Του Νίκου Μάλαμα
Ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, Πρόεδρος του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτικής Συμμαχίας και πρώην Πρωθυπουργός, κ. Αλέξης Τσίπρας, σε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στο Νομικό Παλμό.
Η κυβέρνηση έχει προαναγγείλει παρέμβαση για την ενίσχυση των συνεπών δανειοληπτών, οι οποίοι επιβαρύνονται από τη μεγάλη αύξηση των επιτοκίων στην οποία έχει ήδη προβεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, προκειμένου να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός. Σε ποια κατεύθυνση θεωρείτε ότι πρέπει να κινηθεί το συγκεκριμένο σχέδιο;
Το δομικό πρόβλημα σχετικά με την κυβερνητική στρατηγική στο θέμα του ιδιωτικού χρέους είναι ότι αντιμετωπίζει το σύνολο των πολιτών και των επιχειρήσεων ως στρατηγικούς κακοπληρωτές. Από την πρώτη στιγμή νομοθετεί από τη σκοπιά των τραπεζών και των funds. Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για αυτό από τον Πτωχευτικό Νόμο τον οποίο έθεσε σε εφαρμογή. Σήμερα, λοιπόν, βιώνουμε την εξής ασφυκτική κατάσταση: Οι τράπεζες και τα funds δε δεσμεύονται από πουθενά ούτε να καταθέσουν κάποια πρόταση ρύθμισης ούτε να αποδεχτούν μια πρόταση ρύθμισης από την πλευρά του δανειολήπτη-πολίτη. Γιατί πολύ απλά η κυβέρνηση συνέδεσε τα δάνεια τα οποία μεταβιβάστηκαν από τις τράπεζες στα funds μέσω του Σχεδίου «Ηρακλής» με το Νόμο του 2003 για τις τιτλοποιήσεις δανείων, στον οποίο δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για πρόταση ρύθμισης πριν γίνουν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης. Επομένως, αυτήν τη στιγμή οι servicers και τα funds αποτελούν ένα μηχανισμό τρομοκράτησης της ελληνικής κοινωνίας και ρευστοποίησης της περιουσίας των πολιτών. Δεν απαντούν σε κρούσεις πολιτών, ανακοινώνουν πλειστηριασμούς για ευτελή ποσά και δε διαπραγματεύονται καν, εάν δεν έχει δώσει ο δανειολήπτης ένα μεγάλο εφάπαξ ποσό. Όλα αυτά συμβαίνουν, γιατί το κράτος έχει άρει κάθε δικλείδα προστασίας της πρώτης κατοικίας, δεν έχει σχέδιο για τη μείωση του ιδιωτικού χρέους, αλλά, αντίθετα, συνεχίζει τυφλά να υλοποιεί ένα σχέδιο σαρωτικής αναδιανομής του πλούτου προς όφελος ελαχίστων και εις βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Το θέμα των κόκκινων δανείων, των funds και των εισπρακτικών εταιριών ήρθε στο προσκήνιο και με αφορμή την υπόθεση του διαγραφέντος από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, κ. Ανδρέα Πάτση. Πώς σχολιάζετε το εν λόγω θέμα το οποίο αγγίζει τα όρια όχι μόνο του νόμου αλλά και της ηθικής τάξης;
Ο κ. Πάτσης συμβολίζει τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου από τις γαλάζιες ακρίδες. Αλλά ξέρετε, δεν είναι μόνο ο κ. Πάτσης. Είναι ο κ. Μαραβέγιας, ο κ. Κοντολέων της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, η κ. Νικολάου, είναι τα 7,5 δισεκατομμύρια ευρώ των απευθείας αναθέσεων. Είναι ο κ. Στάσσης της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού, διορισμένος με μισθό 360 χιλιάδων ευρώ το χρόνο, ο οποίος δίνει και μπόνους 16 εκατομμυρίων ευρώ στον εαυτό του και στους συμβούλους του. Μιλάμε, δηλαδή, για μια διαδεδομένη πρακτική στο πλαίσιο ενός ασύδοτου καθεστώτος. Αυτό το οποίο σοκάρει τους πολίτες είναι ότι όλα αυτά έγιναν σε πολύ δύσκολες στιγμές για την κοινωνία. Μέσα στην πανδημία, με τη στεγαστική κρίση και την ακρίβεια να σοβούν, αυτοί οι οποίοι υποτίθεται ότι θα προστάτευαν το δημόσιο συμφέρον και τους πολίτες αποδεικνύονται τα μεγαλύτερα αρπακτικά τα οποία εκμεταλλεύονται τη συγκυρία για να πλουτίσουν. Πρόκειται για ένα επίπεδο κυνισμού και πολιτικού αμοραλισμού που δεν έχει συναντήσει η χώρα στη μεταπολιτευτική της περίοδο. Στο τέλος της ημέρας, αυτά είναι η πολιτική κληρονομιά του κ. Μητσοτάκη. Η επιστροφή του κομματικού κράτους, της γενικευμένης διαφθοράς, της επιστροφής της χώρας σε σκοτεινές μέρες. Αν κάποιος γυρίσει το χρόνο πίσω, θα δει ότι τελικά πίσω από τις κορώνες περί αρίστων, η βάση πάνω στην οποία δομήθηκε αυτή η παλινόστηση της παλιάς Ελλάδας ήταν η εκδίκηση των πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ για όσα στερήθηκαν την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.. Αν προσθέσετε σε αυτούς τις κάθε λογής κομματικές ακρίδες της δεξιάς οι οποίες παραμόνευαν για να επανέλθουν σε επίκαιρες θέσεις, διαθέτοντας master στη διασπάθιση δημόσιου χρήματος, τότε έχετε τη ζοφερή κατάσταση την οποία βιώνουμε την περίοδο Μητσοτάκη.
Πρόσφατα είδαμε τις πολύ δυσάρεστες εικόνες από την αναγκαστική εκτέλεση η οποία συντελέστηκε στην πρώτη κατοικία της συνταξιούχου δημοσιογράφου, κ. Ιωάννας Κολοβού, την οποία, μάλιστα, επισκεφθήκατε προσωπικά, δηλώνοντας ότι «την περίοδο των Μνημονίων, παρ’ ότι ήταν η Τρόικα και πίεζε, υπήρχε προστασία της πρώτης κατοικίας». Παρά ταύτα, ο πρώην σύντροφός σας, κ. Παναγιώτης Λαφαζάνης, έχει πολλάκις αναφέρει ότι πολλοί πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας έλαβαν χώρα επί ημερών της δεύτερης κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΑΝ.ΕΛ.. Ποια είναι τελικά η αλήθεια; Τι απαντάτε;
Δε θα ξαναγράψουμε την ιστορία. Επί ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ο Νόμος Σταθάκη, επίσης, προστάτευε την πρώτη κατοικία, όπως και ο παλαιότερος Νόμος Κατσέλη, και, επιπλέον, είχαμε επεκτείνει την προστασία της πρώτης κατοικίας στους ελεύθερους επαγγελματίες και επιτηδευματίες από χρέη προς τράπεζες, ιδιώτες, αλλά και προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία. Το Μάρτιο του 2019 η κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ψήφισε το Νόμο 4605/2019, στο πλαίσιο του οποίου καθιερώθηκε η διαδικασία ρύθμισης χρεών με πιστωτικά ιδρύματα για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Μάλιστα, πρόκειται για Νόμο τον οποίο παρέτεινε η κυβέρνηση της Ν.Δ., μέχρι την κατάργησή του από το νέο Πτωχευτικό Νόμο 4738/2020, ο οποίος καταργεί κάθε προστασία πρώτης κατοικίας και για τον οποίο, σας θυμίζω, είχαμε καταθέσει πρόταση μομφής σε βάρος της κυβέρνησης, ακριβώς επειδή διαβλέπαμε τις ολέθριες συνέπειες, τις οποίες βιώνουν σήμερα χιλιάδες συμπολίτες μας. Με 44.000 προγραμματισμένους πλειστηριασμούς και με τα funds να ελέγχουν 700 χιλιάδες ακίνητα, έχουμε τη μεγαλύτερη αναδιανομή πλούτου η οποία έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια και με όρους επιθετικούς απέναντι σε πολίτες οι οποίοι βρίσκονται σε αδυναμία. Αυτό είναι ένα υπαρξιακό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας το οποίο θα βρει λύση με την ανάδειξη μιας νέας προοδευτικής κυβέρνησης η οποία επιτέλους θα νομοθετήσει υπέρ των πολιτών και όχι υπέρ των κερδοσκόπων.
Σε λιγότερο από έξι μήνες θα έχουμε σίγουρα εκλογές. Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν μια πτώση στα ποσοστά αποδοχής της κυβέρνησης, όπως, άλλωστε, είναι λογικό μετά από τριάμισι έτη, ωστόσο, τη φθορά αυτή δε φαίνεται να την πιστώνεται σε ικανό βαθμό το κόμμα σας. Πιστεύετε ότι αυτή είναι μια εικόνα η οποία ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα; Θεωρείτε ότι η διαφαινόμενη άνοδος των ποσοστών του ΠΑ.ΣΟ.Κ.-ΚΙΝ.ΑΛ. οφείλεται και σε διαρροές από το κόμμα σας;
Κοιτάξτε, για την αξιοπιστία της πλειοψηφίας των μετρήσεων της κοινής γνώμης, νομίζω, την καλύτερη απάντηση έχει δώσει έμπρακτα ο κ. Μητσοτάκης. Δε νομίζω να υπάρχει πολίτης ο οποίος να πιστεύει ότι, εάν όντως ίσχυαν αυτές οι διαφορές ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα, ο κ. Μητσοτάκης δε θα πήγαινε άμεσα σε εκλογές. Αντίθετα, βλέπετε ότι κρατιέται με νύχια και με δόντια εν μέσω σκανδάλων και γενικής κοινωνικής κατακραυγής, ώστε να εξαντλήσει και το τελευταίο του δευτερόλεπτο στην εξουσία. Αυτό το οποίο είναι αδιαμφισβήτητο και καθολικό στην ελληνική κοινωνία είναι η ανασφάλεια, η δυσαρέσκεια και η οργή λόγω των στρατηγικών επιλογών της κυβέρνησης εδώ και μια τριετία. Πλέον, με τις πρόσφατες αποκαλύψεις, σε όλη αυτή τη συσσωρευμένη δυσαρέσκεια ήρθε να προστεθεί και μια αγωνία των πολιτών για την ίδια τη Δημοκρατία, καθώς νιώθουν ότι η χώρα κυβερνάται από ανθρώπους αδίστακτους και επικίνδυνους. Επομένως, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αυτή τη στιγμή αποτελεί μια ασφαλή επιλογή η οποία μπορεί να δώσει ξανά προοπτική και όραμα για τη χώρα. Επιλογή νίκης. Όσο, λοιπόν, πλησιάζει η ώρα της κάλπης, είμαι βέβαιος ότι όλο και περισσότερο θα αυξάνεται η δυναμική της πολιτικής αλλαγής την οποία εκφράζει και εισηγείται η παράταξή μας. Θέλω να πιστεύω ότι και οι υπόλοιπες προοδευτικές δυνάμεις, όταν έρθει η ώρα των μεγάλων στρατηγικών αποφάσεων, θα βρεθούν στη σωστή πλευρά της ιστορίας.Τα μαθηματικά της απλής αναλογικής μπορεί θεωρητικώς να δίνουν τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης αποκλειομένου του πρώτου κόμματος. Ακόμα και εάν δεν κόψετε πρώτοι το νήμα, θα το επιχειρήσετε, εφόσον υπάρχουν τέτοιοι συσχετισμοί; Καλύπτεται στην περίπτωση αυτή η συνθήκη της λαϊκής νομιμοποίησης;
Θα επαναλάβω και σε εσάς το αυτονόητο, δηλαδή, ότι δε διεκδικώ μια κυβέρνηση ηττημένων αλλά μια κυβέρνηση νικητών. Προϋπόθεση για πολιτική αλλαγή είναι, και πρακτικά και ηθικά, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. να είναι πρώτο κόμμα και με τη μεγαλύτερη δυνατή διαφορά για να διαμορφώσει μια κυβέρνηση συνεργασίας με τις προοδευτικές δυνάμεις και να είναι ακόμα πιο στιβαρό το βήμα της χώρας σε μια νέα εποχή ασφάλειας και Δικαιοσύνης. Έχουμε επιτέλους ένα δίκαιο εκλογικό σύστημα αυθεντικής αποτύπωσης της βούλησης του ελληνικού λαού. Είναι, λοιπόν, μια μεγάλη ιστορική ευκαιρία με την απλή αναλογική να συμβεί και μια ανάλογου μεγέθους ιστορική δημοκρατική αλλαγή στον τόπο, μετά από μια πολύ σκληρή και πολλαπλά τραυματική περίοδο για τη χώρα και την κοινωνία.
Πριν από λίγες ημέρες ψηφίστηκε το νομοσχέδιο για τη διαδικασία άρσης απορρήτου των επικοινωνιών, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών έχει ήδη εκφράσει κάποιες ενστάσεις. Εσείς πώς κρίνετε την εν λόγω νομοθετική πρωτοβουλία;
Πρόκειται αναμφισβήτητα για μια νομοθετική πρόταση απαράδεκτη και προκλητική. Είναι απαράδεκτη ήδη αυτή καθ’ εαυτή η πρωτοβουλία της κυβέρνησης να εισηγηθεί αλλαγές οι οποίες αφορούν στο ζήτημα της άρσης του απορρήτου, όταν είναι γνωστό ότι όλη την τελευταία περίοδο αυτό ακριβώς το οποίο απασχολεί και έχει επηρεάσει με ιδιαίτερη σφοδρότητα την πολιτική ζωή και την κοινωνία είναι η δική της ευθύνη στην προσβολή του αγαθού του απορρήτου. Η ίδια η κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε για να μην πέσει φως στις συνθήκες τέλεσης των παραβιάσεων του απορρήτου δημοσιογράφων, πολιτικών, δικαστικών λειτουργών, ακόμη και των Αρχηγών των Ενόπλων Δυνάμεων, από μια Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών η οποία ευρισκόμενη υπό τον άμεσο διοικητικό έλεγχο του ίδιου του Πρωθυπουργού λειτουργούσε με παρακρατικούς όρους, σε συνεργασία με ιδιώτες και συμφέροντα που αξιοποιούσαν παράνομα λογισμικά. Ήταν, μάλιστα, εκείνη, η οποία ακριβώς τη στιγμή που ένας πολίτης έκανε την επιλογή να ασκήσει το δικαίωμα το οποίο τού έδινε ο νόμος, δηλαδή, να ζητήσει την ενημέρωσή του για το αν είχε υποστεί στο παρελθόν παρακολούθηση, έσπευσε να φέρει στη Βουλή τροπολογία η οποία οδήγησε στην ψήφιση του άρθρου 87 του Νόμου 4790/2021 με το οποίο καταργείται πλήρως αυτό το δικαίωμα. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, τέλος, κατ’ εξακολούθηση αποφεύγει να απαντήσει σε πέντε επίκαιρες ερωτήσεις τις οποίες τού έχω υποβάλει για το ζήτημα. Πώς μπορεί, λοιπόν, να τολμά και να φέρνει τώρα ένα νέο νόμο με τον οποίο ισχυρίζεται ότι το ζήτημα έχει τελειώσει και ότι εκείνος, ο οποίος ήταν ο πρωτοστάτης στη βλάβη του αγαθού του απορρήτου, μπορεί τώρα να είναι και αυτός ο οποίος θα την θεραπεύσει;
Μάλιστα, και οι ιδιαίτερες προβλέψεις του σχεδίου νόμου είναι τέτοιες οι οποίες δε θα μπορέσουν να οδηγήσουν σε αντιμετώπιση των προβληματικών σημείων του θεσμού της άρσης του απορρήτου, όπως είναι αυτό της ελλιπούς αιτιολογίας της εισαγγελικής διάταξης η οποία αίρει το απόρρητο, καθώς και το πρόβλημα της μη γνωστοποίησης του ονόματος του θιγομένου στον εισαγγελέα. Είναι βασικοί παράγοντες οι οποίοι έχουν οδηγήσει στο να εκδίδονται υπερβολικά πολλές εισαγγελικές διατάξεις άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας -για το 2021 περίπου 15.500!- και έτσι δεν μπορεί να τεθεί το αναγκαίο πλαφόν στον αριθμό των εν λόγω διατάξεων. Άλλωστε, το σχέδιο νόμου συνιστά ένα καίριο πλήγμα στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, στην αρμόδια Αρχή, η οποία αποστερείται κρίσιμες αρμοδιότητές της, τις οποίες έχει, δυνάμει του άρθρου 19 παρ. 2 του Συντάγματος. Για να διασφαλίσουν, επίσης, ότι δε θα γίνουν άμεσα περαιτέρω αποκαλύψεις, προβλέπεται στο σχέδιο νόμου ότι ο θιγόμενος από την άρση του απορρήτου η οποία επιβλήθηκε για λόγους εθνικής ασφάλειας θα πρέπει να περιμένει τρία χρόνια από την ολοκλήρωσή της. Τέλος, η περιβόητη κυβερνητική εξαγγελία περί απαγόρευσης των κατασκοπευτικών λογισμικών μετατρέπεται, εν τέλει, στην προώθηση μιας διάταξης η οποία επιτρέπει τη νομιμοποίηση της κατοχής τους από κρατικές αρχές, χωρίς καν να υπάρχει θεσμικό πλαίσιο άρσης του απορρήτου με τον τρόπο που μπορούν να το κάνουν τέτοιου είδους λογισμικά.
Για την υπόθεση των παρακολουθήσεων και των υποκλοπών έχετε σηκώσει πολύ ψηλά το γάντι. Έχετε χαρακτηρίσει πολλάκις ένοχο τον Πρωθυπουργό, στον οποίο αποδίδετε γνώση. Με βάση το πόρισμα το οποίο καταθέσατε μετά το τέλος της Εξεταστικής Επιτροπής, προτείνετε και τη συγκρότηση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προκαταρκτικής Εξέτασης. Είναι κάτι για το οποίο δεσμεύεστε όταν θα έχετε τη σχετική κοινοβουλευτική πλειοψηφία;
Ήταν δημοκρατική μας υποχρέωση να σηκώσουμε πολύ ψηλά το ζήτημα των παρακολουθήσεων. Είναι η πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση που τίθεται με τέτοιους όρους ζήτημα μαζικής παρακολούθησης δημοσιογράφων και πολιτικών προσώπων από μια υπηρεσία η οποία, ας μην ξεχνάμε, ήταν από τις πρώτες οι οποίες με την ανάληψη της εξουσίας από τον κ. Μητσοτάκη ήρθαν τάχιστα υπό τον άμεσο διοικητικό του έλεγχο. Σε αυτή διόρισε έναν προσωπικό του φίλο, ακόμη και αν δεν είχε τα σχετικά προσόντα, τα οποία άλλαξε μόνο κατόπιν του διορισμού του με τρόπο που να καλύπτεται η περίπτωσή του. Όταν άρχισαν να υπάρχουν υποψίες σε παρακολουθούμενο ο οποίος προσπάθησε να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του και να ενημερωθεί σχετικά, με έκτακτη τροπολογία τού στέρησαν αυτήν τη δυνατότητα. Και το πιο σπουδαίο, οι συμπτώσεις οι οποίες δεν είναι συμπτώσεις. Όσοι παρακολουθούνταν από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, την ίδια περίοδο είχε επιχειρηθεί να παρακολουθηθούν και μέσω του predator. Ένα ενιαίο κέντρο, λοιπόν, είχε προσδιορίσει τους στόχους και τους λόγους παρακολούθησης συγκεκριμένων προσώπων, τα οποία ήταν κατά βάση πολιτικοί αντίπαλοι ή ανταγωνιστές του Πρωθυπουργού ή στόχοι ενδιαφέροντες για τα συμφέροντα του περιβάλλοντός του. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός ομολόγησε την ευθύνη του Μεγάρου Μαξίμου με την αποπομπή του Διοικητή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και του Γενικού Γραμματέα του. Όμως, είναι προφανές ότι η πολιτική και επιχειρησιακή ευθύνη για τις παρακολουθήσεις δε σταματάει προφανώς εκεί. Συνεπώς, ναι, η επόμενη Βουλή θα είναι Βουλή στην οποία θα τεθεί το ζήτημα της διερεύνησης των ποινικών ευθυνών τις οποίες έχουν πολιτικά πρόσωπα στο βαθμό που πρόκειται για πράξεις οι οποίες έχουν τελεστεί κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, γιατί κατά το υπόλοιπο μέρος τους θα πρέπει να τις διερευνήσει τάχιστα η Δικαιοσύνη. Είναι, μάλιστα, ευτυχής συγκυρία το ότι κατά την τελευταία συνταγματική Αναθεώρηση με πρωτοβουλία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. προωθήθηκε η τροποποίηση του άρθρου 86 παρ. 3 του Συντάγματος και έτσι πλέον δεν τίθεται ζήτημα παραγραφής των ευθυνών λόγω της τυχόν μεσολάβησης διπλών εκλογών.
Σε ανακοινώσεις του κόμματός σας έχουμε αναγνώσει ότι «ο Πρωθυπουργός έχει καταρρακώσει τη θεσμική λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος» και ότι το δίλημμα των εκλογών θα είναι «Δημοκρατία ή καθεστώς». Τι απαντάτε, όμως, σε αυτούς οι οποίοι ισχυρίζονται ότι δύο στελέχη της δικής σας κυβέρνησης είναι αυτά τα οποία αντιμετωπίζουν ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86 του Συντάγματος κατηγορίες, ο ένας ότι προσπάθησε να ελέγξει τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και ο άλλος να χειραγωγήσει τη Δικαιοσύνη;
Κατ’ αρχάς, ας μείνουμε πρώτα στη φράση «Δημοκρατία ή καθεστώς». Η Δημοκρατία συνίσταται σε δυο κατά βάση πράγματα, στον κοινοβουλευτισμό και στα ατομικά δικαιώματα. Ξεκινώντας από την υπόθεση των υποκλοπών, η κυβέρνηση έπληξε και τα δύο. Δεν μπορεί κανένα κοινοβουλευτικό σύστημα να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο, με έναν Πρωθυπουργό ωτακουστή και με μια κυβέρνηση υποκλοπέων. Είναι χαρακτηριστική περίπτωση όπου οι δημοκρατικοί «κανόνες του παιχνιδιού» έχουν αρθεί και δεν τηρούνται. Αλλά και το ίδιο το ατομικό δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Έχοντας την ιστορική εμπειρία των χρόνων της καχεκτικής μεταπολεμικής Δημοκρατίας, με τις παρακολουθήσεις από τους χωροφύλακες και το φάκελο κοινωνικών φρονημάτων, που ξεπέρασαν κάθε όριο και αυταρχικότητα την περίοδο της δικτατορίας, ο συνταγματικός νομοθέτης θέλησε αυτό το αγαθό να είναι «απολύτως απαραβίαστο». Όρισε μια σειρά από ασφαλιστικές δικλείδες και κριτήρια που εδώ έχουν καταπατηθεί. Ιδίως, η αρμόδια Ανεξάρτητη Αρχή, στην οποία προΐσταται ένας καταξιωμένος, έντιμος πρώην ανώτατος δικαστικός λειτουργός του Συμβουλίου της Επικρατείας, εμποδίστηκε στο να ασκήσει τις αρμοδιότητες ελέγχου τις οποίες έχει έναντι αυτών των παραβάσεων.
Αλλά να δούμε και τι είχε προηγηθεί. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη εν μέσω της πανδημίας εκτέλεσε ένα ευρύ «πρόγραμμα» διαφθοράς, κατασπατάλησης και προπαγάνδας κατά των πολιτών. Πέρα από τις γνωστές «λίστες Πέτσα», θυμίζω ότι ανέστειλε τις διαδικασίες δημοσιότητας και διαύγειας για τις προμήθειες του Δημοσίου με την επίκληση της πανδημίας, αρνούμενη ακόμη και τον έκτακτο έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τον οποίο εμείς προτείναμε, κατένειμε τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας κατά το δοκούν, αποκρούοντας τη σύσταση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ελέγχου, προώθησε το νόμο για τον περιορισμό των διαδηλώσεων και απαγόρευσε συγκεντρώσεις και προχώρησε στην καθιέρωση ενός πρωτοφανούς παγκοσμίως ειδικού αστυνομικού σώματος, της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας, για να την βοηθήσει στην αντιμετώπιση των αντιδράσεων. Όλα αυτά δείχνουν ότι η κυβέρνηση έχει ατζέντα καθεστώτος, σκέφτεται και συμπεριφέρεται ως καθεστώς και είναι καθεστώς, το οποίο, όσο παραμένει και δε διαλύεται δημοκρατικά με την ψήφο του ελληνικού λαού, θα οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη απίσχνανση τη δημοκρατική ζωή και τους θεσμούς της χώρας.
Πώς μπορεί να συγκριθεί αυτό το καθεστώς αυταρχισμού και αυθαιρεσίας με τα πεπραγμένα μιας κυβέρνησης η οποία έβγαλε τη χώρα από τα Μνημόνια, έβαλε σε τάξη τα δημοσιονομικά της και αποκατέστησε την κοινωνική συνοχή;
Ειδικά τώρα σε σχέση με την υπόθεση των κατηγοριών κατά των δυο στελεχών της τότε κυβέρνησης, νομίζω ότι θα πρέπει να θυμηθούμε ξανά τα εξής: Ο κ. Παπαγγελόπουλος βρέθηκε κατηγορούμενος για «σκευωρία σε σχέση με το σκάνδαλο Novartis». Λοιδορήθηκε, κυνηγήθηκε, διασύρθηκε, αλλά ξέρετε ότι σήμερα δεν είναι κατηγορούμενος για αυτό και ότι έχει απαλλαγεί. Το Δικαστικό Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 86 του Συντάγματος είπε ότι καμία σκευωρία δεν υπήρξε και ποτέ. Όμως, όσο διαρκούσε η διαδικασία της Προανακριτικής Επιτροπής της Βουλής, η πλειοψηφία, η οποία είχε διαγνώσει ότι το αφήγημά της περί σκευωρίας θα κατέρρεε, επέκτεινε το αντικείμενο της Επιτροπής και δέχθηκε σε αυτήν ορισμένους πρώην συναδέλφους του κ. Παπαγγελόπουλου, από την εποχή κατά την οποία ήταν και ο ίδιος εισαγγελέας, οι οποίοι αίφνης, ανάλογα με τις σχέσεις τις οποίες είχαν μαζί του, βρήκαν την ευκαιρία μετά από χρόνια να τού προσάψουν ότι τούς ζητούσε να «κατασκευάσουν στοιχεία» εναντίον διαφόρων επιχειρηματιών -πράγμα εξωφρενικό-. Γιατί πώς να κατασκευάσει ένας εισαγγελέας στοιχεία για κάποιον τον οποίο ελέγχει; Για αυτό, λοιπόν, όπως κατέρρευσε εντυπωσιακά η κατηγορία η οποία αφορούσε στη δήθεν «σκευωρία Novartis», έτσι θα καταρρεύσουν και τα παραπάνω.
Στην υπόθεση του κ. Παππά θα σας πω ότι εκείνοι οι οποίοι επί πολλές δεκαετίες άφησαν ασύδοτα τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, σε ό,τι αφορούσε στις υποχρεώσεις τους προς το Δημόσιο, το οποίο παρέχει τις δημόσιες συχνότητες, είναι οι ίδιοι με εκείνους οι οποίοι ακόμη και σήμερα, με τις «λίστες Πέτσα», έχουν επιβάλει ως κανόνα τη μονοφωνία. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. επιχείρησε να βάλει τάξη στην ασυδοσία και αυτό προφανώς δε συγχωρείται από εκείνους οι οποίοι είχαν μάθει να λειτουργούν πέραν του νόμου και κάθε τυπικής υποχρέωσης απέναντι στο κράτος. Σε ό,τι μας αφορά, θεωρούμε παράσημο το μένος όλων όσοι θέλουν να παριστάνουν το κράτος εν κράτει σε μια ευνομούμενη ευρωπαϊκή Δημοκρατία.
Κύριε Πρόεδρε, προ ολίγων εβδομάδων καταθέσατε προτάσεις για την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών. Φοβάστε ότι μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση το δημοκρατικό αυτό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης;
Οι τέσσερις προτάσεις τις οποίες διατύπωσα αποτελούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις και εγγυήσεις για την ομαλή διεξαγωγή των επερχόμενων εκλογών και την αποκατάσταση της στοιχειώδους εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα. Νομίζω ότι σήμερα είναι διάχυτο στο σύνολο των δημοκρατικών πολιτών ένα κλίμα ανασφάλειας και προβληματισμού το οποίο προκαλείται από τις πράξεις της σημερινής κυβέρνησης και του κ. Μητσοτάκη. Οι δυσώδεις αποκαλύψεις οι οποίες καταδεικνύουν τις πρακτικές με τις οποίες κυβέρνησε, ο συντονισμός της προσπάθειας συγκάλυψης όλης αυτής της ιστορίας δια της επίκλησης του απορρήτου και φυσικά η άρνησή του να παραστεί στη Βουλή για να δώσει απαντήσεις για το σκάνδαλο των υποκλοπών δε δείχνουν έναν Πρωθυπουργό ο οποίος σέβεται και προστατεύει τους δημοκρατικούς θεσμούς και το πολίτευμα.
Η κοινωνία μαστίζεται από την ακρίβεια, η οποία έχει αναχθεί στο υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα, σύμφωνα και με τις έρευνες. Η κυβέρνηση θεσμοθέτησε το καλάθι του νοικοκυριού, το οποίο θεωρείτε ανεπαρκές μέτρο. Αντ’ αυτού προτείνετε τη μείωση του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας στα βασικά προϊόντα, καθώς και των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης. Πώς μπορεί να αντισταθμιστεί δημοσιονομικά η συνεπακόλουθη ελάττωση των εσόδων του κράτους και πώς μπορεί να διασφαλιστεί ότι το όφελος αυτό θα φτάσει μέχρι τον τελικό καταναλωτή;
Επιτρέψτε μου να αντιστρέψω το σκεπτικό του ερωτήματος: Πώς μπορεί η κυβέρνηση να αρνείται τη μείωση των έμμεσων φόρων και την ίδια στιγμή να πανηγυρίζει για την υπεραπόδοση ύψους 4 δισεκατομμυρίων ευρώ από αυτούς; Δηλαδή, όταν τα ίδια τα στοιχεία δείχνουν σήμερα ότι όχι απλά υπάρχει χώρος για τη μείωση, αλλά, αντιθέτως, η διατήρησή τους στην πραγματικότητα τροφοδοτεί ένα νέο κύμα αισχροκέρδειας από την πλευρά του κράτους. Η αγοραστική δύναμη μειώνεται συνεχώς, το εισόδημα εξανεμίζεται στις πρώτες 15 ημέρες του μήνα. Και αυτή η κατάσταση δεν αφορά μόνο στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, στους εργαζόμενους και στους χαμηλοσυνταξιούχους, αλλά και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Επομένως, είναι άμεση ανάγκη να ελαφρύνουμε τα βάρη με τη μείωση των φόρων, με το πλαφόν στις τιμές των βασικών αγαθών και φυσικά με την αύξηση του κατώτατου μισθού. Όλα αυτά πρέπει να γίνουν συντονισμένα και ταυτόχρονα για να υπάρξει άμεση θετική επίπτωση στο διαθέσιμο εισόδημα. Όσο για τα έσοδα του κράτους, να θυμίσω ότι βρισκόμαστε στο Δεκέμβριο του 2022 και από τα 2,2 δισεκατομμύρια ευρώ των υπερκερδών από τους παραγωγούς ενέργειας για το διάστημα κατά το οποίο σοβεί η ενεργειακή κρίση το κράτος έχει εισπράξει μέσω φόρων μηδέν. Άρα, επανερχόμαστε στο ζήτημα της στρατηγικής στόχευσης, εάν, δηλαδή, θα πληρώσουν αυτοί οι οποίοι προκαλούν την αισχροκέρδεια ή εάν θα συνεχίσουν να επιβαρύνονται τα θύματά της.
Έχετε επανειλημμένα ασκήσει κριτική στο μέτρο της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας, η σύσταση της οποία κρίθηκε, ωστόσο, συνταγματική από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Σε περίπτωση κατά την οποία το κόμμα σας αναδειχθεί και πάλι στην κυβέρνηση, πρόκειται να καταργήσετε το σχετικό θεσμικό πλαίσιο;
Η ίδια η φύση του μέτρου είναι αυταρχική, αναχρονιστική και τελικά απολύτως αναποτελεσματική. Νομίζω ότι όλη η φοιτητική κοινότητα αντιλήφθηκε το μέγεθος της παρωδίας με την εικόνα των ΜΑΤ να φυλάνε την Πανεπιστημιακή Αστυνομία. Αυτό δεν είναι ευταξία ούτε ασφάλεια. Είναι μια κακοπαιγμένη παράσταση ακροδεξιάς έμπνευσης από μία κυβέρνηση η οποία έχει αποδειχθεί ο πιο φανατικός εχθρός του δημόσιου Πανεπιστημίου και όλων όσα αυτό πρεσβεύει για την αυταξία της γνώσης, την κοινωνική κινητικότητα και τη δημοκρατική παράδοση του τόπου. Η ευταξία και η ευημερία του ελληνικού δημόσιου Πανεπιστημίου εξασφαλίζεται με επαρκή χρηματοδότηση για όλες τις ανάγκες του, από τη φοιτητική μέριμνα μέχρι τη φύλαξη, την κάλυψη των θέσεων σε διδακτικό προσωπικό, την έμπρακτη στήριξη της ερευνητικής διαδικασίας και των ανθρώπων οι οποίοι αφιερώνουν τη ζωή τους στην επιστήμη τους, τη δημοκρατική θωράκιση των θεσμών του και τη επένδυση στις υποδομές του. Αυτό είναι το ανοιχτό, δημοκρατικό Πανεπιστήμιο. Αυτό έχει ανάγκη η χώρα και όχι τη διαρκή απαξίωση και στοχοποίησή του για να δημιουργηθούν νέες πελατείες στα αμφιβόλου ποιότητας Κολλέγια τα οποία πλασάρει η σημερινή κυβέρνηση.
Η προκλητικότητα η οποία καταγράφεται από πλευράς της γείτονος χώρας τον τελευταίο καιρό είναι άνευ προηγουμένου. Φρονείτε ότι αυτό οφείλεται στην εσωτερική πολιτική κατάσταση της Τουρκίας ενόψει των επικείμενων προεδρικών εκλογών ή το αποδίδετε στην «αδύναμη διεθνή εικόνα της χώρας και της εξωτερικής πολιτικής, αλλά και στην έλλειψη σχεδιασμού», όπως αναφέρθηκε σε ανακοίνωση του κόμματός σας με αφορμή το συμβάν κατά το πρόσφατο ταξίδι του κ. Νίκου Δένδια στη Λιβύη; Ποια διαφορετικά βήματα θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει η κυβέρνηση ως προς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Η Τουρκία βλέπει το τελευταίο διάστημα να αφήνεται έδαφος για διεκδικήσεις και επιδιώκει τη δημιουργία τετελεσμένων. Η κριτική την οποία έχουμε ασκήσει αφορά στο γεγονός ότι από την πλευρά της χώρας δεν αξιοποιήθηκαν σημαντικές ευκαιρίες. Για παράδειγμα, το 2021, μετά την εκλογή του Joe Biden, η Τουρκία ήταν αποδυναμωμένη διπλωματικά. Είχα ζητήσει τότε από την κυβέρνηση να αναλάβει μία πρωτοβουλία ενεργητικής διπλωματίας και να συνδέσει τα ελληνοτουρκικά με μία θετική ατζέντα στα ευρωτουρκικά. Δεν το έκανε, επέλεξε μια λανθασμένη και παθητική αδρανή στάση και αυτό είναι ένα λάθος το οποίο πληρώνουμε. Αντίθετα, εκείνη την περίοδο ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε να αφήσει τη διπλωματία και να εστιάσει στην ενίσχυση των εξοπλισμών. Έτσι, όμως, δε λύνονται τα προβλήματα. Είναι δεδομένο ότι η αμυντική επάρκεια της χώρας είναι πολύ σημαντικό πράγμα και φυσικά κάποιοι εξοπλισμοί είναι αναγκαίοι. Όμως, υπήρξαν και ενέργειες στα εξοπλιστικά οι οποίες έγιναν χωρίς σχέδιο και ρίχνουν τον προϋπολογισμό μας πολύ έξω. Το θέμα, λοιπόν, δεν είναι η Ελλάδα να μπει σε μια νέα κούρσα εξοπλισμών, αλλά το με ποια συνολική στρατηγική σε όλα τα επίπεδα θα πορευτούμε εμείς απέναντι σε μία Τουρκία η οποία -είτε έχει τον Erdoğan είτε όχι- είναι μία υπολογίσιμη δύναμη και ένας απρόβλεπτος γείτονας. Επίσης, όσον αφορά στην Ανατολική Μεσόγειο, αντί να παρακολουθούμε τρίτους να καθορίζουν τις εξελίξεις, πρέπει εμείς να πάρουμε την πρωτοβουλία. Να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα και να ανοίξουμε το διάλογο με Λιβύη, Αίγυπτο και Τουρκία για οριοθέτηση στη Χάγη Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ασφαλώς, με όρο τη συμμετοχή και της Κύπρου, ώστε η ενέργεια να αποτελέσει καταλύτη και για το Κυπριακό. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται ψυχραιμία και αποφασιστικότητα. Είναι δεδομένο ότι απέναντι στην απειλή της εθνικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων είμαστε όλοι ενωμένοι. Ανεξάρτητα με την πολιτική κατάσταση στη χώρα, ο κ. Erdoğan θα πρέπει να γνωρίζει ότι απέναντι στην προκλητικότητά του δεν έχει έναν αδύναμο και απερχόμενο Πρωθυπουργό, αλλά ολόκληρο τον ελληνικό λαό.
Ως προς το ενεργειακό ζήτημα, βλέπουμε για άλλη μια φορά την Ευρωπαϊκή Ένωση να δυσκολεύεται να αναπτύξει κοινό βηματισμό. Ενδεικτικά αναφέρω το θέμα του πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου. Πώς κρίνετε μέσα σε αυτό το κλίμα την εκκίνηση της διαδικασίας έρευνας για την εξόρυξη υδρογονανθράκων την οποία ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός; Το θεωρείτε θετικό βήμα προς την ενεργειακή αναβάθμιση της Ελλάδας ή αντιτίθεστε, όπως για παράδειγμα το ΜέΡΑ 25, εξαιτίας του περιβαλλοντικού του αποτυπώματος;
Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση η οποία τον συνοδεύει αναδεικνύει με όρους κρίσης το πολιτικό και ενεργειακό έλλειμμα της Ευρώπης. Η Ευρώπη, ενώ διαπιστώνει την απόσταση λόγων και έργων για την ενεργειακή ασφάλεια και την πράσινη μετάβαση, τα υπερκέρδη τα οποία δημιουργούνται αλλά και την αδυναμία της αγοράς να επιλύσει το ζήτημα της πρόσβασης στο αγαθό της ενέργειας, καθυστερεί στις αποφάσεις, εφόσον αντί να επιλέξει την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και τις ανάγκες των κοινωνιών πελαγοδρομεί σε ισορροπίες ανάμεσα στα συμφέροντα. Τώρα, όσον αφορά στους υδρογονάνθρακες, επιτρέψτε μου να σας πω ότι δε νοείται εκκίνηση σε κάτι το οποίο είχε ήδη ξεκινήσει στο παρελθόν, εφόσον οι άδειες και η σύμβαση των ερευνών είχαν ολοκληρωθεί από το 2019. Από την άλλη, δεν είναι ένα βήμα το οποίο μπορεί να λύσει το ζήτημα ενεργειακής ασφάλειας το οποίο έχει θέσει με επιτακτικό τρόπο ο πόλεμος στην Ουκρανία. Αν βρεθούν κοιτάσματα τα επόμενα χρόνια, η συζήτηση για τη βιωσιμότητά τους θα εξελιχθεί το 2028-2030. Χωρίς να υποτιμούμε τη γεωπολιτική σημασία των ερευνών την οποία λάβαμε σοβαρά υπόψη την περίοδο της κυβέρνησής μας, όλοι ξέρουμε ότι μετά από τόσα χρόνια ο κεντρικός στόχος της κλιματικής ουδετερότητας θα θέσει σοβαρά ζητήματα βιωσιμότητας με κλιματικούς αλλά και οικονομικούς όρους. Η συζήτηση για τους υδρογονάνθρακες θα αφορά στο παρελθόν και όχι στο μέλλον. Η κυβέρνηση οφείλει στους πολίτες να σταματήσει να κρύβεται πίσω από επικοινωνιακά τρικ και να διασφαλίσει τώρα την πρόσβαση νοικοκυριών και παραγωγικών φορέων στο αγαθό της ενέργειας σε προσιτές τιμές, καθώς και να επιταχύνει την πράσινη μετάβαση με ενεργειακή Δημοκρατία, γιατί στους κρίσιμους για τη μετάβαση τομείς, όπως είναι ο ηλεκτρικός χώρος (δίκτυο), η αποθήκευση και οι ενεργειακές κοινότητες, έχουμε σοβαρότατες καθυστερήσεις.
Τον τελευταίο καιρό απασχολεί την επικαιρότητα το ζήτημα της Κιβωτού του Κόσμου μετά τις καταγγελίες οι οποίες έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας. Πιστεύετε ότι το ισχύον θεσμικό πλαίσιο είναι επαρκές ώστε να εξασφαλίζεται η υγιής και διαφανής λειτουργία τέτοιων Οργανώσεων;
Η υπόθεση της Κιβωτού του Κόσμου μας συγκλονίζει, ταυτόχρονα, όμως, φωτίζει ένα διαχρονικό ζήτημα: την υποχρέωση του κράτους για την προστασία κάθε παιδιού. Η κυβέρνηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ξεκίνησε μια επίμονη προσπάθεια χαρτογράφησης όλων των κλειστών δομών παιδικής προστασίας, είτε δημόσιων είτε ιδιωτικών. Επιπλέον, μια σειρά από νομοθετικές αλλαγές ήρθαν για να ενισχύσουν τη διαφάνεια και τον έλεγχο, όπως και τη σωστή στελέχωση των δημόσιων δομών. Ωστόσο, όλη αυτή η προσπάθεια υπονομεύτηκε και εγκαταλείφθηκε από την κυβέρνηση της Ν.Δ.. Εδώ μπαίνει μια κρίσιμη παράμετρος. Όταν στην κυβέρνηση της χώρας υπάρχει μια παράταξη η οποία δεν πιστεύει στον ισχυρό ρόλο του κράτους, όταν επανειλημμένα επί δεκαετίες έχει αποδείξει έμπρακτα ότι θεωρεί το κοινωνικό κράτος και τις δομές κρατικής πρόνοιας σπατάλη και περιττή δαπάνη, δυστυχώς είναι λογικό να μην έχουν αξιοπιστία όλες οι επικοινωνιακές εξαγγελίες του Πρωθυπουργού και των Υπουργών του περί Εθνικών Σχεδίων για την αντιμετώπιση της βίας κατά των παιδιών. Απαιτείται, λοιπόν, μια συνολική και οργανωμένη αναδόμηση του πλαισίου. Για αυτό. στις προτεραιότητές μας είναι ένα συνεκτικό σχέδιο δράσης εστιασμένο στην πρόληψη, στην έγκαιρη και έγκυρη ανίχνευση των περιστατικών, στη νομική προστασία και στην ψυχοκοινωνική υποστήριξη του παιδιού-θύματος. Τα πολλά βήματα, τα οποία πρέπει να γίνουν, πρέπει να γίνουν γρήγορα με σωστή κοινωνική και επιστημονική προσέγγιση. Για να μη ζήσουμε νέες τραγωδίες και να δώσουμε επιτέλους την προστασία και την αφοσίωση τις οποίες χρειάζονται τα παιδιά από την πλευρά του κράτους.