Σε προγενέστερο άρθρο μας θίξαμε διεξοδικά το ζήτημα του νέου κύματος πλειστηριασμών που έχει ήδη ξεκινήσει ως προς το μέγεθός του, το οποίο είναι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα.
Είναι πλέον γεγονός ότι οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων που εκπροσωπούν τα αλλοδαπά funds βιάζονται να εκκαθαρίσουν το προβληματικότατο χαρτοφυλάκιο το οποίο διαχειρίζονται.
Ακριβώς εξαιτίας αυτής της βιασύνης αλλά και στην προσπάθειά τους να περιορίσουν το νομικό κόστος, προβαίνουν σε σωρεία παρατυπιών που δύνανται να αντιμετωπιστούν νομικά.
Μία από τις συνήθεις πρακτικές τους είναι ο περιορισμός του ποσού της απαίτησης κατά την επιβολή της κατάσχεσης προκειμένου να περιορίσουν το κόστος. Φυσικά ο περιορισμός αφορά μόνο την διαδικασία της επιβολής της κατάσχεσης και όχι το εν τέλει αναζητούμενο ποσό.
Ο περιορισμός του ποσού είναι σχεδόν πάντοτε ασαφής χωρίς να προσδιορίζεται σε τι ακριβώς συνίσταται ο περιορισμός αυτός. Η υπ’ αριθμ. 2/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά έδωσε ένα πολύ σκληρό ράπισμα σε αυτή την πρακτική ακυρώνοντας κατασχετήρια έκθεση.
Όπως κρίθηκε δικαστικώς «Η απαίτηση για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύστηκε η αναγκαστική εκτέλεση συντίθετο από κεφάλαιο και έξοδα, εντόκως, με διαφοροποίηση του ποσού και της χρονικής αφετηρίας του ποσού των τόκων, ανά είδος. Κατά συνέπεια, με τον ακόλουθο περιορισμό της απαίτησης στην ανακοπτόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται επακριβώς ο εν λόγω περιορισμός, ήτοι τα ακριβή κονδύλια για τα οποία επισπεύδεται η εκτέλεση, καθίσταται άκυρη η κατασχετήρια έκθεση λόγω έλλειψης στην ουσία της προϋπόθεσης του εκκαθαρισμένου της απαίτησης» ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟΝΙΣΤΕΙ ΟΤΙ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΕΙΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΗΔΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΕΙ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΕΙ ΑΚΟΜΗ ΔΙΕΝΕΡΓΗΘΕΙ Ο ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΑΚΥΡΩΘΟΥΝ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΜΟΝΟ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ.
Σημειωτέα καθίσταται και η πρακτική των εταιρειών διαχείρισης να επισπεύδουν πλειστηριασμούς αξιώνοντας ποσά μεγαλύτερα από αυτά που υφίσταντο κατά το χρονικό σημείο της τιτλοποίησης της απαίτησης, η δε διαφοροποίηση αποδεικνύεται αφενός από την κίνηση των δανειακών λογαριασμών, αφετέρου από το γεγονός ότι η τιτλοποίηση υπόκειται σε υποχρεωτική εκ του νόμου δημοσιότητα.
Παρατηρείται δηλαδή το παράδοξο φαινόμενο από τον δανειακό λογαριασμό που αποτυπώνει την κίνηση του δανείου να προκύπτει διαφορετικό ποσό οφειλής κατά την ημερομηνία της τιτλοποίησης από αυτό που το πιστοποιητικό της τιτλοποίησης αναγράφει την συγκεκριμένη ημερομηνία. Η ανωτέρω πρακτική έχει επίσης οδηγήσει σε ακύρωση πλειστηριασμών λόγω του αννεκαθάριστου της απαιτήσεως.
Τέλος ακόμη και κατά την διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών παρατηρείται διαφοροποίηση του οφειλόμενου ποσού που «ανεβαίνει» στην σχετική πλατφόρμα κατά συγκεκριμένη ημερομηνία από αυτό που καταδεικνύουν οι δανειακοί λογαριασμοί καταδεικνύοντας το αόριστο και το αννεκαθάριστο της απαιτήσεως.
Συμπερασματικά, οι δανειολήπτες σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παραδοθούν αμαχητί. Ακόμη και μετά την επιβολή της κατάσχεσης αλλά πριν τον πλειστηριασμό, η δικαιοσύνη έχει αποδείξει ότι δεν αφήνει ατιμώρητες τέτοιου είδους παράνομες πρακτικές.