Συνέντευξη των κκ. Γλύκα – Τζαμάκου στην Ελένη Τσιάβο
Τη δική τους παρέμβαση με αφορμή το νέο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης: «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης – Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας», πραγματοποιούν στο D οι δικηγόροι Ιωάννης Γλύκας και Σεμίνα Τζαμάκου.
Στο εν λόγω πολυσυζητημένο νομοσχέδιο, προβλέπονται μεταξύ άλλων σαρωτικές αλλαγές αναφορικά με τον τρόπο έκτισης των ποινών ενώ σημαίνοντα ρόλο έχει η νομοθέτηση μίας σειράς μέτρων με σκοπό, τη «βαριά ασθένεια» από την οποία υποφέρει το ελληνικό νομικό σύστημα και δεν είναι άλλη από τις καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης.
Επαρκούν όμως οι τροποποιήσεις για να αντιμετωπιστούν οι παθογένειες που υπάρχουν βαθιά ριζωμένες ή οδηγούμαστε σε νέες απρόβλεπτες καταστάσεις στην ποινική διαδικασία;
Οι δύο νομικοί εγείρουν σοβαρά ερωτηματικά ως προς το νέο σχέδιο Νόμου, κάνοντας λόγο για «ακραία οπισθοδρόμηση» ενώ εκφράζουν την έντονη ανησυχία τους για την αποτελεσματικότητα του, σχολιάζοντας διεξοδικά τις επιμέρους θεματικές που προβλέπονται.
Όπως αναφέρουν, «καταπατώνται θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου, η αναβάθμιση γίνεται με κακουργιοποίηση των πλημμελημάτων» κοκ.
Χαρακτηριστικά συνοψίζουν: «Πρόκειται για μια πρόχειρη, ευκαιριακή και αναιτιολόγητη τοποθέτηση καθαρά τιμωρητικού χαρακτήρα η οποία μετουσιώνεται σε κατάφωρα αντισυνταγματικές τροποποιήσεις σε αδικήματα του Ποινικού Κώδικα».
Ενώ τονίζουν ότι η τιμωρητικότητα ως επιλογή αντεγκληματικής πολιτικής δεν είναι η απάντηση στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας θίγοντας βασικούς πυλώνες του Κράτους Δικαίου και της Δίκαιης Δίκης.
Αναλυτικά οι τοποθετήσεις τους:
Θα ήθελα, πριν προχωρήσουμε στο πιο εξειδικευμένο μέρος της συνέντευξης, ένα πρώτο σχόλιο σας σχετικά με τις αλλαγές στους Ποινικούς Κώδικες, όπως αναφέρονται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Το ζήτημα των αλλαγών στους Ποινικούς Κώδικες τυγχάνει τεράστιας σημασίας . Η Κυβέρνηση έθεσε σε δημόσια διαβούλευση Σχέδιο Νόμου για την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα και της Ποινικής Δικονομίας χωρίς προηγούμενη διαβούλευση και συζήτηση με φορείς που εμπλέκονται στην ποινική δικαιοσύνη και δίχως σαφή διάθεση υπαναχώρησης από σαφέστατα λανθασμένες επιλογές σε νομικό επίπεδο . Στην διαδικασία σύνταξης του σχεδίου Νόμου παρατηρείται το πρωτοφανές της μη ανακοίνωσης των φυσικών προσώπων που επεξεργάστηκαν το νομοθέτημα ώστε να καθίσταται ανέφικτη η περαιτέρω αξιολόγηση τους .Εισάγονται διατάξεις με αυστηροποίηση των ποινών και έκτισής τους, καταπατώντας θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου , θέτοντας υπό αμφισβήτηση θεμελιώσεις αρχές όπως είναι η αρχή της αναλογικότητας, η αρχή της δίκαιης δίκης και η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας. Οι παρεμβάσεις είναι σαρωτικές.
Θεωρείτε πως τα εν λόγω μέτρα θα συντελέσουν ώστε να επιταχυνθούν «θεαματικά» οι δίκες; Πόσο αποτελεσματικά θα λειτουργήσουν;
Το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου στον τίτλο του ως έρεισμα τοποθετεί την επιτάχυνση της ποινικής δικαιοσύνης και της ποινικής δίκης και την ποιοτική αναβάθμιση της . Θα ανέμενε κανείς αυτή η αναβάθμιση να γίνει με εξειδίκευση της ποινικής δικαιοσύνης και όχι με κακουργιοποίηση θα τολμούσαμε να λέγαμε των πλημμελημάτων όπου αφορά την έκτιση των ποινών και που καταδεικνύει την τιμωρητική πρόθεση της πολιτείας , μη ελεγξιμότητα των αρχειοθετήσεων των εισαγγελέων , μη ελεγξιμότητα των αστυνομικών καταθέσεων στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο , μη ελεγξιμότητα στις παραπομπές σε όλα τα Μονομελή Πρωτοδικεία καθώς τα πλημμελήματα θα δικάζονται από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο δίχως προκαταρκτική εξέταση, και δίχως το δικαίωμα προσφυγής.
Υπό την σημαία της επιτάχυνσης και της ποιοτικής αναβάθμισης το ποινικό δίκαιο χάνει τον φιλελεύθερο χαρακτήρα του και θεμελιώδεις αρχές τείνουν να εξαφανιστούν.
Στην χώρα μας πλέον κινδυνεύει να παραμεριστεί η νομική επιστήμη και την θέση της να αντικαταστήσουν στόχοι πολιτικών ομάδων για χάρη ενός λαϊκού εντυπωσιασμού .
Κρίνετε δηλαδή πως υπάρχουν σοβαρά κενά;
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με Διατάξεις ακραία τιμωρητικές, δίχως να έχει διαπιστευθεί καμία νομοπαρασκευαστική επιτροπή θεωρώντας οι συντάκτες του Νέου Ποινικού νομοσχεδίου πως με έκτιση ποινής πριν το αμετάκλητο αυτής ακόμα και για ήσσονος σημασίας πλημμελήματα θα επιταχυνθεί η δικαιοσύνη δίχως να εξειδικεύει τον τρόπο , τις υποδομές και σε ποιους χώρους κρατήσεως μπορεί να σταθεί αυτό .Μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου όλοι θα είναι εν δυνάμει κρατούμενοι των φυλακών της χώρας έστω και για μικρό χρονικό διάστημα .Η αύξηση δε του εγκλεισμού στην φυλακή θα επιδεινώσει το φαινόμενο του υπερπληθυσμού στα ήδη επιβαρυμένα σωφρονιστικά καταστήματα .Δυστυχώς πρόκειται για ένα νομοσχέδιο ανησυχητικά οπισθοδρομικό όπου ο νομοθέτης επιθυμεί να μεταχειριστεί τον κατηγορούμενο ως εργαλείο για τον εκφοβισμό των πολλών .
Η δική σας θέση, ποια είναι για τους Κώδικες;
Ένας κώδικας όταν αλλάζει πρέπει να εναρμονίζεται με το σύστημα και όχι να το αναιρεί .Το Ποινικό Δίκαιο πρέπει να αντιπροσωπεύει το μέτρο γι΄ αυτό που έπραξε ο καθένας όχι γι΄ αυτό που θέτει η αιτιολογική έκθεση δίχως δημόσιο διάλογο . Δεν θα πρέπει οι αλλαγές στους κώδικες να αντικαθίστανται από νέες διατάξεις σε σύντομο χρόνο ανάλογα με την ειδησεογραφία και την εκάστοτε πολιτική συγκυρία.
Με τις παρεμβάσεις που επιχειρούνται παρατηρείται αντίθεση στον σκοπό και το περιεχόμενο του ποινικού δικαίου .
• Μια πρώτη διακρίβωση σχετικά με τις υπό τροποποίηση διατάξεις αφορά στην περίπτωση της απόπειρας και της απλής συνέργειας , σήμερα επιβάλλεται ποινή μειωμένη εφόσον σε αυτές τις περιπτώσεις έχουμε μειωμένο άδικο και δεν θα μπορούσε να τυγχάνει η ίδια ποινή με τον αυτουργό εγκλήματος .
Σήμερα προτείνεται δυνητικά η επιβολή ποινής αφηρημένα για τον αυτουργό ή τον αυτουργό ολοκληρωμένου εγκλήματος αν κριθεί ότι η μειωμένη ποινή δεν αρκεί για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων κάτι το οποίο είναι αμφίβολης συνταγματικότητας καθώς το άδικο είναι μειωμένο . Πάντοτε όμως η απόπειρα τέλεσης ενός εγκλήματος συνιστά μικρότερης έντασης προσβολή σε σχέση με το έννομο αγαθό . Οι προτεινόμενες αυτές αλλαγές συνιστούν αναμφίβολα μια οπισθοδρόμηση και παράλληλα επαναφέρουν τον θεσμό της προφυλάκισης .
Γλύκας – Τζαμάκου: «Ευθεία παρέμβαση της Εκτελεστικής στην Δικαστική εξουσία»
• Με δεύτερη διακρίβωση στο άρθρο 15 ΣχΝ ,τροποποιείται το άρθρο 85 ΠΚ σε σχέση με τα όρια της απειλούμενης ποινής σε περίπτωση συρροής περισσότερων λόγων μείωσης . Με την συγκεκριμένη τροποποίηση προτεινόμενη ρύθμιση είναι η μείωση της ποινής μία μόνο φορά ακόμα και αν συντρέχουν περισσότεροι λόγοι από τους οποίους ο ένας να αφορά το άδικο και ο άλλος την ποινή . Με βάση την ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 85 ΠΚ αναγνωρίζεται η δυνατότητα περαιτέρω μείωσης με την επισήμανση η δεύτερη μείωση να λειτουργεί μειωτικά μόνο στο κατώτατο όριο της απειλούμενης ποινής ενώ το ανώτατο παραμένει αμετάβλητο αφήνοντας περιθώριο στον δικαστή να προχωρήσει στην επιμέτρηση δίχως να τον αντιμετωπίζει με δυσπιστία όπως προτείνεται . Παρατηρείται λοιπόν ευθεία παρέμβαση της Εκτελεστικής στην Δικαστική εξουσία η οποία δεν αφήνει κανένα περιθώριο επιλογής στον Δικαστή .
• Τρίτη και εξαιρετικά σημαντική διακρίβωση του Σχεδίου Νόμου αφορά την περίπτωση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου σύννομου βίου όπου προτείνεται αντικατάσταση από τον έντιμο βίο .Εκείνος όμως που σέβεται τα έννομα αγαθά και έχει σύννομο βίο δεν είναι απαθής. Το απροσδιόριστο κριτήριο του έντιμου βίου θα καταστήσει την χορήγηση του εν λόγω ελαφρυντικού την εξαίρεση . Ο νομοθέτης επαναφέρει λοιπόν ένα μη ευχερώς διαγνώσιμο κριτήριο όπου η εν λόγω ελαφρυντική περίσταση θα κρίνεται πλέον με βάση τον βαθμό αυστηρότητας και της εκάστοτε ερμηνείας του Δικαστή .
• Όσον αφορά την πρόσκαιρη κάθειρξη όπου σήμερα το ανώτατο όριο είναι εκείνο των δεκαπέντε ετών προτείνεται εκείνο των είκοσι ετών με αντίστοιχη δήλωση του αρμόδιου Υπουργού << να μπει τέλος στο αίσθημα ατιμωρησίας που φαίνεται να υπάρχει στην κοινωνία >>. Είναι απορίας άξιον αν οι μεγαλύτερες ποινές θα σταματήσουν το έγκλημα και θα πατάξουν την βαριά εγκληματικότητα ή αν έχει συνυπολογιστεί το πρόβλημα συμφόρησης των καταστημάτων κράτησης. Ενδεικτικό ότι η αυστηροποίηση του Νόμου 4855/2021 δεν επέφερε αποτελέσματα αντιθέτως η εγκληματικότητα αυξήθηκε .
• Προτείνεται επίσης η επάνοδος της μετατροπής όπου είχε καταργηθεί το έτος 2019 σύμφωνα με το άρθρο 84παράγραφο 4 του Ποινικού Κώδικα , όμως αφορά ποινές φυλάκισης έως δύο έτη ενώ παλαιότερα προβλεπόταν έως τρία έτη καθώς και παροχή προθεσμίας από τον Δικαστή που επιβάλλει την ποινή .
• Όσο αφορά την αναστολή εκτέλεσης στην βασική της μορφή θα έχει όριο το ένα έτος και μέχρι τρία έτη θα προβλέπεται μερική μόνο αναστολή . Θα προβλέπεται δηλαδή η αναστολή σε ποινές ενός έτους και θα προβλέπεται η μερική αναστολή έως τρία έτη .Συνεπώς η σειρά ακολούθησης θα είναι η μετατροπή της ποινής σε χρήμα , η παροχή κοινωφελούς εργασίας άλλως θα οδηγείται ο κατηγορούμενος στη φυλακή ή με αιτιολογία θα του χορηγείται η αναστολή εκτέλεσης της ποινής αν δεν υπερβαίνει το ένα έτος .
Είναι γνωστό πως τον Μάρτιο του 2022 όταν προστέθηκε η παράγραφος 6 στο άρθρο 187 οι δικηγόροι απέχουν από την εκδίκαση των εγκλημάτων του άρθρου 187 ΠΚ ζητώντας την κατάργησή της κρίνοντας την αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας . Όσον αφορά την διάταξη του 187 παράγραφος 6 προτείνεται η μερική τροποποίηση της εξαιρώντας την χορήγηση αναστολής στην έφεση μόνο για το πλημμέλημα της συμμορίας ,με ειδική αιτιολογία και με υποχρεωτική επιβολή περιοριστικών όρων οι οποίοι υπακούουν σε μια εισπρακτική λογική του νομοθέτη θέτοντας ως κανόνα την μη χορήγηση αναστολής . Στις περιπτώσεις καταδίκης για αξιόποινες πράξεις του παρόντος άρθρου και για τα συναφή αδικήματα που συνεκδικάζονται με την ίδια απόφαση η ποινή δεν θα αναστέλλεται ούτε θα μετατρέπεται , τυχόν έφεση δεν θα έχει αναστέλλουσα δύναμη εκτός αν το δικαστήριο σε περίπτωση καταδίκης για το πλημμέλημα της συμμορίας και συναφών πλημμελημάτων ή κακουργημάτων που επισύρουν πρόσκαιρη της ελευθερίας ποινή κρίνει με ειδική αιτιολογία ότι θα δώσει αναστολή στην έφεση επιβάλλοντας υποχρεωτικά περιοριστικούς όρους . Με το πρόσχημα λοιπόν της οπαδικής βίας δίνεται η δυνατότητα να οδηγούνται στην φυλακή χωρίς αναστολή και δράστες πλημμελημάτων όπως κλοπών όταν τα αδικήματα αυτά διαπράττονται στο πλαίσιο της συμμορίας. Με την εν λόγω τροποποίηση θα φυλακίζεται εκείνος που μπορεί να ήταν ελεύθερος μέχρι το Δικαστήριο είτε είχε πρωταρχικό ρόλο στο αδίκημα είτε είχε την τελευταία συμμετοχή σε αυτό .
Οι απαγορεύσεις αυτές είναι αντίθετες στο τεκμήριο της αθωότητας που ισχύει και για τον πρωτοδίκως καταδικασθέντα καθώς και αντίθετες στην αξία του ανθρώπου .
• Στις διατάξεις για την υπό όρους απόλυση , ως εναλλακτικό τρόπο έκτισης της ποινής με το νέο σχέδιο νόμου προστίθεται η πιθανότητα διάπραξης νέων αδικημάτων κατά τον χρόνο δοκιμασίας όπως προκύπτει από την εν γένει εκτίμηση των ατομικών και κοινωνικών περιστάσεων του καταδικασθέντος καθώς και της επικινδυνότητας του εγκλήματος για το κοινωνικό σύνολο .Η τροποποίηση αυτή τείνει να αλλάξει ριζικά τον θεσμό της υπό όρους απόλυσης καθώς το είδος του εγκλήματος έχει κριθεί ήδη από το δικαστήριο σε προγενέστερο στάδιο με αποτέλεσμα την διπλή αξιολόγηση . Από έναν θεσμό που αποτελεί τον κανόνα με τα νέα νομοθετικά στοιχεία του είδους και της βαρύτητας του εγκλήματος σε περιπτώσεις κατά τεκμήριο βαριών εγκλημάτων θα γίνει η εξαίρεση.
Σημαντική επίσης αλλαγή είναι στην ποινή φυλάκισης. Μέχρι τώρα στο άρθρο 105 Β για την ποινή φυλάκισης προβλεπόταν η έκτιση 2/5 της ποινής χωρίς να προσδιορίζεται αν είναι πλασματική ή πραγματική . Πλέον θα απαιτούνται 2/5 πραγματικής έκτισης και 3/5 πλασματικής έκτισης που σημαίνει θα ισοδυναμεί με τον χρόνο που απαιτείται σε περιπτώσεις κάθειρξης . Απολύτως καμία διαφορά σε ποινές στερήσεως της ελευθερίας όπου στην ελληνική έννομη τάξη διακρίνονται κατά σειρά μεγέθους.
Η έκτιση ποινών ανηλίκων
• Απαραίτητη να επισημανθεί είναι και η τροποποίηση που αφορά τους ανηλίκους και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων. Ο ποινικός κώδικας έθετε ως κριτήριο να έχει συμπληρώσει ο ανήλικος τα δεκαπέντε έτη και να έχει τελέσει κακούργημα βίας εναντίον προσώπου.
Το σχέδιο Νόμου προβλέπει την κράτηση σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων για διάπραξη κάθε κακουργήματος ακόμα δηλαδή και στην περίπτωση της διακεκριμένης κλοπής το οποίο δημιουργεί πρόβλημα αναλογικότητας.
• Kαταργείται τεράστια ύλη από τα Μικτά Ορκωτά Εφετεία , με συνθέσεις ολιγομελείς και μονομελείς , παραβιάζοντας το άρθρο 97 του Συντάγματος όπου προβλέπεται τα κακουργήματα να δικάζονται από Πολυμελείς Συνθέσεις και συγκεκριμένα προβλέπει γενική αρμοδιότητα του ΜΟΔ για την εκδίκαση όλων των κακουργημάτων καθιερώνοντας σχετικό τεκμήριο αρμοδιότητας του ΜΟΔ δίνοντας την δυνατότητα στον κοινό νομοθέτη να υπαχθούν στην αρμοδιότητα των εφετείων ορισμένα κακουργήματα. Η συνταγματική λοιπόν αποστολή του ΜΟΔ περιορίζεται ανεπίτρεπτα με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις .
Το τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ του Μονομελούς Εφετείου ώστε να καταλήγουμε στη μονομελή σύνθεση για τα κακουργήματα δεν έχει εχέγγυα για τον κατηγορούμενο ούτε από άποψη κύρους της Δικαιοσύνης ούτε από άποψη διαβλητότητας αυτής. Ενώ χρειαζόμαστε εξατομικευμένη δικαστική κρίση καταλήγουμε στο να δημιουργείται η αίσθηση διαφθοράς και έκθεσης του δικαστικού λειτουργού . Μεταφέρονται στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου τα κοινά επικίνδυνα κακουργήματα που μέχρι σήμερα υπάγονται στην αρμοδιότητα του ΜΟΔ από την αρμοδιότητα του οποίου αφαιρούνται συλλήβδην και όλα τα κακουργήματα των ειδικών ποινικών νόμων που δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Εφετείου . Τέλος καταργείται το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων και προβλέπεται ότι οι εφέσεις κατά αποφάσεων των Τριμελών Εφετείων θα εκδικάζονται από το ίδιο δικαστήριο με συμμετοχή προέδρου εφετών αρχαιότερου από εκείνον που δίκασε σε πρώτο βαθμό . Αποτέλεσμα αυτού θα είναι αποκλειστικά η συρρίκνωση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων με αυτονόητα λιγότερα εχέγγυα ορθοκρισίας σε σχέση με τις πολυμελείς συνθέσεις όπου το εξαγόμενο αποτέλεσμα είναι αποτέλεσμα ψηφοφορίας άλλωστε το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων προσέδιδε μια ασφάλεια .
• Η αύξηση των ορίων του εκκλητού θα οδηγεί σε έκδοση τελεσίδικων καταδικαστικών αποφάσεων από μονομελές συνθέσεις προβλέποντας ότι σε έφεση υπόκεινται οι αποφάσεις του μονομελούς πλημμελειοδικείου που επιβάλλουν ποινή φυλάκισης πάνω από πέντε μήνες , ενώ οι αποφάσεις του μονομελούς εφετείου όπως και του τριμελούς εφετείου θα υπόκεινται σε έφεση μόνο όταν επιβάλλουν ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον τριών ετών τη στιγμή που σήμερα το όριο του εκκλητού γι αυτές τις αποφάσεις είναι τα δύο έτη .
• Δαιμονοποιεί επίσης και οι αναβολές για την επιβράδυνση στην απονομή της δικαιοσύνης σα να μην ευθύνονται η υπερπληθώρα υποθέσεων ή η έλλειψη αιθουσών . Παρατηρείται καθημερινά το φαινόμενο του να μην εξαντλείται το πινάκιο . Πως είναι δυνατόν να περιορίζεται σε ένα μόνο κώλυμα και την πληρωμή παραβόλου η ανυπαίτια αδυναμία του συνηγόρου ή του κατηγορουμένου. Με το να υποχρεώνεις τον συνήγορο στην καταβολή παραβόλου όταν γίνεται δεκτός ο λόγος της αναβολής είναι σα να τον τιμωρείς και να του επισύρεις πρόστιμο , ακόμα και με την μείωση του ποσού του παραβόλου όπως λέγεται ότι θα τροποποιηθεί .
• Ευθεία παραβίαση της αρχής της προφορικότητας και της αμεσότητας προβλέπεται με την μη παρουσία των αστυνομικών μαρτύρων στο ακροατήριο. Η συγκεκριμένη τροποποίηση αποτελεί μια κραυγαλέα προσβολή στο πιο σημαντικό μέσο που έχει τη δυνατότητα να εξετάσει και να αξιολογήσει ο δικαστής σύμφωνα με το άρθρο 177 ΚΠΔ.. Οι αστυνομικοί όταν καλούνται να εξεταστούν στο ακροατήριο αποτελούν κατά κανόνα τους πιο σημαντικούς μάρτυρες είτε λόγω της γνώσης τους στην ουσία της υπόθεσης είτε λόγω των ερευνών που προσωπικά πραγματοποίησαν. Με το να περιορίζεται το δικαίωμα των διαδίκων και ιδίως του κατηγορουμένου να εξετάζει τους μάρτυρες κατηγορίας τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο βαθμό εκθέτει την χώρα μας σε κίνδυνο νέων καταδικών από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προσβάλλοντας θεμελιώδεις αρχές όπως είναι η αρχή της δημοσιότητας και της προφορικότητας . Το πλέον επικίνδυνο όμως όλων είναι ότι με τέτοιες τροποποιήσεις ΄΄εκπαιδεύει΄΄ εισαγγελείς και δικαστές να ασχολούνται τελείως επιφανειακά με τις ποινικές υποθέσεις απλώς διεκπεραιώνοντας τες υποβαθμίζοντας έτσι όλη την ποινική διαδικασία.
Στο άρθρο 500 ΠΚ προστίθεται επίσης πως στο Εφετείο δεν χρειάζεται η κλήτευση μαρτύρων . Ο εισαγγελέας θα μπορεί να κλητεύει όσους κρίνει δίχως να τίθεται ούτε καν ελάχιστο όριο . Συνεπώς θα αρκούν οι αναγνώσεις και η καταχώριση στα πρακτικά με αποτέλεσμα η ποινική δίκη να συνυφαίνεται με την πολιτική δίκη . Οι αστυνομικοί δε, δεν θα κλητεύονται ούτε στον πρώτο ούτε στο δεύτερο βαθμό .
• Σημαντική τροποποίηση προβλέπεται στο άρθρο και 343ΚΠΔ όπου είναι μια διάταξη που δεν συνδέεται με τα αποδεικτικά μέσα και προβλέπει ότι θα εξετάζονται οι παρατηρήσεις μετά το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας με αποτέλεσμα να καταργείται η διάταξη του 358 ΚΠΔ όπου προβλεπόταν ο σχολιασμός των αποδεικτικών μέσων αμέσως μετά την εξέταση μάρτυρα ή την επίδειξη οιοδήποτε εγγράφου .
• Με την τροποποίηση του άρθρου 238 ΚΠΔ προβλέπεται η τηλεδιάσκεψη και η εξέταση εξ΄ αποστάσεως . Προβλέπεται τιμωρητικά για τον κατηγορούμενο περιορισμός στο δικαίωμα αυτοπρόσωπης παρουσίας το οποίο είναι αυτοτελές δικαίωμα του κατηγορουμένου . Θα μπορεί κατά την κρίση του Προέδρου να μην γίνει δεκτή η φυσική παρουσία του κατηγορουμένου στο ακροατήριο ιδίως σε δίκες μεγάλου ενδιαφέροντος . Με αυτή την πρόβλεψη καταλύεται ουσιαστικά το κράτος δικαίου με πρόταση εισαγγελέα και κρίση Προέδρου.
• Σε δίκες εντάσεων με συνηγόρους προβλέπεται η πειθαρχική συνέπεια για τον δικηγόρο όπου η ρύθμιση του δίδει την δυνατότητα αμέσως μετά να απολογηθεί , στόχευση δηλαδή κατά του δικηγορικού σώματος.
• Τεράστιες είναι οι αλλαγές στην ποινική προδικασία τροποποιώντας τις προϋποθέσεις της ποινικής δίωξης, της ποινικής διαπραγμάτευσης καθώς και της περάτωσης της κύριας ανάκρισης . Επιδιώκεται η συρρίκνωση της προδικασίας όπου θα οδηγήσει τους πολίτες της Χώρας να αμφισβητήσουν το κράτος Δικαίου και την αξία της Δημοκρατίας .
Η τροποποίηση του άρθρου 43 συρρικνώνει την υποχρεωτική προκαταρκτική εξέταση στα πλημμελήματα. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο καθίσταται ένα Δευτεροβάθμιο δικαστήριο δικάζοντας εφέσεις κατά αποφάσεων του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου . Στην ύλη του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου σε Α΄ Βαθμό απομένουν μόνο όσα αδικήματα σχετίζονται με την υπηρεσία και το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εξ΄ αμελείας . Όλα τα υπόλοιπα πλημμελήματα μεταφέρονται στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου όπου η προκαταρκτική εξέταση δεν είναι υποχρεωτική . Η δίωξη δηλαδή στα πλημμελήματα θα σημαίνει παραπομπή στο ακροατήριο .
Τροποποιείται επίσης το άρθρο 43 παράγραφος 5 όπου προβλέπεται η άμεση αρχειοθέτηση παρατύπων μηνύσεων από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών χωρίς υποχρέωση ενημέρωσης του Εισαγγελέα Εφετών . Με πράξη δηλαδή του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών θα λήγουν όλα καταλύοντας έτσι τον εγγυητικό μηχανισμό και το εξαιρετικό γνώρισμα των μηνύσεων .
• Σε ότι αφορά την ποινική διαπραγμάτευση θα παρέχεται η δυνατότητα και στο στάδιο της ποινικής προδικασίας τόσο με πρωτοβουλία του κατηγορουμένου εντός πέντε ημερών από την επίδοση του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης όσο και με πρωτοβουλία του εισαγγελέα με σχετική πρόσκληση ταυτόχρονα με την επίδοση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης . Παράλληλα απαγορεύεται ρητά η υποβολή δεύτερου αιτήματος από τον κατηγορούμενο καθ΄ όλη την διάρκεια της ποινικής διαδικασίας . Στην ποινική διαπραγμάτευση όμως απαραίτητη είναι η ομολογία του κατηγορουμένου που σημαίνει πως την σχετική πρωτοβουλία πρέπει να την έχει μόνο ο κατηγορούμενος καθώς η ενοχή του σε αυτό το στάδιο δεν έχει κριθεί . Το να δίνεται στον εισαγγελέα η δυνατότητα πρόσκλησης θέτει υπό αμφισβήτηση το τεκμήριο αθωότητας .
Αν η διαδικασία της διαπραγμάτευσης δεν ευδοκιμήσει η διαδικασία θεωρείται πως δεν έχει γίνει ποτέ. Κάτι τέτοιο θα έπρεπε λοιπόν να συνιστά λόγο αποκλεισμού από την σύνθεση κατ΄ άρθρο 14 του εισαγγελέα που έχει προβεί σε πρόσκληση .
Πρόταση μας ως προς την περίπτωση της ποινικής διαπραγμάτευσης και την δυνατότητα αξιοποίησης της ως δικονομικό αποκαταστατικό μέτρο είναι ότι θα πρέπει ο κατηγορούμενος να έχει το εν λόγω ευεργέτημα στη διάθεση του από την κίνηση της ποινικής δίωξης του και σε οποιοδήποτε στάδιο ακολουθεί έως την απόφανση επί της ενοχής ή της απαλλαγής του από τις αποδιδόμενες κατηγορίες για τους λόγους που εξυπηρετούν τη βελτίωση της θέσεως του στην ποινική διαδικασία μεσω της πρόβλεψης των θεσμών της αποκαταστατικής δικαιοσύνης .
Θα πρέπει να επισημανθεί πως από την υπάρχουσα πρόβλεψη του άρθρου 303 ΚΠΔ δεν καθίσταται σαφής η θέση του εισαγγελέα στην εν λόγω διαδικασία , κυρίως αναφορικά με το αν έχει τη δυνατότητα να δεχτεί το αίτημα ή να το απορρίψει πριν προβεί σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια. Λόγω αυτού ενώ δε συνάγεται φυσικά από την διάταξη ότι έχει τη δυνατότητα να απορρίψει το αίτημα του κατηγορουμένου , είθισται πολλές φορές στην πράξη να μην το αποδέχεται προκειμένου να μην τύχει ευνοϊκότερης μεταχείρισης ο τελευταίος και άρα να του επιβληθεί από το αρμόδιο προς εκδίκαση δικαστήριο μεγαλύτερη ποινή . Πρόκειται για ένα ακόμη σημείο το οποίο πρέπει να διασαφηνιστεί στο κείμενο της επικαλούμενης διάταξης και συγκεκριμένα να ορίζεται ότι ο εισαγγελέας δεν θα έχει λόγο επί της αποδοχής η μη του αιτήματος αλλά μόνο ως προς την επιμέτρηση της προς επιβολής ποινής ώστε να προάγεται και εδώ η βούληση του κατηγορουμένου να συνεργαστεί με τις ποινικές αρχές και ως εκ τούτου να ενεργοποιείται ο μηχανισμός της ευνοϊκότερης μεταχείρισής του . Προτείνουμε περαιτέρω ο εισαγγελέας να έχει την πρωτοβουλία να κινήσει την διαδικασία όταν ο κατηγορούμενος έχει ουσιαστικά αποδεχτεί τις κατηγορίες ή και τα συντριπτικά εναντίον του και τέλος η επιτυχής ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης να αποτελεί ελαφρυντική περίσταση για τα συναφή αδικήματα για τα οποία αυτή δεν επιτρέπεται .
Τέλος ζητούμε να προστεθεί 10η παράγραφος στο άρθρο η οποία να αναφέρει ρητά ότι ο πρωτοδίκως καταδικασμένος κατηγορούμενος θα δικαιούται να ζητήσει ποινική διαπραγμάτευση μέχρι και την πρώτη δικάσιμο της κατ΄ έφεση δίκης του καθώς και ότι η κατάθεση της αίτησης θα συνεπάγεται αυτοδικαίως αναγνώριση ελαφρυντικής περίστασης εκτός αν ο εισαγγελέας εκδώσει ειδικά αιτιολογημένη απορριπτική διάταξη .
• Τέλος εξαιρετικά σημαντική είναι η διεύρυνση της απευθείας κλήσης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Επεκτείνεται πλέον πέρα από το αδίκημα της διακεκριμένης κλοπής και της ληστείας σε όλα τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα δηλαδή του εμπρησμού , της έκρηξης , όσων στρέφονται κατά των συγκοινωνιών , κατά τηλεπικοινωνιών και κατά κοινωφελών εγκαταστάσεων . Η τροποποίηση αυτή φέρνει στο προσκήνιο την αναζήτηση ποινικών ευθυνών για το δυστύχημα των Τεμπών . Μια τόσο σοβαρή υπόθεση με πολλούς κατηγορούμενους, με αναζήτηση ποινικών ευθυνών που συνδέονται με κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των συστημάτων ασφαλείας και των σιδηροδρόμων είναι ανεπίτρεπτο να οδηγηθεί στο ακροατήριο χωρίς προηγούμενη εις βάθος κατανόηση και επεξεργασία αποδεικτικών μέσων που συγκεντρώθηκαν στην προδικασία ώστε να διαφαίνεται το μέγεθος της ποινικής ευθύνης του κάθε κατηγορουμένου .
Καταλαμβάνονται πλέον αδιακρίτως και τα αδικήματα που προβλέπονται σε ειδικούς ποινικούς νόμους , όπως είναι η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, ο νόμος περί αρχαιοτήτων και άλλα αδικήματα . Προβλέπεται επίσης η αναλογική εφαρμογή αν σε όλα τα παραπάνω αδικήματα έχει επιληφθεί η ολομέλεια Εφετών , έχει ασκηθεί δίωξη από Εισαγγελέα Εφετών και αν η υπόθεση έχει ανατεθεί σε Εφέτη ανακριτή .
Αποτέλεσμα αυτού θα είναι ο κύριος όγκος των κακουργημάτων να παραπέμπεται με το μοντέλο της απευθείας κλήσεως. Ότι απομένει θα παραπέμπεται με Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών . Η ποινική διαδικασία με το πρόσχημα της ταχύτητας θα μετατραπεί σε μία βιαστική και διεκπεραιωτική διαδικασία . Η Αιτιολογική έκθεση του Σχεδίου Νόμου επικαλείται ως βασικό επιχείρημα για την συρρίκνωση του συμβουλίου την προκατάληψη της δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου από τη έκδοση βουλεύματος το οποίο θεωρεί ως <<προαπόφαση>> . Δεν μπορεί να τίθεται υπό αμφισβήτηση το αμερόληπτο της κρίσης των δικαστών που μετέχουν στη σύνθεση του δικαστηρίου και που κατά κανόνα είναι ανώτεροι σε βαθμό από τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου που αποφάσισε την παραπομπή .Η παρεμβολή του δικαστικού συμβουλίου μετά την περάτωση της κύριας ανάκρισης και πριν το στάδιο της διαδικασίας στο ακροατήριο εγγυάται την ολοκληρωμένη έρευνα της υπόθεσης , την πρόληψη των ακυροτήτων και την επίλυση δυσχερών νομικών ζητημάτων σε ένα προγενέστερο στάδιο. Η συρρίκνωση λοιπόν της αρμοδιότητας των δικαστικών συμβουλίων θα έχει ως αποτέλεσμα της υπέρμετρη επιβάρυνση της θέσης του κατηγορουμένου .
Άραγε τι είδους ακρόαση θα εξασφαλίζεται στον κατηγορούμενο όταν θα λάβει απλά γνώση της εισαγγελικής πρότασης που στην ουσία θα είναι αναπαραγωγή του ανακριτικού κατηγορητηρίου και θα υπάρχει η δυνατότητα αξιολόγησης του υλικού της ανακρίσεως : Στην βάση της εισαγγελικής προτάσεως θα υποβάλλεται ένα υπόμνημα στον Πρόεδρο Εφετών πράγμα που οδηγεί σε σοβαρή οπισθοδρόμηση .
Η εξαγγελόμενη κατάργηση της διαδικασίας των Δικαστικών Συμβουλίων και η κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας δεν θα συνεπάγεται επιτάχυνση , αντιθέτων θα έχει ως συνέπεια την αύξηση της δικαστικής ύλης με το να οδηγεί σωρεία υποθέσεων στο ακροατήριο δίχως να επιλαμβάνεται και να καθορίζεται από το Δικαστικό Συμβούλιο το αντικείμενο της δίκης .
Μέσα από την ανάγνωση αυτών των τροποποιήσεων αναδεικνύεται μια πρόχειρη, ευκαιριακή και αναιτιολόγητη τοποθέτηση καθαρά τιμωρητικού χαρακτήρα η οποία μετουσιώνεται σε κατάφωρα αντισυνταγματικές τροποποιήσεις σε αδικήματα του Ποινικού μας Κώδικα .
Συγκεκριμένα :
• Όσον αφορά τα εγκλήματα κατά της τιμής , ο νομοθέτης καταργεί την απλή δυσφήμιση και ενώ καταργεί το 362ΠΚ διατηρεί το άρθρο 367 ΠΚ το οποίο προβλέπει λόγους άρσεις του αδίκου εφαρμοζόμενο μόνο στην περίπτωση της απλής δυσφήμισης και ρητά δεν ισχύει στην περίπτωση της συκοφαντικής δυσφήμισης . Επίσης στην έννοια του τρίτου δεν συμπεριλαμβάνονται οι δημόσιοι λειτουργοί ή υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση των ισχυρισμών κατά την άσκηση του καθήκοντος χωρίς να συνδέονται προσωπικά με τα μέρη αφήνοντας ακάλυπτες περιπτώσεις που θα υπήρχε ουσιαστικό άδικο.
• Στα αδικήματα του εμπρησμού και του εμπρησμού των δασών έχει επιλεγεί η σωρευτική προσθήκη χρηματικής ποινής σε όλες τις μορφές εμπρησμού είτε από πρόθεση είτε από αμέλεια . Στην παράγραφο 3 προστίθεται νέο αδίκημα παραβίασης προληπτικών μέτρων πυροπροστασίας το οποίο απειλείται ποινή φυλάκισης έως ένα έτος ή χρηματική πεινά και έρχεται να ενσωματωθεί με συμπεριφορές κακουργηματικού χαρακτήρα που ρυθμίζει η διάταξη του 264ΠΚ.
Λόγοι σκοπιμότητας οδηγούν στην τυποποίηση αυτής της συμπεριφοράς άρα οι πραγματικοί υπεύθυνοι θα βρίσκονται στο απυρόβλητο .
Για το αδίκημα του άρθρου 265ΠΚ για τον εμπρησμό στα δάση θα απειλείται χρηματική ποινή από 10.000 έως 200.000 ευρώ . Για το βασικό αδίκημα του εμπρησμού σε δάσος προβλέπεται κάθειρξη με ελάχιστο όριο αντί για 8 τα 10 έτη και χρηματική ποινή καθώς και για τον εμπρησμό από αμέλεια από φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή αν προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο .
Σε αυτές τις περιπτώσεις προβλέπεται μια τριάδα απαγορεύσεων η οποία είναι κατάφωρα αντισυνταγματική και είναι η εξής .
• Απαγόρευση αναστολής .
• Απαγόρευση μετατροπής .
• Απαγόρευση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις θα ανέμενε κανείς να ληφθούν μέτρα ουσιαστικότερα και όχι αυστηροποίησης ποινών, απαγόρευσης αναστολής και μετατροπής την στιγμή που οι εμπρησμοί οφείλονται σε μη μέτρα δασοπροστασίας και δασοπυρόσβεσης καθώς και σε μη επαρκή καθαρισμό των δασών .
Εξαιρετικά σημαντική είναι και η προσθήκη δήμευσης περιουσίας ή τμήματος νόμιμης περιουσίας του καταδικασθέντος ως παρεπόμενης ποινής για τα αδικήματα του εμπρησμού σε δάση από πρόθεση ή από αμέλεια αν είχε αυτή σαν αποτέλεσμα τον θάνατο , τη βαριά σωματική βλάβη , σημαντική εξάπλωση ή πολύ σοβαρή περιβαλλοντική ρύπανση.
Η επιβαλλόμενη ρύθμιση είναι αντίθετη με το άρθρο 68 ΠΚ για την δήμευση καθώς στην ανωτέρω πρόβλεψη η περιουσία του δράστη δεν είναι ούτε το μέσο τέλεσης ούτε προϊόν τέλεσης του εγκλήματος .
• Σε κακουργήματα με αυξημένες προϋποθέσεις και της διακεκριμένης κλοπής επανέρχεται η δικαστική απέλαση . Η διοικητική απέλαση που υπάρχει σήμερα κρατούσε προβλήματα μακριά από την ποινική δικαιοσύνη . Τα ερωτήματα που ετίθεντο είναι η κράτηση , ποιος θα είναι ο τόπος της κράτησης μέχρι την απέλαση , το αν τίθεντο επιπλέον προϋποθέσεις στην χώρα υποδοχής και γιατί να επαναφερθεί η δικαστική απέλαση όταν μπορεί να αναδιαμορφωθεί η διοικητική.
• Νομοθετική παρέμβαση λαμβάνει και στην περίπτωση της ανθρωποκτονίας εξ’ αμελείας όπου πλέον η απειλούμενη ποινή ανέρχεται σε τουλάχιστον δύο έτη ενώ ο νομοθέτης στην παράγραφο δύο προβλέπει επαναφορά του λόγου δικαστικής άφεσης της ποινής επί οικείου θύματος, όρος που είχε ενταχθεί στον γενικό κανόνα του άρθρου 104 Βπερ γ ΠΚ.
Συμπεράσματα
Αν και αναμένεται να τεθούν επιμέρους διορθώσεις στο νομοσχέδιο όπως :της κατάργησης πειθαρχικών μέτρων τάξης και υποχρέωσης του δικαστηρίου να υποβάλλει πειθαρχική αναφορά κατά του δικηγόρου , ο δεύτερος βαθμός του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου θα είναι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο και όχι το Μονομελές Εφετείο , δεν θα ισχύει η πρόβλεψη στο προστιθέμενο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 42ΠΚ για την δυνατότητα πλήρους ποινής στην απόπειρα καθώς και η πρόβλεψη για την κατάργηση της ενδιάμεσης διαδικασίας , έκδοση βουλεύματος δια συμβουλίου θα αφορά λιγότερα αδικήματα καθώς λέγεται ότι δεν θα ισχύει για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, δεν έχει προβλεφθεί ρητώς , με σαφή τρόπο και οι επιμέρους αλλαγές αποτελούν τροποποιήσεις στο τελικό κείμενο , όχι όμως στην βασική φιλοσοφία του σχεδίου Νόμου .
Πολλές από τις διατάξεις του Σχεδίου εγείρουν σοβαρά ζητήματα συμβατότητας με τις διατάξεις του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθώς η τιμωρητικότητα ως επιλογή αντεγκληματικής πολιτικής δεν είναι η απάντηση στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας θίγοντας βασικούς πυλώνες του Κράτους Δικαίου και της Δίκαιης Δίκης . Χρειάζεται ριζική αναμόρφωση θέτοντας ως βάση τον φιλελεύθερο χαρακτήρα του Ποινικού Δικαίου και όχι υπονομεύοντας και θυσιάζοντας θεμελιώδη δικαιώματα με το πρόσχημα της επιτάχυνσης της ποινικής διαδικασίας .