Της δικηγόρου Κωνσταντίνας Λεκκάκου
Είναι ευρέως γνωστό και αληθές, ότι η ελληνική κοινωνία και οι δανειολήπτες της χώρας δέχονται επί χρόνια πιέσεις με δόλια, τις περισσότερες φορές, μέσα από τις τράπεζες και τις εταιρείες διαχείρισης, προκειμένου να αποπληρώσουν τις οικονομικές τους οφειλές, οι οποίες μόνο βιώσιμες δεν φαντάζουν πλέον.
Φυσικά, όσες προσπάθειες γίνονται από την πλευρά των οφειλετών, ώστε να βρεθεί λύση, πέφτουν… στο κενό, με τις απαιτήσεις των πιστωτών να είναι υπέρογκες και να οδηγούμαστε σε ένα αέναο αδιέξοδο που έχει προκαλέσει οικονομικό χάος, αλλά και προβληματισμό στην κυβέρνηση για τον τρόπο που λειτουργούν τα funds, καθώς δεν ανταποκρίνονται στο μεγάλο «θέλω» της, το οποίο αποτελεί φυσικά, η ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων δανείων και η ταυτόχρονη απομείωση του παθητικού των τραπεζών.
Οι servicers, όχι μόνο δεν έχουν καταφέρει να ρυθμίσουν την πλειονότητα των «κόκκινων» δανείων, αλλά πλέον βλέπουν τη μία δικαστική απόφαση μετά την άλλη να δικαιώνουν τους οφειλέτες, με τα δικαστήρια να προκαλούν «τσουνάμι» ακυρώσεων διαταγών πληρωμής, κατασχέσεων και δηλώσεων συνέχισης.
Έτσι, το Υπουργείο Οικονομικών αποφάσισε να παρέμβει εμμέσως και να βάλει «φρένο» στους πλειστηριασμούς και τη «δικαστική οδό», την οποία ακολουθούσαν πιστά οι εταιρείες διαχείρισης, προάγοντας, με νέες ρυθμίσεις, την εξωδικαστική λύση, αν κρίνουμε από το νέο πολυνομοσχέδιο που «ρίχνει» στο τραπέζι των προτεινόμενων και πιο δραστικών λύσεων.
Ο κύριος προβληματισμός της κυβέρνησης, ο οποίος στρέφει όλο το βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον εξωδικαστικό μηχανισμό, βρίσκεται στη μη τήρηση των στόχων που έχουν δεσμευθεί οι servicers, πως θα επιτύχουν για τις τιτλοποιήσεις του «Ηρακλή».
Το euribor έχει αυξηθεί στο 4%, οι δανειακές συμβάσεις που είχαν ρυθμιστεί, δεν μπορούν πλέον να εξυπηρετηθούν από τους δανειολήπτες, ενώ στους πλειστηριασμούς, σε σύνολο 77.000, από το 2021 μέχρι σήμερα, μόνο το 25% αυτών ευδοκίμησε, ένα ποσοστό πάρα πολύ «φτωχό», ώστε να μπορεί να ανατρέψει την κατάσταση.
Το Υπουργείο Οικονομικών και οι servicers, οι οποίοι κινδυνεύουν με πρόστιμο από το πρώτο, λόγω μη τήρησης των στόχων τους, θα αναγκασθούν να καταφύγουν σε συναίνεση προς εξωδικαστικές ρυθμίσεις. Μάλιστα, αναμένονται μεγάλα «κουρέματα» δανειακών οφειλών, που θα αγγίζουν έως και το 67% (από 55% που ισχύει σήμερα), σύμφωνα με το πολυνομοσχέδιο που αναμένεται να εφαρμοστεί.
Εξίσου σημαντική είναι η καθιέρωση σταθερού επιτοκίου 3% όλων των ρυθμίσεων για 3 χρόνια, αλλά και η δυνατότητα ένταξης, στον εξωδικαστικό, προσώπων που «κληρονόμησαν» οφειλές προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία και οι οποίες έχουν βεβαιωθεί εις βάρος επιχειρήσεων που έχουν κλείσει.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι αλλαγές στον φορέα που θα αγοράζει τα ακίνητα των ευάλωτων νοικοκυριών και θα προχωρά σε επαναμίσθωσή τους, δίνοντάς στους οφειλέτες τη δυνατότητα να μένουν σε αυτά έναντι ενοικίου, ενώ για πρώτη φορά ο κάθε δανειολήπτης θα μπορεί επιτέλους να ενημερώνεται ψηφιακά για το ύψος της οφειλής, το ιστορικό των πληρωμών, τις δόσεις, κτλ.
Αναμένουμε να δούμε, πώς θα λειτουργήσει αυτό το εξωδικαστικό σύστημα που προκρίνει το Υπουργείο Οικονομικών, ώστε να βοηθήσει την ελληνική οικονομία να απεμπλακεί από τα υπέρογκα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Αν όλα αυτά τα εργαλεία, που φέρνει ο εξωδικαστικός μηχανισμός, χρησιμοποιηθούν σωστά από τους οφειλέτες, σε συνδυασμό με το δικαστικό «οπλοστάσιο» που έχει ήδη παγιωθεί υπέρ τους, θα υπάρξει η πολυπόθητη διαγραφή των δανειακών υποχρεώσεων, που δεδομένα δεν μπορούν να υποστηρίξουν.
Αποδεικνύεται περίτρανα, με την κινητικότητα που παρουσιάζουν κυβέρνηση και servicers, η αναβάθμιση της θέσης των δανειοληπτών. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί, ότι έχουν ήδη ξεκινήσει να «τρίζουν» τα θεμέλια (νομιμοποίηση) της διαδικασίας πώλησης των δανείων σε ξένα funds. Οι δικαστικές αίθουσες σταματούν να αποτελούν στόχο και από τις δύο πλευρές, αλλά παραμένουν ένα πανίσχυρο μέσο για τη δικαίωση των οφειλετών.