Γράφει η
Κωνσταντίνα Λεκκάκου,
δικηγορικά γραφεία «Λεκκάκου & Συνεργάτες»

Είναι δεδομένο, ότι οι περισσότεροι χρήστες σταθερών και κινητών τηλεφώνων δέχονται, κατά καιρούς, κλήσεις από εταιρείες, οι οποίες θέλουν να προωθήσουν κάποιο προϊόν, αποσκοπώντας στην πώλησή του. Κάποιες φορές είναι οι εταιρείες τηλεφωνίας, όπου ο χρήστης διατηρεί τον τηλεφωνικό λογαριασμό του, αυτές που καλούν και άλλες φορές είναι τρίτες εταιρείες, οι οποίες δεν έχουν επικοινωνήσει μαζί με τον συνδρομητή στο παρελθόν και έχουν ως στόχο, να τον εντάξουν στο πελατολόγιό τους.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, με ποιον τρόπο βρίσκουν τους τηλεφωνικούς αριθμούς οι εταιρείες, οι οποίες δεν έχουν πρόσβαση σε αυτούς, παρά μόνον οι τηλεφωνικές εταιρείες, όπου είναι εγγεγραμμένος ο χρήστης. Προφανώς και χωρίς τη συγκατάθεση των πολιτών, οι αριθμοί τους διαρρέονται, από τις τηλεφωνικές εταιρείες προς τρίτες, προκειμένου αυτές να εξυπηρετήσουν τους διαφημιστικούς σκοπούς τους και να επιδιώξουν πωλήσεις προϊόντων και διαφόρων πακέτων. 
Lekakou_konstantina_04a_34_1.jpg

Νομικά, για την αποτροπή κλήσεων από εταιρείες για διαφημιστικούς λόγους και προστασία προσωπικών δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, υφίσταται το άρθρο 11 με τον Νόμο 3471/2006. Το συγκεκριμένο άρθρο ορίζει, ότι «κάθε πάροχος τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών υποχρεούται να τηρεί ένα μητρώο (κατάλογο) με τους ενεργούς τηλεφωνικούς αριθμούς των συνδρομητών του που έχουν δηλώσει ότι δεν επιθυμούν να δέχονται τηλεφωνικές κλήσεις από τρίτους για διαφημιστικούς / προωθητικούς σκοπούς». Δηλαδή, ο χρήστης, προκειμένου να αποφεύγει κλήσεις για διαφημιστικούς σκοπούς, πρέπει να γνωστοποιήσει στην εταιρεία κινητής τηλεφωνίας που ανήκει, πως θέλει να υπαχθεί στο άρθρο 11. Ειδάλλως, δεν προβλέπεται καμία κύρωση σε αντίστοιχες τηλεφωνικές κλήσεις.
Σε αντίθετη περίπτωση, όσοι συνδρομητές υπάγονται στο άρθρο 11, αλλά συνεχίζουν να δέχονται τέτοιου είδους κλήσεις, ο νομοθέτης έχει προβλέψει και ορίζει στο άρθρο 14 παρ. 2 του ίδιου Νόμου (3471/2006), αποζημίωση ύψους 10.000€. Συγκεκριμένα, «Η κατά το άρθρο 932 Α.Κ. χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου ορίζεται, κατ’ ελάχιστο, στο ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €), εκτός αν ζητηθεί από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό. Η χρηματική ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξάρτητα από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη».
Το προαναφερθέν ποσό προκαλεί τη διαμαρτυρία πολλών εταιρειών, καθώς κρίνεται υψηλό για μία τέτοια πράξη, ενώ και σειρά δικαστικών αποφάσεων έχει δεχθεί, ότι η πρόβλεψη αυτή αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας και πως είναι αντίθετη στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, με το σκεπτικό ότι το ως άνω ποσό των 10.000 ευρώ υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Ουσιαστικά, οι αποφάσεις αυτές θεωρούν αντισυνταγματικό αυτό το συγκεκριμένο ποσό, υποστηρίζοντας ότι οι οικονομικοί στόχοι, που θέλουν να πετύχουν οι εταιρείες από έναν υποψήφιο αγοραστή, δεν είναι ανάλογοι με την εν λόγω αποζημίωση.
Τέλος, όμως, σε αυτές τις αντικρουόμενες αποφάσεις «έρχεται» να βάλει η απόφαση 564/2024 του Αρείου Πάγου, αναφέροντας χαρακτηριστικά, ότι «τα θεμελιώδη δικαιώματα των υποκειμένων, που μπορεί να θίγονται ή περιορίζονται, όχι μόνο διασφαλίζονται συνταγματικά, αλλά τίθενται, υπό την “εγγύηση του Κράτους” και περιορίζονται μόνον χάριν λόγων δημοσίου συμφέροντος και υπό προϋποθέσεις. Ο εθνικός νομοθέτης, με σκοπό να διασφαλίσει την ελάχιστη προστασία των πολιτών από επεμβάσεις στα προσωπικά τους δεδομένα και στην ιδιωτικότητα αυτών από συνήθως ισχυρά οικονομικούς οργανισμούς που προωθούν τα προϊόντα τους και παράλληλα να έχει η ορισθείσα χρηματική ικανοποίηση, τον απαιτούμενο αποτρεπτικό χαρακτήρα, έθεσε με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 3471/2006 ως ελάχιστο όριο της “εύλογης” χρηματικής ικανοποίησης το ποσό των 10.000 ευρώ. Συνεπώς, δεν είναι αντισυνταγματική η εν λόγω διάταξη, ως αντικειμένη στην από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, αλλά σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 9Α του Συντάγματος, ενώ δεν υφίσταται αναλογία μεταξύ των οικονομικών σκοπών που εξυπηρετούνται με τις “αζήτητες” τηλεφωνικές διαφημιστικές κλήσεις και των συνταγματικά προστατευομένων προσωπικών δεδομένων των πολιτών».
Εν ολίγοις, το Ανώτατο Δικαστήριο με την ανωτέρω απόφαση κατοχυρώνει συνταγματικά τη διάταξη του Νόμου 3471/2006, περί αποζημιώσεως ύψους 10.000€, αξιολογώντας το πρόστιμο αυτό ορθό ως προς την αξία του, όπως το προσδιόρισε ο Νομοθέτης, αφού η παραβίαση προσωπικών δεδομένων αποτελεί την καταστρατήγηση ενός βασικού και θεμελιώδους δικαιώματος των πολιτών του ελληνικού κράτους και ευρύτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πρέπει να αποτραπεί με κάθε κόστος.

Άλλωστε, λίγοι είναι αυτοί, οι οποίοι έχουν κάνει χρήση του άρθρου 11 και κινούνται νομικά, σε περίπτωση κλήσης τους από εταιρείες για διαφημιστικούς σκοπούς. Οπότε, το κέρδος των εταιρειών αυτών, από τις ενδεχόμενες πωλήσεις που θα πετύχουν, ανάμεσα στις χιλιάδες κλήσεις, τις οποίες θα πραγματοποιήσουν, είναι δεδομένα πολύ υψηλότερο, συγκριτικά με το ποσό των αποζημιώσεων προς τον μικρό αριθμό των συνδρομητών, που θα θελήσουν να κινηθούν δικαστικά εναντίον τους, αποδεικνύοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την οικονομική ανισορροπία, η οποία υφίσταται ανάμεσα στις δύο πλευρές.