Οι πρόσφατες εξαγγελίες του πρωθυπουργού σε σχέση με τις ευρωεκλογές αφορούν δύο σημαντικές επιλογές, από τις οποίες η πρώτη, που αφορά την διατήρηση της ενιαία εκλογικής περιφέρειας και του σταυρού προτίμησης, είναι αναμφίβολα μία αρνητική εξέλιξη, ενώ η δεύτερη πρέπει κατ’αρχήν να κριθεί θετικά, υπό αυστηρές όμως προϋποθέσεις. Ειδικότερα:
Α. Ο πρωθυπουργός, παρότι είχε αναγνωρίσει την προβληματικότητα του ισχύοντος τρόπου εκλογής των ευρωβουλευτών (ενιαία περιφέρεια και σταυρός) και είχε προαναγγείλει νομοθετική πρωτοβουλία για τροποποίησή της, υπαναχώρησε τελικά πλήρως, προφανώς λόγω μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Συγκεκριμένα, όχι μόνον δεν τόλμησε να υιοθετήσει την ριζική εκδοχή της επαναφορά της λίστας, που είναι η ορθότερη από κάθε άποψη, αλλά ούτε καν προχώρησε σε κατάτμηση της επικράτειας σε περισσότερε ς περιφέρειες, ώστε να αμβλύνει κάπως τις αρνητικές συνέπειες του ισχύοντος συστήματος. Έτσι, αντί τα κόμματα να έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν τους καταλληλότερους για την άσκηση των εξαιρετικά απαιτητικών αρμοδιοτήτων των ευρωβουλευτών, εγκαταλείφθηκε και πάλι η ανάδειξή τους στα χέρια των οικονομικών παραγόντων και των καναλαρχών. Διότι όλοι γνωρίζουν ότι για να εκλεγεί κάποιος ευρωβουλευτής σε ολόκληρη την επικράτεια πρέπει είτε να είναι ιδιαίτερα προβεβλημένος στον χώρο της επικοινωνίας (και αυτό αφορά ιδίως, πέρα από ελάχιστους πολιτικούς, ηθοποιούς, τραγουδιστές, ποδοσφαιριστές και μεγαλοδημοσιογράφους) είτε να διαθέτει τεράστια οικονομική επιφάνεια, τόσο για την διεξαγωγή της προεκλογικής εκστρατείας όσο και για έντονη προβολή στα ΜΜΕ (τα οποία ως γνωστόν δεν διακρίνονται για τον πολιτικό πλουραλισμό τους…).
Με άλλα λόγια, η εκλογή των ευρωβουλευτών παραδόθηκε και πάλι, εν πολλοίς, είτε στους ανθρώπους του θεάματος, από τους οποίους ελάχιστοι έχουν τα πολιτικά προσόντα που απαιτούνται, είτε στους εκλεκτούς της διαπλοκής… Και όλα αυτά βέβαια για τους ίδιους μικροπολιτικούς λόγους που οδήγησαν στην καθιέρωση του ισχύοντος συστήματος (δηλαδή για εκλογικά οφέλη από την υποψηφιότητα «λαμπερών ονομάτων») αλλά και με την ίδια προσχηματική ρητορεία περί ενίσχυσης της λαϊκής κυριαρχίας. Ωστόσο, η ρητορεία αυτή είναι στην πραγματικότητα απλώς λαϊκιστική (και ειδικότερα δημοκρατικιστική), διότι αφ’ενός μεν παραγνωρίζει ότι η εκλογή αυτή είναι υπόθεση ορισμένων προνομιούχων και όχι όλων των πολιτών αφ’ετέρου δε αποπροσανατολίζει την συζήτηση, σε σχέση με την πραγματικά δημοκρατική επιλογή: την ανάδειξη των ευρωβουλευτών με λίστα αλλά μετά από εσωκομματικές δημοκρατικές διαδικασίες.
Σε όσους δε είναι έτοιμοι να πουν ότι τέτοιες διαδικασίες δεν υπάρχουν, η απάντηση είναι απλή: τέτοιες διαδικασίες δεν θα υπάρξουν αν δεν αναγνωρισθεί στα κόμματα, μέσω της εκλογής με λίστα, η δυνατότητα ανάδειξης υποψηφίων. Με άλλα λόγια, όπως αποδείχθηκε σε όλες σχεδόν τις προηγμένες δημοκρατικά χώρες, που την εφαρμόζουν σταθερά, η λίστα είναι ο σημαντικότερος πολιορκητικός κριός για την ενίσχυση της εσωκομματικής δημοκρατίας, διότι οδηγεί αναπόφευκτα σε έντονες πιέσεις προς την ηγεσία για την καθιέρωση εσωτερικών συμμετοχικών διαδικασιών.
Β. Σε αντίθεση με την πρώτη, η δεύτερη εξαγγελία του πρωθυπουργού έχει κατ’αρχήν θετικό πρόσημο. Η επιστολική ψήφος αποτέλεσε ιστορικά την σημαντικότερη έως τώρα διευκόλυνση της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος από μακριά. Για τον λόγο αυτόν άλλωστε, στην αναθεώρηση του 2001 τέθηκε ειδική διάταξη (άρθρο 51 παρ. 4 Συντ.), η οποία ερμηνεύει, ως προς τους εκτός επικρατείας πολίτες, την αρχή της ταυτόχρονης ψηφοφορίας κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να μην αποτρέπεται η επιστολική ψήφος. Ως εκ τούτου η καθιέρωσή της, ανεξαρτήτως των πολιτικών λόγων που την υπαγόρευσαν, πρέπει να αντιμετωπισθεί, από μεν συνταγματική άποψη ως ευπρόσδεκτη θεσμική εξειδίκευση της αρχής της καθολικής ψηφοφορίας από δε πολιτική άποψη ως πρόσφορο μέτρο για την ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμοποίησης του αντιπροσωπευτικού μας συστήματος.
Ωστόσο, μία τέτοια αντιμετώπιση της επιστολικής ψήφου τελεί υπό δύο απαρέγκλιτες προϋποθέσεις:
Πρώτον, να θωρακισθεί η σχετική διαδικασία με τις μείζονες δυνατές εγγυήσεις, ως προς την διασφάλιση της μυστικότητας της ψήφου. Αυτό σημαίνει, με δεδομένο ότι η επιστολική ψήφος εφαρμόζεται ήδη σε πολλές χώρες, όχι μόνον ότι θα αναζητηθούν οι βέλτιστες δυνατές σχετικές πρακτικές, με έμφαση στις πλέον δοκιμασμένες, αλλά και ότι θα υπάρξει μέριμνα για να αντιμετωπισθεί η άνω του μέσου όρου ευρηματικότητα των εκλογομαγείρων του κομματικού μας συστήματος για την παράκαμψη των νομοθετικών εγγυήσεων (ας σκεφθούμε, πχ, τα τρυπημένα με καρφίτσα ψηφοδέλτια και το σύστημα «αλυσίδα»…).
Δεύτερον, να εκκαθαρισθούν πλήρως οι εκλογικοί μας κατάλογοι αλλά και να τεθούν, στο εξής, κάποιοι όροι για την εξ αίματος πολιτογράφηση αποδήμων Ελλήνων τρίτης γενιάς, που είναι εντελώς αποκομμένοι από την χώρα μας (δηλαδή να τεθούν για την απόκτηση ιθαγένειας κάποιοι από τους περιορισμούς που είχαν προβλεφθεί, κακώς, ως προς την διευκόλυνση της ψήφου των εκτός επικρατείας πολιτών).
Για να νομοθετηθούν όμως με τρόπο πλήρη και πρόσφορο οι ως άνω προϋποθέσεις, απαιτείται ευρεία διακομματική συναίνεση και όχι μονοκομματική επιβολή, όπως συνηθίζει η σημερινή κυβέρνηση. Και η συναίνεση αυτή έχει ως οδηγό την ευρεία πλειοψηφία των 2/3 που απαιτείται για την διευκόλυνση της ψηφοφορίας στις εθνικές εκλογές, ως προς τους εκτός επικρατείας πολίτες. Η πλειοψηφία αυτή, παρότι δεν προβλέπεται για τις ευρωπαϊκές εκλογές, πρέπει κατά την άποψή μου να επιδιωχθεί από τώρα, ξεκινώντας με την σύσταση μιας επί τούτω διακομμματικής επιτροπής, ώστε να υπάρξει ενιαία συναινετική ρύθμιση για όλες τις εκλογές, με υπέρβαση, ένθεν κακείθεν, των μικροκομματικών σκοπιμοτήτων. Διαφορετικά η εν λόγω –θετική επαναλαμβάνω- πρωτοβουλία κινδυνεύει να εκτροχιασθεί αλλά και να υπονομευθεί ως προς την μελλοντική της ισχύ και στις εθνικές εκλογές (διότι μία τυχόν μονομερής, βεβιασμένη και στερημένη εγγυήσεων εφαρμογή στις ευρωεκλογές ενδέχεται να αποτρέψει τον σχηματισμό της πλειοψηφίας των 2/3 που απαιτείται για τις εθνικές εκλογές και έτσι να καταστεί αδύνατο να επεκταθεί και σε αυτές η επιστολική ψήφος ως προς τους εκτός επικρατείας πολίτες).
Ας ελπίσουμε ότι σε αυτό το τόσο σοβαρό εθνικό ζήτημα οι πολιτικές μας δυνάμεις θα επιδείξουν επιτέλους θεσμική σοβαρότητα, πολιτική αξιοπιστία και προπαντός ανιδιοτέλεια…
Δημοσιεύθηκε στο SLpress, 4.12.2023