Γράφει ο Παναγιώτης Σίσκος

Ειρηνοδίκης

ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου ΑΠΘ

Υπ. Δρ. Κανονικού Δικαίου ΕΚΠΑ


Σύμφωνα με την Ερμηνευτική Δήλωση του άρθρου 88 του Συντάγματος «Κατά την αληθινή έννοια του άρθρου 88, επιτρέπεται η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης και η ρύθμιση της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών του βαθμού αυτού, εφόσον προβλέπεται διαδικασία κρίσης και αξιολόγησης, όπως νόμος ορίζει».

Η εν λόγω διάταξη εισήχθη από την Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή με το Ψήφισμα της 6.4.2001 στο πλαίσιο μιας Αναθεώρησης η οποία μεταξύ άλλων στόχευσε και στην ενίσχυση και προστασία της ανεξαρτησίας στο εσωτερικό της δικαιοσύνης. Από τα Πρακτικά της Ολομέλειας της 7-3-2001 (και κυρίως από την ομιλία του τότε υπ. πολιτισμού κ. Ευ. Βενιζέλου), προκύπτει ότι στόχος του Αναθεωρητικού Νομοθέτη ήταν η προστασία, η χειραφέτηση, δηλαδή η απελευθέρωση εκείνων των δικαστικών κλάδων οι οποίοι βρίσκονταν σε δυσμενέστερη θέση (Ευ. Βενιζέλου, Το αναθεωρητικό κεκτημένο, Αντ. Σάκκουλας, 2002, σελ. 336).

Επρόκειτο για τους κλάδους α) των διοικητικών δικαστών ουσίας, β) των εισαγγελέων, γ) των εισηγητών Ελεγκτικού Συνεδρίου και δ) των ειρηνοδικών. Για τους κλάδους αυτούς έπρεπε να γίνουν ορισμένες «τομές». Έτσι, για τους διοικητικούς δικαστές προβλέφθηκε η δυνατότητα εξέλιξής τους μέχρι το ΣτΕ. Για τους εισαγγελείς προβλέφθηκε ότι σε επίπεδο αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου, αυτοί θα προέρχονταν αποκλειστικά από τον εισαγγελικό κλάδο και ότι θα είχαν μεγαλύτερη συμμετοχή στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Για τους εισηγητές Ελεγκτικού Συνεδρίου ότι θα μπορούσαν να εξελιχτούν από τον κατώτερο βαθμό του δόκιμου εισηγητή μέχρι τον ανώτερο βαθμό του συμβούλου Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Στο ίδιο μήκος κύματος με τις προαναφερθείσες “τομές” προβλέφθηκε πλέον ρητά η δυνατότητα ένταξη των ειρηνοδικών στον κλάδο των πρωτοδικών, διαμέσου της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας πολιτικής δικαιοσύνης. Είχαν γίνει πολλές προσπάθειες κατά το παρελθόν προς ένταξή τους, εκ των οποίων η τελευταία του έτους 1999 απέτυχε διότι με την υπ’ αριθμ. 7/1999 απόφαση, η Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου είχε γνωμοδοτήσει ότι επρόκειτο για ανεπίτρεπτη συνταγματικώς μετάταξη του άρθρ. 88 παρ. 6 Συντ. Από την Ερμηνευτική Δήλωση του άρθρου 88 του Συντάγματος, συνάγεται πλέον η βούληση του Αναθεωρητικού Νομοθέτη ότι δηλαδή δεν πρόκειται για μετάταξη από έναν κλάδο σε διαφορετικό κλάδο, ούτε για προαγωγή εντός του ιδίου κλάδου (εάν επρόκειτο για προαγωγή δεν θα υπήρχε λόγος ειδικής αναφοράς σε διαδικασία κρίσης και αξιολόγησης, εφόσον κάθε προαγωγή είναι αυτονόητο ότι περιλαμβάνει κρίση και αξιολόγηση και θα ήταν περίεργο ένα συνταγματικό κείμενο να επαναλαμβάνει κάτι ήδη προβλεπόμενο και αυτονόητο επί προαγωγών), αλλά πρόκειται για επιτρεπτή ένταξη εντός του ιδίου, αλλά διασπασμένου, πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης. Η ένταξη, όπως αναφέρει ο καθηγητής Ευ. Βενιζέλος σε σχετικό εγχειρίδιο, δεν γίνεται ex lege, ούτε αυτομάτως και αθρόως, αλλά κατόπιν ατομικής κρίσης και αξιολόγησης (Ευ. Βενιζέλου, Το αναθεωρητικό κεκτημένο, Αντ. Σάκκουλας, 2002, σελ. 341).

Εφαρμόζοντας την απορρέουσα από την Ερμηνευτική Δήλωση δυνατότητα, το Υπουργείο Δικαιοσύνης προς εξασφάλιση της επιτάχυνσης της δικαιοσύνης, συνέστησε Ομάδα Εργασίας για την αναμόρφωση του δικαστικού χάρτη, αποτελούμενη από δικαστές και δικηγόρους. Αναφορικά με το θέμα της υπηρεσιακής κατάστασης των τέως Ειρηνοδικών (όπως αναφέρεται), προτείνει δύο δυνατότητες: Η πρώτη είναι η ένταξη, κατόπιν αίτησης, στον κλάδο των Πρωτοδικών και σε ενιαία επετηρίδα, όσων Ειρηνοδικών επιθυμούν, κατόπιν κρίσης και αξιολόγησης από το Ανώτατο Δικαστικό Συβούλιο, η δε καταλαμβανόμενη θέση στην ενιαία επετηρίδα θα είναι μετά τον τελευταίο πάρεδρο. Η δεύτερη δυνατότητα, για όσους δεν πληρούν το ηλικιακό όριο ή δεν κριθούν ικανοί για ένταξη στον κλάδο των πρωτοδικών ή δεν επιθυμούν την ένταξή τους στην ενιαία επετηρίδα, είναι η υποχρεωτική ένταξη σε ειδική επετηρίδα πρωτοδικών, με καταληκτικό βαθμό του προέδρου πρωτοδικών.

Με βάση τα δεδομένα αυτά, το Πόρισμα της Ομάδας Εργασίας για την διαδικασία της Ενοποίησης, δεν φαίνεται να κινείται υπό το γράμμα και το πνεύμα της Ερμηνευτικής Δήλωσης του Συντάγματος, για τους κάτωθι λόγους:

Πρώτον συνεχίζει την διάκριση μεταξύ δύο ταχυτήτων δικαστών, των μεν πρώτων ως εξελισσόμενων και οι οποίοι έχουν και κίνητρα αποδοτικότερης δικαστικής εργασίας, ορθότερης νομικής κρίσης και συνεχούς νομικής ενημέρωσης, των δε δεύτερων κατώτερων, στάσιμων και πάλι στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, πράγμα που σημαίνει ότι ο κλάδος δεν απολαμβάνει την χειραφέτηση, την προστασία, την απελευθέρωση που θέλησε ο Αναθεωρητικός Νομοθέτης

Δεύτερον, για τους Ειρηνοδίκες που θα γίνουν Πρωτοδίκες στην Ενιαία Επετηρίδα, τους κατατάσσει μετά τον τελευταίο πάρεδρο (ή έστω, ακόμη κι αν θεωρηθεί εσφαλμένη μια τέτοια κατάταξη διότι ο πάρεδρος δεν είναι ισόβιος δικαστής, τους κατατάσσει μετά τον τελευταίο πρωτοδίκη), ΜΗΔΕΝΙΖΟΝΤΑΣ κατά τον τρόπο αυτό α) τα χρόνια προσφοράς τους στην Δικαιοσύνη, με καθήκοντα ειρηνοδίκη υπηρεσίας (κατ’ οίκον έρευνες, ημερήσιες και νυκτερινές, τριμελή πλημμελειοδικεία, ένορκες βεβαιώσεις, προκαταρκτική εξέταση, διαταγές πληρωμής, προσημειώσεις υποθήκης, διαθήκες) και με συγγραφή δικαστικών αποφάσεων επί υποθέσεων διαφορετικής ποιότητας και φύσης σε σχέση με το παρελθόν (Διοικ.Ολομ. ΑΠ 36/2020) , επί των οποίων το ίδιο δίκαιο, ουσιαστικό και δικονομικό, πολιτικό και ποινικό, εφαρμόζεται στα ειρηνοδικεία, στα πρωτοδικεία, στα τριμελή πλημμελειοδικεία στα οποία μετέχουν και ειρηνοδίκες, στα πταισματοδικεία (τα οποία μέχρι πριν κάποια χρόνια δίκαζαν πταίσματα, κάποια εκ των οποίων ήταν με αντιδικίες όπως π.χ. η αυτοδικία), β) την επιτυχία τους στις εξετάσεις των Ειρηνοδικών (οι οποίες είναι στην ίδια ύλη και τα τελευταία, ιδίως, χρόνια ισάξιες σε βαθμό δυσκολίας με εκείνες των πρωτοδικών), γ) την πρακτική μαθητεία στις πολιτικές και ποινικές έδρες (σήμερα τριμελή πλημμελειοδικεία), δ) τα εισαγωγικά σεμινάρια που παρακολούθησαν στην ΕΣΔΙ και στην ΕΝΔΕ

Τρίτον για τους μη εξελισσόμενους (τέως Ειρηνοδίκες) Πρωτοδίκες και Προέδρους Πρωτοδικών της παράλληλης επετηρίδας δεν προβλέπει καν διαδικασία κρίσης και αξιολόγησης, αλλά προβλέπει αυτόματη και αθρόα ένταξη. Μάλιστα, σε αυτή την μη εξελισσόμενη κατηγορία πρωτοδικών και προέδρων πρωτοδικών θα υπάγονται και όσοι δεν κρίνονται ικανοί προς ένταξη στον κλάδο των Πρωτοδικών. Το κρίσιμο στοιχείο εν προκειμένω δεν είναι αυτή καθαυτή η έλλειψη κρίσης και αξιολόγησης, αλλά ότι υπάρχουν μη εξελισσόμενοι Πρωτοδίκες και Πρόεδροι Πρωτοδικών, δηλαδή κατώτεροι δικαστές δεύτερης κατηγορίας. Από εκεί ξεκινά ο προβληματισμός. Το Σύνταγμα όμως, κάνοντας, λόγο για ενοποίηση, δεν διακρίνει σε ένταξη για την οποία απαιτείται κρίση και αξιολόγηση και σε ένταξη για την οποία δεν απαιτείται κρίση και αξιολόγηση, για τον προφανή λόγο ότι δεν διακρίνει σε Πρωτοδίκες εξελισσόμενους και σε Πρωτοδίκες μη εξελισσόμενους. Για την ένταξη στον κλάδο των Πρωτοδικών, απαιτεί αυξημένα εχέγγυα κρίσης και αξιολόγησης, δεδομένης ακριβώς της δυνατότητας απεριόριστης εξέλιξης για κάθε εισερχόμενο στον κλάδο των Πρωτοδικών.

Τέταρτον, είναι αντιφατικό ο Αναθεωρητικός Νομοθέτης, από τη μια να μιλάει για «χειραφέτηση» και από την άλλη η «χειραφέτηση» να είναι τέτοιας σημασίας ώστε και πάλι οι τέως ειρηνοδίκες να παραμένουν στον πρώτο βαθμό και μόνον. Η πρόβλεψη περί ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, δεν αποκλείει την πρόοδο και σε επόμενους βαθμούς. Προβλέπεται ενοποίηση του πρώτου βαθμού, διότι ο πρώτος βαθμός είναι διασπασμένος. Ο δεύτερος βαθμός δεν είναι διασπασμένος για να προβλέπεται ενοποίησή του. Είναι ήδη ενιαίος ο δεύτερος βαθμός. Προβλέπεται συνταγματικώς επιτρεπτή ένταξη στον πρώτο βαθμό του κλάδου των Πρωτοδικών. Το ζήτημα όμως της απεριόριστης εξέλιξης είναι διαφορετικό, εφόσον οι τέως ειρηνοδίκες θα εκτελούν τα ίδια ακριβώς καθήκοντα με τον πρωτοδίκη. Μάλιστα, θα ενταχθούν στον κλάδο των Πρωτοδικών, Χωρίς Να Το Ζητήσουν Οι Ίδιοι, αλλά επειδή ο κοινός νομοθέτης, εν όψει της επιτάχυνσης της Δικαιοσύνης, έκρινε αναγκαία την εκτέλεση εκ μέρους τους καθηκόντων και υποχρεώσεων Πρωτοδίκη. Εφόσον όμως θα πρόκειται για εκτέλεση καθηκόντων και υποχρεώσεων Πρωτοδίκη, θα πρέπει να υπάρχει και απόλαυση των δικαιωμάτων Πρωτοδίκη. Ειδάλλως, όχι απλώς περί χειραφέτησης δεν θα πρόκειται, αλλά περί Χειροτέρευσης θα πρόκειται, διότι Και με καθήκοντα πρωτοδίκη θα επωμίζονται Και δεν θα απολαμβάνουν τα δικαιώματα της απεριόριστης εξέλιξής του.

Πέμπτον, με το εν λόγω Πόρισμα της Ομάδας Εργασίας, φαίνεται απλώς να χρησιμοποιούνται οι τέως Ειρηνοδίκες προς αποσυμφόρηση των υπερφορτωμένων πρωτοδικείων σε ένα πνεύμα έξω από τη Συνταγματική πρόβλεψη της ενοποίησης, η οποία δεν εισήχθη μόνον για να χρησιμοποιηθούν οι Ειρηνοδίκες στα Πρωτοδικεία, αλλά για να απελευθερωθεί ο κλάδος και να μην είναι συνεχώς εγκλωβισμένος. Το εάν με την απελευθέρωση του κλάδου θα επέρχεται ταυτοχρόνως αναπόφευκτα ΚΑΙ αποσυμφόρηση των πρωτοδικείων, είναι άλλο θέμα και πάντως απόλυτα λογικό. Θα έπρεπε λοιπόν το Πόρισμα να εκκινεί από την απελευθέρωση του κλάδου αυτού που βρίσκεται σε δυσχερή θέση (όπως προκύπτει από την Ιστορική Βούληση του Αναθεωρητικού Νομοθέτη) με στόχο την προστασία του κλάδου των Ειρηνοδικών, χωρίς να προβλέπει τέως ειρηνοδικες εξελισσόμενους (κατω από 40 ετων και σε τοποθέτηση μετά τον τελευταίο πάρεδρο, κρινόμενους κατάλληλους από το ΑΔΣ) και τέως ειρηνοδικες μη εξελισσόμενους (πανω από 40 ετών και μη κρινόμενους ως κατάλληλους από το ΑΔΣ), όλους όμως προς άμεση αξιοποίηση για την αποσυμφόρηση των πρωτοδικείων.

Έκτον, αποδίδει τη μη εξέλιξη των Ειρηνοδικών στο βαθμό του Εφέτη σε τεχνικής φύσεως ζητήματα, τα οποία όμως εν προκειμένω δεν θα έπρεπε να τα επωμισθεί ο μη εξελισσόμενος Πρωτοδίκης. Η μη εύρεση τεχνικών λύσεων δεν θα έπρεπε να αποβεί εις βάρος ενός δικαστικού λειτουργού που θα ασκεί ακριβώς τα ίδια καθήκοντα με τον πρωτοδίκη. Εν ανάγκη, ως έσχατη λύση, θα μπορούσε να προβλέπονται, για όσους επιθυμούν την εξέλιξη (κατόπιν αίτησης) η δημιουργία πρόσθετων οργανικών θέσεων, τις οποίες εάν θεωρεί ο νομοθέτης ότι δεν είναι χρήσιμες αργότερα, μπορεί να τις καταργήσει.

Έβδομον,  προβλέπει φοίτηση στην Εθνική Σχολή Δικαστών μόνον για τους Ειρηνοδίκες κάτω των 40 ετών που με αίτησή τους θα πηγαίνουν μετά τον τελευταίο πάρεδρο και θα εξελίσσονται, χωρίς να προβλέπει παρόμοια φοίτηση και για τους Ειρηνοδίκες που δεν θα εξελίσσονται. Από το ίδιο προαναφερθέν κρίσιμο σημείο ξεκινά και πάλι ο διαχωρισμός. Οι μεν πρώτοι θα θεωρούνται άξιοι της επιμόρφωσης της ΕΣΔΙ, εφόσον θα έχουν απεριόριστη εξέλιξη, ενώ για τους δεύτερους θα θεωρείται περιττή μια τέτοια επιμόρφωση.

Ένα τέτοιο Πόρισμα, δημιουργώντας πρωτοδίκες δύο ταχυτήτων (οι μεν πρώτοι κάτω των 40 ετών, εξελισσόμενοι, με επιμόρφωση στην ΕΣΔΙ, οι δε δεύτεροι άνω των 40 ετών, μη εξελισσόμενοι, χωρίς επιμόρφωση στην ΕΣΔΙ) δεν φαίνεται να υλοποιεί την ενοποίηση του πρώτου βαθμού πολιτικής δικαιοσύνης, αλλά απλώς δίνει τη δυνατότητα ενοποίησης μόνον για τους πρώτους, ενώ οι λοιποί χρησιμοποιούνται προς αποσυμφόρηση των πρωτοδικείων, παραμένοντας στάσιμοι και πάλι μόνον στον πρώτο βαθμό, χωρίς χειραφέτηση, εκτελώντας καθήκοντα πρωτοδίκη, χωρίς ίδια δικαιώματα, μέχρι την αφυπηρέτησή τους από το δικαστικό σώμα.

Αντ’ αυτών των προβλέψεων του Πορίσματος Εργασίας, η αποσυμφόρηση των πρωτοδικείων μπορεί να επέλθει ως αποτέλεσμα μιας δίκαιης, σύμφωνης με το Σύνταγμα, ενοποίησης. Προς τούτο υπάρχει η λύση της αύξησης των οργανικών θέσεων σε όλους τους βαθμούς της δικαιοσύνης, η ύπαρξη δύο επετηρίδων που θα τρέχουν παράλληλα και η επιλογή δικαστών και από τις δύο επετηρίδες, αναλογικά, με ποσόστωση. Η λύση αυτή δεν επηρεάζει αρνητικά τους πρωτοδίκες για τον λόγο ότι ναι μεν θα δίνονται αναλογικά θέσεις και στις δύο επετηρίδες αλλά οι πρόσθετες θέσεις στις ανώτερες βαθμίδες θα δημιουργηθούν διότι ακριβώς εισήλθαν ειρηνοδίκες στον κλάδο των πρωτοδικών. Ειδάλλως, δεν θα είχαν δημιουργηθεί και θα ήταν λιγότερες.

Η λύση της αύξησης των οργανικών θέσεων δεν θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό με την καταβολή ολόκληρου μισθού μίας νέας θέσης, αλλά με την καταβολή της διαφοράς του μισθού που θα ελάμβανε ο ειρηνοδίκης ούτως ή άλλως και αυτού που θα λαμβάνει με την κατάληψη θέσης στην δικαστική ιεραρχία. Θα πρέπει, εξάλλου, να συνυπολογιστεί θετικά το γεγονός ότι πρώτον όσο περνούν τα χρόνια όλο και λιγότεροι ειρηνοδίκες εκ των 916 θα απομένουν (ήδη περίπου 200 είναι Α΄ και Β΄ τάξης προ του 2012) και δεύτερον ένας σημαντικός αριθμός τέως ειρηνοδικών μπορεί να μην επιθυμεί την εξέλιξή του και επομένως να παραμείνει στον πρώτο βαθμό. Είναι όμως άλλο το θέμα να μην επιθυμεί ο ίδιος την εξέλιξή του και άλλο το θέμα να του την στερεί εκ των προτέρων το κράτος, επειδή τον θεωρεί σε κάθε περίπτωση ανίκανο προς εξέλιξη.

Ως προς το ζήτημα της επιμόρφωσης των Ειρηνοδικών στη Σχολή Δικαστών, αυτή κανονικά θα αναμενόταν να ξεκινήσει πολύ νωρίτερα από το έτος 2021-2022, διότι ήταν ήδη από το 2001 γνωστό ότι το Σύνταγμα δίνει κατεύθυνση προς την Ενοποίηση. Θα μπορούσε η επιμόρφωση των ήδη υπηρετούντων ειρηνοδικών επί τόσα έτη να ήταν σταδιακή, κατόπιν μερικής απόσπασης των συναδέλφων ειρηνοδικών π.χ. για διάστημα τουλάχιστον τριών μηνών, ώστε να βρίσκονται σε ετοιμότητα για την περίπτωση της Ενοποίησης. Δεν είναι δυνατόν η έλλειψη της επιμόρφωσης στην ΕΣΔΙ να μετακυλίεται στους Ειρηνοδίκες (ωσάν να είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν τη φοίτηση ή μη στην ΕΣΔΙ και το αρνήθηκαν) και να αποτελεί η μη φοίτηση εμπόδιο για την περαιτέρω εξέλιξή τους, δηλαδή για την ουσιαστική Ενοποίηση, αλλά, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα η κατάσταση, θα πρέπει η επιμόρφωση, τρίμηνης τουλάχιστον διάρκειας, να γίνει για όλους, ενδεχομένως και διαδικτυακά.

Εν κατακλείδι, εν προκειμένω πρόκειται περί 916 ανθρώπων, αριθμός ο οποίος συνεχώς θα μειώνεται, και όχι ενός αριθμού μη διαχειρίσιμου. Ευχής έργον θα ήταν να υπάρξει για όλους τους ειρηνοδίκες η ένταξή τους στο σώμα των πρωτοδικών, κατόπιν κατόπιν της ατομικής κρίσης και αξιολόγησης. Εάν όμως υποτεθεί ότι για κάποιους εκ των ειρηνοδικών δεν θα υπάρξει θετική γνωμοδότηση του αρμοδίου οργάνου που θα αναλάβει την αξιολόγησή τους, προς ένταξή τους στο σώμα των Πρωτοδικών, τότε αφενός αυτός ο αριθμός των Ειρηνοδικών που θα γίνουν Πρωτοδίκες θα είναι ακόμη μικρότερος, αφετέρου θα πρέπει ο νομοθέτης να προβλέψει με ποιον τρόπο οι μη εισερχόμενοι στο σώμα των πρωτοδικών θα αξιοποιηθούν πλέον ως ειρηνοδίκες (π.χ. με παραμονή τους στις οργανικές θέσεις των ειρηνοδικών, με ρύθμιση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας μεταξύ των πρωτοδικείων και των ειρηνοδικείων ανά νομό με έκτακτες μεταβατικές διατάξεις ρύθμισης της καθ’ ύλην αρμοδιότητα ανά νομό – άλλωστε σε μεταβατικό στάδιο θα βρισκόμαστε – και με σταδιακή κατάργηση των ειρηνοδικείων ανά νομό).

Από κει και πέρα, για τους εισερχόμενους στον κλάδο των πρωτοδικών ειρηνοδίκες, η παράλληλη επετηρίδα θα διαρκέσει τριάντα περίπου έτη, μέχρι να αφυπηρετήσει και ο τελευταίος τέως ειρηνοδίκης. Εφόσον γίνει η ενοποίηση, ας γίνει όπως την θέλησε ο Αναθεωρητικός Νομοθέτης, δηλαδή προς Χειραφέτηση του κλάδου, ώστε Έτσι να μείνει αργότερα προς θετικό δίδαγμα για τις επόμενες γενεές, ότι δηλαδή βρέθηκε μια δίκαιη λύση για όλες τις πλευρές και ότι εκτιμήθηκε η προσφορά και η ικανότητα των Ειρηνοδικών σε όλα τα πεδία με τα οποία μέχρι τώρα ασχολήθηκαν. Έτσι, ως Χειραφέτηση και Όχι ως απλή χρησιμοποίηση ας γραφεί στην Δικαστική Ιστορία της χώρας.

Παναγιώτης Σίσκος

Ειρηνοδίκης

ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου ΑΠΘ

Υπ. Δρ. Κανονικού Δικαίου ΕΚΠΑ