου 85 ΠΚ, χωρίς να έχει υποχρέωση το ως άνω Δικαστήριο να επιβάλει το κατώτατο όριο της ποινής που προβλέπεται από το άρθρο αυτό, αναγόμενο στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, το οποίο λαμβάνει υπόψη, κατά την επιμέτρηση της ποινής, τα στοιχεία του άρθρου 79 ΠΚ.
Επιπλέον, διατήρησε, όπως είχε υποχρέωση, το ευεργέτημα της αναστολής εκτελέσεως της ποινής φυλακίσεως, το οποίο του είχε χορηγηθεί με τις προαναφερόμενες αποφάσεις.
Ο Άρειος Πάγος επεσήμανε ότι η ανασταλείσα ποινή φυλάκισης είναι ευμενέστερη, αφού άγει στην μη εκτέλεση της ποινής, σε αντίθεση με τη χρηματική ποινή, η οποία εκτελείται.
Έτσι, το Δικαστήριο δεν κατέστησε χειρότερη τη θέση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Με ειδικότερο δε σκεπτικό, μετά από παράθεση νομικής σκέψης, επαρκώς αιτιολόγησε την απόφασή του αυτή.
Συνεπώς, κρίθηκε ότι το Δικαστήριο της παραπομπής δεν στέρησε την απόφασή του από την ειδική και εμπεριστατωμένη κατά το άρθρο 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, αιτιολογία, ορθώς ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 84 και 85 ΠΚ και 470 ΚΠΔ και με την επιβολή της ως άνω ποινής δεν κατέστησε χειρότερη τη θέση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του.
Απόσπασμα απόφασης
Όπως προαναφέρεται, υπέρβαση εξουσίας, που στοιχειοθετεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ, υπάρχει όταν το ποινικό δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του ή υπαγόταν στη δικαιοδοσία του αλλά δεν συνέτρεχαν οι όροι άσκησής της (θετική υπέρβαση εξουσίας) και όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα, που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του και είχε υποχρέωση να αποφασίσει (αρνητική υπέρβαση εξουσίας) (ΟΛΑΠ 6/2017, ΑΠ 19/2017). Περαιτέρω,, κατά το άρθρο 470 εδ. α` του ΚΠΔ, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάσθηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα, που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Με τη διάταξη αυτή, καθιερώνεται η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με οποιονδήποτε τρόπο, αμέσως ή εμμέσως και δη είτε με την επαύξηση των ποινικών κυρώσεων σε βάρος του καταδικασθέντος (πραγματική χειροτέρευση), είτε με την επιβάρυνση της νομικής μεταχείρισης αυτού, δηλαδή, κυρίως, αν αναγνωρίζεται βαρύτερη ενοχή του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (νομική χειροτέρευση), διαπιστούμενη με τη σύγκριση του περιεχομένου του διατακτικού, αφενός της απόφασης που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο και αφετέρου αυτής που εκδίδεται από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου (ΑΠ 191/2021). Κατά δε το προαναφερόμενο άρθρο 524 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, αν η νέα συζήτηση, στο δικαστήριο, όπου παραπέμφθηκε η υπόθεση, διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που ασκήθηκε μόνον από εκείνον που καταδικάσθηκε ή προς όφελός του, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την απαγόρευση του άρθρου 470. Η παράβαση της ανωτέρω διάταξης συνιστά υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ` λόγο αναίρεσης (ΑΠ 2005/2019). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η θέση του κατηγορουμένου χειροτερεύει και όταν το δικαστήριο της παραπομπής, κατά την ενώπιόν του νέα συζήτηση της έφεσης του κατηγορουμένου κατά της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης, που διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που άσκησε ο κατηγορούμενος εναντίον προηγούμενης τελεσίδικης απόφασης του ίδιου δικαστηρίου, επιβάλλει μεγαλύτερη ποινή ή ποινή με δυσμενέστερα αποτελέσματα από εκείνη που είχε επιβάλλει με την αναιρεθείσα απόφαση και αν ακόμη η ποινή αυτή (που επέβαλε το Δικαστήριο της παραπομπής) δεν είναι μεγαλύτερη από εκείνη που επιβλήθηκε πρωτόδικα (ΑΠ 191/2021, ΑΠ 367/2018). Τοιαύτη δε χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου αποτελεί και η επιβολή χρηματικής ποινής, αντί της ποινής φυλακίσεως, όταν η εκτέλεση αυτής ( της ποινής φυλακίσεως) έχει ανασταλεί κατ’ άρθρο 99 παρ.1 εδ. α’ΠΚ. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ/φο 1 του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967: <<‘Οστις υπέχων νόμιμο υποχρέωσιν καταβολής των βαρυνουσών αυτόν τον ίδιον ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους…Οργανισμούς Κοινωνικής και Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφαλίσεως…δεν καταβάλλει ταύτας…τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 10.000 δραχμών>>, ενώ σύμφωνα με την παρ/φο 2 του ίδιου άρθρου <<‘Οστις παρακρατών ασφαλιστικάς εισφοράς των παρ’αυτώ εργαζομένων, επί σκοπώ αποδόσεως εις τους κατά την παράγραφον 1 Οργανισμούς, δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει ταύτας… τιμωρείται επί υπεξαιρέσει δια φυλακίσεως τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 10.000 δραχμών>>. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 83 περ. δ` του ΠΚ, που ορίζει ότι: “Όπου στον νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιό της καθορίζεται ως εξής: α) …, β)…, γ)…, δ) σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριό της” και του άρθρου 85 περ. δ` του ΠΚ, που ορίζει ότι: “Όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν … ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής ως εξής: α) …, β) …, γ) … και δ) η μειωμένη ποινή της φυλάκισης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή”, προκύπτει ότι όταν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει αναγνωρισθεί ελαφρυντικό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την αναγνώριση και δεύτερου ελαφρυντικού, θα πρέπει να μειώσει έτι περαιτέρω την επιβληθείσα από το πρωτόδικο δικαστήριο ποινή (ΑΠ 191/2021). Τέλος, κατά το άρθρο 99 εδ.α’ΠΚ <<Αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής, για διάστημα από ένα έως τρία έτη, εκτός αν κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων>>.
Δείτε ολόκληρη την απόφαση στο areiospagos.gr.