ΑΠ 71/2023 (πολ.): Ο ενάγων και ο εναγόμενος δικαιούνται να παραιτηθούν ή ορθότερα να ανακαλέσουν (από) την υλική πράξη της κατάθεσης των προτάσεών τους, που έχουν ήδη καταθέσει κατά το άρθρο 237 ΚΠολΔ, ώστε η παραίτηση αυτή να έχει ως αποτέλεσμα τη ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης, εφόσον δεν παρίστανται πλέον προσηκόντως.
Όμοια δηλ. όπως όταν κανείς από τους διαδίκους δεν καταθέτει προτάσεις ή οι προτάσεις τους έχουν κατατεθεί εκπρόθεσμα και η ορισθείσα συζήτηση της υπόθεσης ματαιώνεται, το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και όταν κατά τη συζήτηση εμφανίζονται και δηλώνουν την παραίτησή τους απ’ αυτές, έτσι ώστε να θεωρούνται ως μη προσηκόντως παρασταθέντες και το δικαστήριο να οδηγηθεί στη ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης κατά το άρθρο 260 ΚΠολΔ, λαμβανομένου υπόψη ότι επειδή η τελευταία αποτελεί δικαστική πράξη του δικαστηρίου δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικονομικής σύμβασης μεταξύ των διαδίκων. Μ’ άλλα λόγια, η ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης είναι συνέπεια της διαδικαστικής συμπεριφοράς των διαδίκων και όχι αντικείμενο συμφωνίας τους.
“Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 106 του ΚΠολΔ “το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά”. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται, πλην άλλων, και η θεμελιακή δικονομική αρχή της ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της δίκης, σύμφωνα με την οποία η ένδικη προστασία παρέχεται μόνο ύστερα από αίτηση των διαδίκων και μόνο κατά την έκταση που αυτή ζητείται, δηλαδή, το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μιας διαφοράς, παρά μόνο ύστερα από σχετική αίτηση του διαδίκου, αν δε, παρά ταύτα, προβεί σε εκδίκαση και έκδοση απόφασης, τότε αυτή η απόφαση είναι ελαττωματική, διότι αντίκειται στην εν λόγω διαθετική αρχή. Διασφαλίζεται όμως από το ως άνω άρθρο και η αρχή της συζήτησης αλλά και η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης υπό την έννοια ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να λάβει υπόψη του ισχυρισμούς που δεν έχουν προταθεί ή έχουν προταθεί παραδεκτώς, το Δικαστήριο όμως αποφαίνεται επί αυτών. Εξ άλλου, στο άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 12 του ν. 4842/2021, ορίζεται η κατάθεση των προτάσεων σε δίκες της τακτικής διαδικασίας μέσα στην εκεί οριζόμενη νόμιμη προθεσμία. Αν κάποιος διάδικος δεν καταθέσει προτάσεις ή καταθέσει εκπρόθεσμα προτάσεις, αλλά και όταν αυτός καταθέσει προτάσεις, η διαδικασία συνεχίζεται και προσδιορίζεται δικάσιμος (άρθρο 237 παρ. 3,4 ΚΠολΔ) και επακολουθεί η τυπική συζήτηση της υπόθεσης, που γίνεται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους (άρθρο 237 παρ. 4 εδ. προτελ ΚΠολΔ), η δε ενδεχόμενη παρουσία τους στην ημερομηνία της συζήτησης, δίχως προηγουμένως να έχουν καταθέσει προτάσεις δεν έχει κάποια έννομη συνέπεια από άποψη της επέλευσης των εννόμων συνεπειών της ερημοδικίας κάποιου απ’ αυτούς (άρθρο 271, 272 ΚΠολΔ) ή την ματαίωση της συζήτησης κατά το άρθρο 260 παρ. 1 ΚΠολΔ, εφόσον δεν παρίστανται όλοι οι διάδικοι προσηκόντως, δίχως να επηρεάζονται οι συνέπειες της άσκησης της αγωγής, οι οποίες εξακολουθούν να διατηρούνται, μεταξύ των οποίων η εκκρεμοδικία, η οποία και αυτή καταλύεται εάν δεν συντρέξουν οι προϋποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 260 ΚΠολΔ δηλ. δεν κατατεθεί κλήση προς συζήτησης της υπόθεσης μέσα στην εκεί οριζόμενη νόμιμη προθεσμία.
Συνεπώς, η κανονική συμμετοχή των διαδίκων στη δίκη της τακτικής διαδικασίας συνδέεται πλέον όχι με τη νομότυπη εμφάνισή τους στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο αλλά με την εμπρόθεσμη κατάθεση των προτάσεων. Κατά το άρθρο 294 ΚΠολΔ μετά την κατάθεση των προτάσεων από τον εναγόμενο ο ενάγων δεν μπορεί να παραιτηθεί από την αγωγή του εάν αντιλέγει ο τελευταίος και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον να περατωθεί η δίκη με οριστική απόφαση.
Kατά το άρθρο 297 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του ν.4335/2015, “η παραίτηση κατά τα άρθρα 294 και 296 ΚΠολΔ γίνεται με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου ή με δήλωση στις προτάσεις”. Ως δικόγραφο νοείται κάθε έγγραφο, που συντάσσεται από το διάδικο ή το δικαστικό του πληρεξούσιο, για την πιστοποίηση της διαδικαστικής πράξης παραίτησης, δηλαδή και η εξώδικη δήλωση, η οποία, κατ’ αρθ. 118 του ΚΠολΔ, επιδίδεται από τον δηλούντα διάδικο στον αντίδικό του (ΑΠ 834/2005). Με την ανωτέρω διάταξη, ορίζονται αποκλειστικά οι τρόποι, με τους οποίους μπορεί να γίνει η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και από το δικαίωμα που ασκήθηκε με αυτή (Ολ. ΑΠ 1187/1981). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 299 ΚΠολΔ οι διατάξεις των άρθρων 294 έως 298 ΚΠολΔ για την παραίτηση ή ανάκληση που ως τέτοια θεωρείται η απεμπόλιση από τον διάδικο των διαδικαστικών πράξεων που ενήργησε ή της διαδικασίας που προκάλεσε, εφαρμόζονται στην ανταγωγή, την παρέμβαση, την προσεπίκληση, την ανακοίνωση, τα ένδικα μέσα, την ανακοπή κατά εξώδικων και δικαστικών πράξεων, την τριτανακοπή και οποιασδήποτε άλλης διαδικαστικής πράξης. Στην κατηγορία των διαδικαστικών πράξεων υπό την ευρεία έννοια του όρου υπάγονται οι δηλώσεις βούλησης (παραίτηση, αποδοχή), οι ανακοινώσεις βούλησης (αγωγή, αίτηση, ανταγωγή κ.λ.π) καθώς και οι γνωστοποιήσεις, κλήσεις προς συζήτηση και απλές υλικές πράξεις (λήψη απογράφου, κατάθεση προτάσεων). Στο πλαίσιο της αρχής της διάθεσης είναι π.χ. επιτρεπτή και η ανάκληση της κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ δήλωσης, αν αυτή έχει κατατεθεί, ιδίως στη δίκη των ειδικών διαδικασιών και συνακόλουθα η θεώρηση του διαδίκου ως μη εμφανισθέντος και ερημοδικασθέντος, όπως και η δήλωση περί μη εισαγωγής προς συζήτηση της αγωγής ως προς ένα απλό ομόδικο που θεωρείται παραίτηση από την επίσπευση της κλήσης προς συζήτηση και όχι παραίτηση από την αγωγή (ΑΠ 673/2013). Επομένως, ο ενάγων και ο εναγόμενος δικαιούνται να παραιτηθούν ή ορθότερα να ανακαλέσουν (ΑΠ 781/2020) (από) την υλική πράξη της κατάθεσης των προτάσεών τους, που έχουν ήδη καταθέσει κατά το άρθρο 237 ΚΠολΔ, ώστε η παραίτηση αυτή να έχει ως αποτέλεσμα τη ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης, εφόσον δεν παρίστανται πλέον προσηκόντως. Όμοια δηλ. όπως όταν κανείς από τους διαδίκους δεν καταθέτει προτάσεις ή οι προτάσεις τους έχουν κατατεθεί εκπρόθεσμα και η ορισθείσα συζήτηση της υπόθεσης ματαιώνεται, το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και όταν κατά τη συζήτηση εμφανίζονται και δηλώνουν την παραίτησή τους απ’ αυτές, έτσι ώστε να θεωρούνται ως μη προσηκόντως παρασταθέντες και το δικαστήριο να οδηγηθεί στη ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης κατά το άρθρο 260 ΚΠολΔ, λαμβανομένου υπόψη ότι επειδή η τελευταία αποτελεί δικαστική πράξη του δικαστηρίου δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δικονομικής σύμβασης μεταξύ των διαδίκων. Μ’ άλλα λόγια, η ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης είναι συνέπεια της διαδικαστικής συμπεριφοράς των διαδίκων και όχι αντικείμενο συμφωνίας τους. Προς τούτο δεν απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα του πληρεξούσιου δικηγόρου, η οποία ορίζεται περιοριστικά μόνον στις περιπτώσεις του άρθρου 98 ΚΠολΔ, κάτι που επιρρωνύεται και από το ότι για την παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής που επιφέρει τη δυσμενέστερη συνέπεια κατάργηση της δίκης, σε σχέση με τη ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης, δεν απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα. Τα ως άνω διαφέρουν απόταν η υπόθεση έχει ήδη συζητηθεί και αναμένεται η έκδοση της απόφασης και στη συνέχεια οι διάδικοι καταθέτουν δήλωση ότι δεν επιθυμούν την έκδοση της απόφασης, διότι το τελευταίο αντιβαίνει στην αρχή της έντιμης και δίκαιης δίκης που καθιερώνεται από τα άρθρα 8, 20 παρ. 1, Σ 6 ΕΣΔΑ, οπότε οι διάδικοι δεν μπορούν να απαλλάξουν το δικαστήριο από την υποχρέωση να εκδώσει απόφαση (ΑΠ 781/2020), όπως εξ άλλου ρυθμίστηκε τούτο προσφάτως νομοθετικά με το άρθρο 18 του ν. 4842/2021 σύμφωνα με το οποίο συμφωνία των διαδίκων για μη έκδοση απόφασης μετά τη συζήτηση δεν παράγει έννομες συνέπειες. Αντίθετη εκδοχή περί μη δυνατότητας παραίτησης ή ανάκλησης από την πράξη κατάθεσης των προτάσεων των διαδίκων, θα κατέληγε στη θεώρηση της αξίωσης δικαστικής ακρόασης ως υποχρεωτικής για τους διαδίκους που κατέθεσαν προτάσεις, αλλά δεν επιθυμούν να συζητήσουν την υπόθεση στην ορισθείσα δικάσιμο, θέλοντας αυτοί να φέρουν το βάρος των συνεπειών τους για τη θεώρηση της αγωγής ως μη ασκηθείσας, εάν δεν κατατεθεί κλήση προς συζήτηση της υπόθεσης μέσα στην οριζόμενη νόμιμη προθεσμία κατά το άρθρο 260 παρ. 2 ΚΠολΔ μετά τη ματαίωση της συζήτησης. Τουτέστιν, η υποχρέωση της συμμετοχής των διαδίκων στη δίκη δεν θεσπίζεται στο νόμο, αφού κανείς δεν υποχρεώνεται να συζητήσει με τον αντίδικό του μία υπόθεση, ενώ επί πλέον ο ενάγων ανακαλώντας τις προτάσεις τους δεν επιθυμεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής του, αλλά διώκει τη διατήρηση των εννόμων συνεπειών της. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι επί της ένδικης αγωγής της τακτικής διαδικασίας οι διάδικοι κατέθεσαν εμπροθέσμως προτάσεις και ορίστηκε δικάσιμος για να συζητηθεί αυτή. Την ημέρα εκείνη οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δήλωσαν στο ακροατήριο του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με δήλωση που καταχωρίστηκε στα πρακτικά συνεδρίασής του ότι ανακαλούν τις προτάσεις τους και ότι κατά συνέπεια, εφόσον δεν παρίστανται προσηκόντως, πρέπει να ματαιωθεί η συζήτηση της υπόθεσης κατά το άρθρο 260 ΚΠολΔ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ανάκληση των προτάσεων και εκδίκασε την υπόθεση αντιμωλίαν των διαδίκων και εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1589/2019 οριστική απόφαση. Κατά της ως άνω απόφασης οι εναγόμενοι άσκησαν την από 19-6-2019 έφεσή τους με την οποίαν επικαλέστηκαν με τον πρώτο λόγο αυτής ως σφάλμα, μεταξύ των άλλων, την κήρυξη ως απαράδεκτης της ανάκλησης από τις προτάσεις τους και τη μη ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης δέχθηκε τα εξής ως προς τον ως άνω λόγο, απορρίπτοντάς τον : ” Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94§1, 97, 98,188§1,190,191 §2, 192, 294, 295 παρ. 1, 297 και 299 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στη συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 πριν από την κατάθεση προτάσεων από τον εναγόμενο. Η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφόσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον η δίκη να περατωθεί με έκδοση οριστικής απόφασης. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και γίνεται με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο ή με δήλωση στις προτάσεις (άρθρο 297 ΚΠολΔ μετά την ισχύ του ν. 4335/2015). Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, για την οποία αρκεί η ύπαρξη γενικής μόνο πληρεξουσιότητας στο πρόσωπο του δικηγόρου του παραιτουμένου, έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε και η δίκη καταργείται χωρίς να είναι αναγκαία η έκδοση απόφασης που να κηρύσσει την κατάργησή της, ως προς το διάδικο για τον οποίο έγινε, με δικονομικό επακόλουθο την κατάργηση της δίκης ως προς αυτόν και την εξ υπαρχής ανατροπή μόνο των αποτελεσμάτων, που επήλθαν με και από την άσκησή της, όπως π.χ. η εκκρεμοδικία. Δεν αποκλείεται όμως και η έκδοση απόφασης του δικαστηρίου που να αναγνωρίζει το κύρος της παραίτησης και να κηρύσσει καταργημένη τη δίκη, οπότε με την απόφαση αυτή γίνεται και η εκκαθάριση των δικαστικών εξόδων, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, το οποίο δεν είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από κατάλογο των εξόδων. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθ. 299 ΚΠολΔ, οι διατάξεις των άρθρων 294 έως 298 ΚΠολΔ εφαρμόζονται στην ανταγωγή, την παρέμβαση, την προσεπίκληση, την ανακοίνωση, τα ένδικα μέσα, την ανακοπή κατά εξώδικων και δικαστικών πράξεων, την τριτανακοπή και σε οποιαδήποτε άλλη διαδικαστική πράξη. Στην κατηγορία των διαδικαστικών πράξεων υπό την ευρεία έννοια του όρου υπάγονται οι δηλώσεις βουλήσεως (παραίτηση, αποδοχή) οι ανακοινώσεις βουλήσεως (αγωγή, αίτηση, ανταγωγή, πρόσθετη παρέμβαση, πρόσθετοι λόγοι έφεσης) καθώς και οι γνωστοποιήσεις (γνωστοποίηση μαρτύρων, ή λόγου διακοπής δίκης) κλήσεις προς συζήτηση και απλές υλικές πράξεις (λήψη απογράφου, κατάθεση προτάσεων).
Συνεπώς, ο ενάγων ή εναγόμενος δικαιούται να παραιτηθεί από τις προτάσεις του, ώστε η παραίτηση αυτή, να έχει ως αποτέλεσμα, ενόψει της νομότυπης και εμπρόθεσμης κατάθεσης των προτάσεων από τις διάδικες πλευρές κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από την παράγραφο 2 του Άρθρου Δεύτερου του Άρθρου 1 του ν. 4335/23.7.2015) και εφαρμόζεται για τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 1.1.2016) την ματαίωση της υπόθεσης, ενόψει των οριζομένων στα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, για τους διαδίκους που δεν λαμβάνουν κανονικά μέρος στη δίκη. Αντίθετα, ματαίωση της συζήτησης της αγωγής μετά από ανάκληση των προτάσεων των διαδίκων που έχουν κατατεθεί στην προδικασία κατά την πρόβλεψη του άρθρου 237 ΚΠολΔ δεν προβλέπεται στον νόμο. Στη προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η εκκαλουμένη απόφαση είναι εξαφανιστέα, για το λόγο ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, συνεζήτησε την υπόθεση, ενώ έδει να ματαιώσει αυτή, καθόσον αμφότερες οι διάδικες πλευρές ανεκάλεσαν τις εμπροθέσμως και νομοτύπως κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ προτάσεις τους, με δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους κατά την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο, και συνεπώς έπρεπε να θεωρηθούν άπαντες απόντες. Ο λόγος αυτός δεν είναι βάσιμος καθόσον, σύμφωνα και με όσα παραπάνω αναλυτικά προεκτέθηκαν, ο νόμος δεν προβλέπει ερημοδικία των διαδίκων ως συνέπεια της δήλωσης ανακλήσεως των εμπροθέσμως και νομοτύπως κατατεθεισών προτάσεών τους, παρά μόνο μετά από δήλωση παραιτήσεως από αυτές ή από το αγωγικό δικόγραφο, με άμεση συνέπεια την κατάργηση της δίκης. Ορθώς συνεπώς, η εκκαλουμένη απόφαση προέβη στη συζήτηση της υπόθεσης αντιμωλία των διαδίκων”. Στη συνέχεια το Εφετείο απέρριψε τον ως άνω πρώτο λόγο έφεσης και εξέτασε τους λοιπούς λόγους και απέρριψε την έφεση κατ’ουσίαν. Με αυτά που δέχθηκε και έκρινε απορρίπτοντας σχετικό λόγο έφεσης και ειδικότερα ότι ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε ότι είναι απαράδεκτη η δήλωση καθενός των διαδίκων για την ανάκληση των προτάσεών τους και ότι μόνη η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής ή από τις προτάσεις είναι δυνατή συνεπαγόμενη την κατάργηση της δίκης από το κατατεθέν δικόγραφό των προτάσεών τους και στη συνέχεια, αντί να ματαιώσει τη συζήτηση της επίδικης αγωγής, λόγω μη προσήκουσας εμφάνισης των διαδίκων, συνεπεία της ως άνω ανάκλησης των προτάσεων, προέβη στη συζήτησή της και εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1558/2019 οριστική απόφασή του, παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο και συνακόλουθα έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν είχαν προταθεί νομίμως, εφόσον εξέτασε τη βασιμότητα της ως άνω αγωγής, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα πρόταση. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος από τους αρ. 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ της ένδικης αναίρεσης με τον οποίον οι αναιρεσείοντες πλήττουν της αναιρεσιβαλλομένη απόφαση επικαλούμενοι τα πιο πάνω είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η τελευταία, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων αναίρεσης. Κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ: “Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (για υπέρβαση δικαιοδοσίας και για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα), μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση…”. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με τη διάταξη της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, η οποία ορίζει ότι “οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν”, συνάγεται ότι, οσάκις μετά την αναίρεση της απόφασης δεν υπάρχει δικονομικώς έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης από το δικαστήριο της ουσίας, υπολείπεται δε μόνο η διατύπωση του διατακτικού της απόφασης με βάση την έκταση της αναίρεσης, μπορεί η τελειωτική επί της υπόθεσης απόφαση να εκδοθεί και από τον Άρειο Πάγο. Τέτοιο δικονομικό έδαφος για τη μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης επανεκδίκαση της υπόθεσης από το δικάσαν Εφετείο στην ουσία δεν υπάρχει και στην κρινόμενη περίπτωση, ενόψει του ότι μετά τη μη προσήκουσα εμφάνιση των διαδίκων με την παραίτηση ή ανάκληση των προτάσεων της δίκης στο πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας η συζήτηση της αγωγής έχει ματαιωθεί. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, μετά την κατά τα άνω αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να κρατηθεί και δικαστεί η από 19-6-2019 έφεση των εκκαλούντων-εναγομένων, να γίνει αυτή δεκτή, να εξαφανιστεί η υπ’ αριθμ. 1558/2019 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και να ματαιωθεί η συζήτηση της από 10-4-2017 αγωγής. Επίσης πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου στους αναιρεσείοντες και στους εκκαλούντες (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς και της ένδικης αναίρεσης πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με τα άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ λόγω του δυσερμηνεύτου του εφαρμοσθέντος κανόνος δικαίου, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό”. (δημοσίευση απόφασης: areiospagos.gr)