Γράφει ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος, καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ
Ένα από τα βασικά γνωρίσματα της μεταπολιτευτικής περιόδου είναι η προσπάθεια μετάθεσης αρμοδιοτήτων και ευθυνών από την πολιτική σε άλλες εξουσίες. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν ίσως οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές. Και μπορεί μεν η κατοχύρωση των αρχών αυτών να υπήρξε μια από τις θετικές θεσμικές καινοτομίες της μεταπολιτευτικής περιόδου, αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι η πολιτική εξουσία δεν ήθελε και δεν μπορούσε να ασκήσει μια σειρά από σημαντικές αρμοδιότητες που μετέθεσε στις ανεξάρτητες αρχές.
Για να πάμε τώρα στο πιο πρόσφατο παρελθόν: Τα περιοριστικά μέτρα την εποχή της πανδημίας δικαιολογήθηκαν με τις γνωμοδοτήσεις των ειδικών επιστημόνων και παρουσιάστηκαν ως τεχνοκρατικές αποφάσεις, ωστόσο οι περιορισμοί των ατομικών ελευθεριών και η στάθμισή τους με τη δημόσια υγεία δεν παύουν να συνιστούν κατ’ εξοχήν πολιτικές αποφάσεις, ακόμα και όταν λαμβάνουν υπ’ όψιν τους επιστημονικά δεδομένα.
Η τάση μετάθεσης αρμοδιοτήτων και ευθυνών επεκτάθηκε και στη Δικαιοσύνη. Ιδίως από την εποχή της οικονομικής κρίσης και μετά, η πολιτική διαμάχη μεταφέρθηκε στις δικαστικές αίθουσες, συγχέοντας το πολιτικό επιχείρημα με τον νομικό συλλογισμό και ταυτίζοντας (ως μη έδει) τον κακό νόμο με την αντισυνταγματικότητα. Αρκεί κανείς να θυμηθεί τις δίκες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα «μνημόνια» και τις τηλεοπτικές άδειες.
Οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις δεν υπήρξαν μόνο αντικείμενο δημόσιας επιστημονικής κριτικής, η οποία είναι θεμιτή και επιβεβλημένη. Υπήρξαν και αντικείμενο «συνθηματολογικής» επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας, με βάση μόνο το αποτέλεσμά τους και με αμιγώς πολιτικά κριτήρια. Βέβαια, η σύγχυση μεταξύ νομικού και πολιτικού στοιχείου δεν είναι κάτι το νέο και έχει βρει τη θεσμική της αποτύπωση στο άρθρο 86 του Συντάγματος περί ποινικής ευθύνης των υπουργών.
Εκεί δηλαδή όπου μια καθαρά νομική διαδικασία (η αναζήτηση ποινικών ευθυνών) συμπλέκεται με πολιτικές σκοπιμότητες (άσκηση ποινικής δίωξης από τη Βουλή), με αποτέλεσμα το πολιτικό στοιχείο να ταυτίζεται με τον δικανικό συλλογισμό και η όποια απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου να κρίνεται αποκλειστικά και μόνο με πολιτικά κριτήρια. Και ας μην ξεχνάμε την κορυφαία συνταγματική διάταξη «πολιτικοποίησης της Δικαιοσύνης», αυτή του άρθρου 90 παρ. 5, που αναθέτει την επιλογή των ηγεσιών των ανώτατων δικαστηρίων στην ελεύθερη βούληση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Τους τελευταίους όμως μήνες η μετάθεση ευθυνών από την πολιτική στη δικαστική εξουσία φαίνεται να βρήκε το αποκορύφωμά της, επεκτεινόμενη και στην «καρδιά» της πολιτικής ζωής που δεν είναι άλλη από τις βουλευτικές εκλογές. Βέβαια, σύμφωνα με το άρθρο 100 του Συντάγματος, στις αρμοδιότητες του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου ανήκει, μεταξύ άλλων, η εκδίκαση των ενστάσεων κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών.
Εξάλλου, ήδη από το 1933 το Εκλογοδικείο είχε κρίνει ως αντισυνταγματικό το να ψηφίζουν οι Ισραηλίτες της Θεσσαλονίκης σε ξεχωριστά εκλογικά τμήματα. Αλλά και σε διεθνές επίπεδο τα δικαστήρια έχουν καθορίσει το αποτέλεσμα εκλογών. Ας θυμηθούμε την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ το 2000 που έδωσε τη νίκη στον Τζορτζ Γ. Μπους έναντι του Αλ Γκορ, όπως επίσης και την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου του Βερολίνου τον Νοέμβριο του 2022 που διέταξε την επανάληψη των βουλευτικών εκλογών στο κρατίδιο του Βερολίνου λόγω εκτεταμένων εκλογικών παρατυπιών.
Αλλο όμως αυτό και άλλο να μεταθέτεις την απόφαση για κεντρικά πολιτικά ζητήματα από την πολιτική εξουσία στον δικαστή. Εδώ εντάσσεται και το ζήτημα της απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων και ανακήρυξης υποψηφίων στις βουλευτικές εκλογές. Το 1975 ο συντακτικός νομοθέτης απέρριψε την κυβερνητική πρόταση για τη δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων και, επιπλέον, έθεσε ως προϋπόθεση για τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων την αμετάκλητη ποινική καταδίκη. Και ενώ το θέμα της Χρυσής Αυγής είχε ήδη ανακύψει προ πολλών ετών, οι πολιτικές δυνάμεις το αγνόησαν κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019.
Αντί αυτού, προτιμήθηκαν συγκυριακές και συνεχώς τροποποιούμενες νομοθετικές διατάξεις (τουλάχιστον) αμφίβολης συνταγματικότητας, οι οποίες καθιστούν τον δικαστή κριτή της πολιτικής ζωής. Οι διατάξεις αυτές καλούν τον δικαστή να αποφασίσει εάν η δράση και η λειτουργία ενός κόμματος εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ποιος είναι πραγματική και ποιος εικονική ηγεσία ενός κόμματος κ.λπ. Και αυτό στα ασφυκτικά χρονικά πλαίσια που προβλέπονται για την ανακήρυξη των υποψηφίων από τον Αρειο Πάγο. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν ότι την πολιτική απόφαση που δεν έλαβαν οι πολιτικές δυνάμεις εκεί και όταν έπρεπε να τη λάβουν τη μετέθεσαν στη δικαστική εξουσία. Τελικά, μάλλον δεν ισχύει το «έκαστος εφ’ ω ετάχθη».
Πηγή: in.gr