ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣτΕ 944/2020

Γράφει ο Αρχιμανδρίτης Αθηναγόρας Σουπουρτζής, Δρ. Κανονικού Δικαίου Πανεπιστημίου Αθηνών


Εισαγωγή

Με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) 944/2020 εξετάζεται η αίτηση ακύρωσης που υπέβαλαν η «Πανελλήνια Ορθόδοξη Ένωση» καθώς και άλλοι ιδιώτες κατά της Εκκλησίας της Ελλάδος. Οι ενάγοντες ζήτησαν να ακυρωθεί ή να αναγνωριστεί η ακυρότητα της απόφασης της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος που ελήφθη σε έκτακτη συνεδρίαση στις 12 Οκτωβρίου 2019. Η απόφαση αυτή αναγνώρισε το κανονικό δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να χορηγήσει αυτοκεφαλία στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας και αναγνώρισε το προνόμιο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών να χειριστεί τη διαδικασία αναγνώρισης της Ουκρανικής Εκκλησίας (Συμβούλιο της Επικρατείας, 2020).

ο Αρχιμανδρίτης Αθηναγόρας Σουπουρτζής

Η αναγνώριση της αυτοκεφαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας έχει προκαλέσει σημαντικές συζητήσεις, αναδεικνύοντας τις γεωπολιτικές και εκκλησιαστικές επιπτώσεις στον ευρύτερο ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο. Αυτή η υπόθεση υπογραμμίζει την πολυπλοκότητα που εμπλέκεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ θρησκευτικών θεσμών και κρατικών μηχανισμών, καταδεικνύοντας τη σημασία της διατήρησης της εκκλησιαστικής ενότητας με παράλληλο σεβασμό των κανονικών παραδόσεων και των νομικών πλαισίων. Το αποτέλεσμα της απόφασης έχει θεμελιώδεις επιπτώσεις στις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας και στο μέλλον της αυτοκέφαλης εκκλησιαστικής διακυβέρνησης εντός της Ορθοδοξίας. Το ανά χείρας άρθρο εξετάζει ​κριτικά το εάν έχει η Εκκλησία της Ελλάδος το κανονικό δικαίωμα ή την κανονική υποχρέωση αναγνωρίσεως της αυτοκέφαλης εκκλησίας της Ουκρανίας; Με ποιά διαδικασία μπορεί η Εκκλησία της Ελλάδος να προβεί στην αναγνώριση του αυτοκεφάλου της εκκλησίας της Ουκρανίας;

Το νομικό και κανονικό πλαίσιο

Το ελληνικό Σύνταγμα, ιδιαίτερα το άρθρο 3, αναγνωρίζει ρητά την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού ως «την επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα». Το άρθρο αυτό υπογραμμίζει τη δογματική ενότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, υποστηρίζοντας ότι η Εκκλησία της Ελλάδος τηρεί τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και ιερές παραδόσεις. Αυτή η συνταγματική αναγνώριση είναι κρίσιμη για την κατανόηση της αυτονομίας της Εκκλησίας στην εσωτερική της διακυβέρνηση και των κανονικών σχέσεων της με άλλα ορθόδοξα σώματα (Βενιζέλος, 2000).

Περαιτέρω, το άρθρο 13 του ελληνικού Συντάγματος εγγυάται περαιτέρω το απαραβίαστο της θρησκευτικής ελευθερίας και διασφαλίζει ότι κάθε γνωστή θρησκεία προστατεύεται από το νόμο. Η διάταξη αυτή αντικατοπτρίζει τη δέσμευση στον θρησκευτικό πλουραλισμό και διασφαλίζει την εσωτερική αυτονομία των θρησκευτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματός τους στην αυτοδιοίκηση σύμφωνα με τους δογματικούς τους κανόνες. Κατά συνέπεια, το συνταγματικό πλαίσιο θέτει τις βάσεις για τη λειτουργία της Εκκλησίας της Ελλάδος, θέτοντας ένα νομικό όριο μεταξύ κρατικής παρέμβασης και εκκλησιαστικού αυτοπροσδιορισμού (Βενιζέλος, 2000).

Μάλιστα, ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι μια άλλη κομβική πτυχή αυτού του πλαισίου. Ως πρώτο μεταξύ ίσων (primus inter pares) στην ιεραρχία των Ορθοδόξων Εκκλησιών, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει ιστορικό και κανονικό προνόμιο να χορηγεί αυτοκεφαλία στις τοπικές εκκλησίες. Αυτό το προνόμιο έχει τις ρίζες του στην κανονική παράδοση και τα ιστορικά προηγούμενα, όπου το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ενήργησε ως μεσολαβητής και χορηγός της εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας (Kitromilides, 2018). Το κανονικό δίκαιο που διέπει αυτές τις ενέργειες περιλαμβάνει τους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων και τις μακραίωνες παραδόσεις που έχουν διαμορφώσει τη διοικητική και πνευματική δικαιοδοσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Βέβαια, σημειώνεται ότι η αναγνώριση του αυτοκεφάλου, όπως αυτό της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, περιλαμβάνει περίπλοκες κανονικές διαδικασίες και θεολογικές εκτιμήσεις. Σύμφωνα με το κανονικό δίκαιο, η διαδικασία χορήγησης του αυτοκεφάλου δεν είναι απλώς μια μονομερής απόφαση, αλλά απαιτεί μια ολοκληρωμένη διαβούλευση εντός της Ορθόδοξης κοινωνίας για τη διασφάλιση της εκκλησιαστικής ενότητας και συνοχής. Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει συχνά την έκδοση ενός Τόμου, ενός επίσημου εκκλησιαστικού διατάγματος που οριοθετεί τους όρους και τις προϋποθέσεις της αυτοκεφαλίας. Η περίπτωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των διαδικασιών, όπου η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου διαπνέεται από ιστορικές, ποιμαντικές και κανονικές επιταγές.

Με την απόφαση του ΣτΕ 944/2020 αναδεικνύεται η οριοθέτηση μεταξύ εσωτερικών εκκλησιαστικών θεμάτων και κρατικής δικαιοδοσίας. Το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση της Ιεράς Συνόδου να αναγνωρίσει την αυτοκεφαλία της Ουκρανικής Εκκλησίας ήταν θέμα κανονικού δικαίου, επομένως δεν εμπίπτει στο πεδίο του κρατικού δικαστικού ελέγχου (Συμβούλιο της Επικρατείας, 2020). Η απόφαση αυτή υπογραμμίζει την αρχή ότι οι εσωτερικές εκκλησιαστικές αποφάσεις, ιδίως εκείνες που βασίζονται στο κανονικό δίκαιο, δεν υπόκεινται σε κρατική παρέμβαση, εκτός εάν διασταυρώνονται με το αστικό δίκαιο ή τη δημόσια τάξη. Η αρχή αυτή συνάδει με προηγούμενα νομικά προηγούμενα που σέβονται την αυτονομία των θρησκευτικών ιδρυμάτων στην εσωτερική τους διακυβέρνηση (Συμβούλιο της Επικρατείας, 1988).

Επιπλέον, το κανονικό καθεστώς των Ορθοδόξων Εκκλησιών περιλαμβάνει ένα πολύπλοκο πλέγμα σχέσεων και διοικητικών δομών που διέπονται τόσο από γραπτούς όσο και από εθιμικούς κανόνες δικαίου. Οι κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων, όπως ο 17ος κανόνας της Δ ́ Οικουμενικής Συνόδου και ο 38ος κανόνας της Πενθέκτης Συνόδου, παρέχουν ένα θεμελιώδες πλαίσιο για τη διοίκηση των Ορθοδόξων Εκκλησιών και τις αλληλεπιδράσεις τους. Αυτοί οι κανόνες καθορίζουν τις διαδικασίες για τις εκκλησιαστικές αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με την αυτοκεφαλία, διασφαλίζοντας ότι οι αποφάσεις αυτές λαμβάνονται με τρόπο που διατηρεί την ενότητα και τη δογματική ακεραιότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ανάλυση της Απόφασης ΣτΕ 944/2020

Στην απόφασή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας τόνισε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε εσωτερικό εκκλησιαστικό ζήτημα που διέπεται από το κανονικό δίκαιο και όχι από το κρατικό δίκαιο. Η διάκριση αυτή είναι κρίσιμη, διότι υπογραμμίζει την αρχή ότι ορισμένες εκκλησιαστικές πράξεις, ιδίως εκείνες που έχουν τις ρίζες τους σε κανονικές και θεολογικές εκτιμήσεις, δεν εμπίπτουν στο πεδίο του δικαστικού ελέγχου από τα κρατικά δικαστήρια. Το δικαστήριο έκρινε ότι οι αποφάσεις αυτές δεν αποτελούν διοικητικές πράξεις που υπόκεινται σε ακύρωση από το Συμβούλιο της Επικρατείας, επιβεβαιώνοντας την αυτονομία της Εκκλησίας της Ελλάδος σε θέματα εσωτερικής διακυβέρνησης και εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας (Συμβούλιο της Επικρατείας, 2020).

Τα βασικά πορίσματα του δικαστηρίου υπογραμμίζουν ότι η αναγνώριση της αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Εκκλησίας είναι ένα ζήτημα που ρυθμίζεται αποκλειστικά από το κανονικό δίκαιο. Το δικαστήριο σημείωσε ότι η απόφαση της Ιεράς Συνόδου δεν παρήγαγε νομικά αποτελέσματα που θα επηρέαζαν τα πολιτικά δικαιώματα ή τη δημόσια τάξη, επομένως δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της κρατικής δικαιοδοσίας. Αυτή η προοπτική ευθυγραμμίζεται με προηγούμενες αποφάσεις όπου το Συμβούλιο της Επικρατείας υποστήριξε με συνέπεια την αυτονομία των θρησκευτικών ιδρυμάτων στις εσωτερικές τους υποθέσεις, εκτός εάν υπάρχει άμεση σύγκρουση με το αστικό δίκαιο.

Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος

Επιπλέον, η απόφαση του δικαστηρίου υπογραμμίζει τη σημασία του σεβασμού των εσωτερικών διαδικασιών και των κανονικών διαδικασιών της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η αναγνώριση του αυτοκεφάλου περιλαμβάνει πολύπλοκες θεολογικές και κανονικές διαβουλεύσεις που αντιμετωπίζονται καλύτερα μέσα στο εκκλησιαστικό πλαίσιο παρά μέσα από κοσμικούς δικαστικούς μηχανισμούς. Απορρίπτοντας το αίτημα των εναγόντων, το δικαστήριο ενίσχυσε την αρχή ότι οι εκκλησιαστικές αποφάσεις, ιδίως εκείνες που αφορούν τη διακυβέρνηση και τη διοικητική αυτονομία της Εκκλησίας, έχουν εγγενώς πνευματικό και δογματικό χαρακτήρα.

Οι συνέπειες αυτής της απόφασης είναι σημαντικές για τη σχέση εκκλησίας και πολιτείας στην Ελλάδα. Δημιουργεί σαφές προηγούμενο ότι οι εσωτερικές εκκλησιαστικές αποφάσεις, ιδίως εκείνες που διέπονται από το κανονικό δίκαιο, προστατεύονται από δικαστικό έλεγχο, εκτός εάν διασταυρώνονται με ζητήματα αστικού δικαίου ή δημόσιας τάξης. Η απόφαση αυτή όχι μόνο επιβεβαιώνει την αυτονομία της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά οριοθετεί και τα όρια της κρατικής παρέμβασης σε θρησκευτικά θέματα, υποστηρίζοντας κατ΄αυτόν τον τρόπο τη συνταγματική εγγύηση της θρησκευτικής ελευθερίας και της εκκλησιαστικής αυτοδιοίκησης.

Συμπερασματικά, η απόφαση του ΣΤ 944/2020 αναδεικνύει την περίπλοκη ισορροπία μεταξύ εκκλησιαστικής αυτονομίας και κρατικής δικαιοδοσίας. Αναγνωρίζοντας την απόφαση της Ιεράς Συνόδου ως εσωτερικό εκκλησιαστικό ζήτημα που διέπεται από το κανονικό δίκαιο, το δικαστήριο ενίσχυσε τον διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους και επιβεβαίωσε την αρχή ότι οι εκκλησιαστικές αποφάσεις είναι πρωτίστως πνευματικές και δογματικές. Η απόφαση αυτή έχει σημαντικές επιπτώσεις στο μέλλον των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας στην Ελλάδα, διασφαλίζοντας τον σεβασμό της αυτονομίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο πλαίσιο του Ελληνικού Συντάγματος.

Διαδικασίες αναγνώρισης αυτοκεφαλίας

Η αναγνώριση του αυτοκεφάλου μέσα στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που περιλαμβάνει τόσο εσωτερικές εκκλησιαστικές διαδικασίες όσο και ευρύτερες κανονικές θεωρήσεις. Στο πλαίσιο της Εκκλησίας της Ελλάδος, η διαδικασία αυτή διέπεται από ένα συνδυασμό ιστορικών προηγουμένων, κανονικού δικαίου και εσωτερικών διοικητικών πρωτοκόλλων.

Εσωτερικά, η Εκκλησία της Ελλάδος ακολουθεί μια δομημένη διαδικασία που ξεκινά με συζητήσεις εντός των Συνοδικών Επιτροπών της. Οι επιτροπές αυτές, και συγκεκριμένα η Συνοδική Επιτροπή Δογματικών και Κανονικών Θεμάτων και η Συνοδική Επιτροπή Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων, διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην αξιολόγηση των αιτήσεων αυτοκεφαλίας. Καθήκον τους είναι να αξιολογήσουν τις κανονικές, θεολογικές και εκκλησιαστικές επιπτώσεις ενός τέτοιου αιτήματος. Αυτή η αξιολόγηση περιλαμβάνει μια διεξοδική εξέταση της ιστορικής και κανονικής βάσης για το αίτημα αυτοκεφαλίας, διασφαλίζοντας ότι ευθυγραμμίζεται με την ορθόδοξη παράδοση και τους κανονικούς κανόνες.

Αφού οι επιτροπές ολοκληρώσουν τις αξιολογήσεις τους, υποβάλλουν τα πορίσματά τους στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η Ιερά Σύνοδος, της οποίας προεδρεύει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, είναι το ανώτατο διοικητικό όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος και είναι υπεύθυνη για τη λήψη οριστικών αποφάσεων σε θέματα εκκλησιαστικής σημασίας. Σε έκτακτη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, στην οποία συμμετέχουν όλοι οι επίσκοποι της Εκκλησίας της Ελλάδος, συζητείται λεπτομερώς το θέμα της αυτοκεφαλίας. Αυτό διασφαλίζει ότι οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται με ευρεία επισκοπική συναίνεση, αντανακλώντας τη συλλογική κρίση της ιεραρχίας της Εκκλησίας.

Η διαδικασία αναγνώρισης περιλαμβάνει επίσης σημαντικό ρόλο για το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Ως primus inter pares μεταξύ των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατέχει ιστορικά το προνόμιο να χορηγεί αυτοκεφαλία. Ο ρόλος αυτός έχει τις ρίζες του στην κανονική παράδοση, όπου το Οικουμενικό Πατριαρχείο ενεργεί ως διαμεσολαβητής και διαιτητής σε εκκλησιαστικά θέματα που υπερβαίνουν τα όρια των τοπικών εκκλησιών (Kitromilides, 2018). Η διαδικασία συνήθως κορυφώνεται με την έκδοση Τόμου, ενός επίσημου διατάγματος που επισημοποιεί τη χορήγηση αυτοκεφαλίας και περιγράφει τους όρους της αυτοδιοίκησης της νέας εκκλησίας.

Συγκριτικά, άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες ακολουθούν παρόμοιες διαδικασίες, αν και υπάρχουν διαφοροποιήσεις με βάση τις τοπικές εκκλησιαστικές δομές και τα ιστορικά πλαίσια. Για παράδειγμα, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας, όταν ασχολείται με θέματα αυτοκεφαλίας, περιλαμβάνει επίσης τα ανώτατα συνοδικά της όργανα και επιδιώκει να διασφαλίσει ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται με ευρεία συναίνεση εντός της εκκλησιαστικής ιεραρχίας (Ebrahimi, 2023).

Η περίπτωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας αποτελεί παράδειγμα αυτών των διαδικασιών στην πράξη. Η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να χορηγήσει αυτοκεφαλία στην Ουκρανική Εκκλησία περιελάμβανε εκτεταμένες διαβουλεύσεις και βασίστηκε σε ιστορικά και κανονικά προηγούμενα. Η Εκκλησία της Ελλάδος, ακολουθώντας τις εσωτερικές της διαδικασίες, αναγνώρισε την απόφαση αυτή, αντανακλώντας τη δέσμευσή της για τη διατήρηση της εκκλησιαστικής ενότητας και την τήρηση των κανονικών παραδόσεων (Συμβούλιο της Επικρατείας, 2020).

Συμπέρασμα

Η απόφαση ΣΤΕ 944/2020 υπογραμμίζει την αυτονομία της Εκκλησίας της Ελλάδος σε θέματα εσωτερικής διακυβέρνησης, ενώ αναδεικνύει την κανονική σχέση της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Εκκλησία της Ελλάδος έχει το κανονικό δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση, να αναγνωρίσει το αυτοκέφαλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας. Αυτή η αναγνώριση είναι μέρος της διατήρησης των κανονικών παραδόσεων και της ιεραρχικής δομής της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Συμβούλιο της Επικρατείας, 2020).

Τα διαδικαστικά βήματα για την αναγνώριση αυτή είναι διεξοδικά και περιλαμβάνουν πολλαπλά στάδια διαβούλευσης και διαβούλευσης εντός της Εκκλησίας της Ελλάδος και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτές οι διαδικασίες διασφαλίζουν ότι η απόφαση λαμβάνεται με προσεκτική εξέταση του κανονικού δικαίου, των θεολογικών αρχών και της εκκλησιαστικής ενότητας.

Η απόφαση του ΣΤΕ 944/2020 επιβεβαιώνει την αρχή ότι οι εσωτερικές εκκλησιαστικές αποφάσεις, ιδίως εκείνες που διέπονται από το κανονικό δίκαιο, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Εκκλησίας και προστατεύονται από δικαστικό έλεγχο, εκτός εάν διασταυρώνονται με το αστικό δίκαιο ή τη δημόσια τάξη. Η απόφαση αυτή έχει σημαντικές επιπτώσεις για το μέλλον των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας στην Ελλάδα, διασφαλίζοντας τον σεβασμό της αυτονομίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας εντός του συνταγματικού πλαισίου.

Διατηρώντας αυτή την ισορροπία, η απόφαση υποστηρίζει τη διατήρηση της δογματικής ακεραιότητας και της εκκλησιαστικής ενότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σεβόμενη παράλληλα τα νομικά όρια της κρατικής παρέμβασης. Αυτή η προσέγγιση αντικατοπτρίζει την ευρύτερη ορθόδοξη αρχή της συμφωνίας, όπου η εκκλησία και το κράτος λειτουργούν αρμονικά, σεβόμενες η μία τη δικαιοδοσία και την εξουσία της άλλης.


Βιβλιογραφικές Αναφορές

Βενιζέλος, Ε. (2000). Οι σχέσεις κράτους και εκκλησίας ως σχέσεις συνταγματικά ρυθμισμένες. Παρατηρητής.

Ebrahimi, A. M. (2023). The concept of religious pluralism in a globalized world: An analytical and comparative study of John Hick and Hossein Nasr’s theories (Master’s thesis, Universitetet i Agder). https://doi.org/10.5281/zenodo.8021955.

Kitromilides, P. (2018). Religion and politics in the Orthodox world: The Ecumenical Patriarchate and the challenges of modernity. Routledge. https://doi.org/10.4324/9781351185431.

Συμβούλιο της Επικρατείας. (2020). ΣτΕ 944/2020.

Συμβούλιο της Επικρατείας.  (1988). ΣτΕ 2154/1988.