*Παναγιώτης Κ. Τσούκας, Σύμβουλος της Επικρατείας, Πρόεδρος της Ενώσεως Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας


Τον ποιοτικώς κριτικό δημόσιο λόγο τον έχουν ανάγκη οι κρατικοί θεσμοί. Τον έχει ανάγκη η δημοκρατία. Με κάποιαν υπερβολή, που όμως δεν απέχει από την αλήθεια και, πάντως, δεν στερείται χρησιμότητας, θα έλεγα ότι η Ποινική Δικαιοσύνη, ως κλάδος της Ελληνικής Δικαιοσύνης, έχει ανάγκη τον ποιοτικό κριτικό λόγο περισσότερο από τους άλλους δικαστικούς θεσμούς. Και τούτο διότι, για τους μη νομικούς, η Ποινική Δικαιοσύνη είναι το αρχέτυπο της απονομής δικαιοσύνης, ο δε ποινικός δικαστής είναι ο κατεξοχήν δικαστής. Εξ ου και οι ποινικές δίκες είναι διά των ΜΜΕ, ή/και χάρη σ’ αυτά, οι πιο προβεβλημένες, αν όχι οι μόνες προβαλλόμενες, δίκες.

Η Ποινική Δικαιοσύνη είναι εκείνος ο κλάδος της (Ελληνικής) Δικαιοσύνης (δυστυχώς όχι αυτοτελής, αλλά συσσωματωμένος με αυτόν της Πολιτικής Δικαιοσύνης σε έναν ενιαίο κλάδο) στον οποίο εκδηλώνεται δραματικότερα εκείνο το κοινωνικο-ψυχιατρικό φαινόμενο, το οποίο (όλως καταχρηστικώς και ανακριβώς) καλείται «δικομανία», και εκείνος από τους κύριους χαρακτήρες του θυμικού των Ελλήνων που καλείται (επίσης όλως καταχρηστικώς και ανακριβώς) «φιλοδικία».

Αν και όλοι οι κλάδοι της Ελληνικής Δικαιοσύνης έχουν προβλήματα πολλά και σοβαρά –με κυριότερα το πρόβλημα της πολυδικίας και το συνεπακόλουθο αυτής πρόβλημα της βραδυδικίας– η Ποινική Δικαιοσύνη έχει προβλήματα που δεν είναι μόνο πολλά και σοβαρά· είναι και δραματικά.

Παρ’ όλα αυτά, τα προβλήματα της Ποινικής Δικαιοσύνης δεν είναι, παρά μόνον σπανίως, αντικείμενο σοβαρού κριτικού δημοσίου λόγου.

Αρειος Πάγος: Νέα πρόεδρος η Ιωάννα Κλάπα – Εισαγγελέας η Γεωργία Αδειλίνη Αρειος Πάγος: Νέα πρόεδρος η Ιωάννα Κλάπα – Εισαγγελέας η Γεωργία Αδειλίνη Και όχι μόνο αυτό. Η απονομή ποινικής δικαιοσύνης δεν κατέχει πρώτη θέση στην επαγγελματική συνείδηση των Ελληνίδων/Ελλήνων δικαστών. Πρώτη θέση κατέχει η απονομή δικαιοσύνης σε υποθέσεις άλλων, πλην του ποινικού, πεδίων του δικαίου, πρωτίστως δε του αστικού δικαίου.

Για τους έξωθεν της Ποινικής Δικαιοσύνης ισταμένους, αυτό είναι άξιον μεγάλης απορίας. Και όμως είναι αληθινό, και έρχεται από πολύ παλιά: ήδη τουλάχιστον από τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Αυτό ισχύει εν πολλοίς και σήμερα. Πολλές/-οί συγκαιρινές/-οί μας Ελληνίδες/Ελληνες πολιτικοί/ ποινικοί δικαστές αυτοκατανοούνται· ως πρωτίστως πολιτικοί, και όχι ποινικοί δικαστές. Σε αυτή την αλήθεια ευρίσκει την εξήγησή της το ότι η έρευνα, το βαρυσήμαντο πόρισμα της οποίας παρουσίασε η κ. Μάνδρου στο ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» της 9ης Ιουλίου τ.ε., δεν διενεργήθηκε με πρωτοβουλία δικαστικής Αρχής, αλλά εισαγγελικής, της Εισαγγελίας του Πρωτοδικείου Αθηνών, υπό τον προϊστάμενό της Εισαγγελέα κ. Αντώνιο Ελευθεριάνο.

Η κατάσταση την οποία αποκαλύπτει η έρευνα αυτή είναι ζοφερή και δυσοίωνη, τόσο μάλιστα ώστε απαιτεί, από όσους έχουν την ευθύνη της κυβερνητικής πολιτικής για τη Δικαιοσύνη, να αναλάβουν πρωτοβουλίες και δράσεις οι οποίες πρέπει να διαπνέονται πρωτίστως από ειλικρίνεια και σθένος, αφού το πρακτέο και οι τρόποι πραγμάτωσής του ούτε άγνωστοι είναι, ούτε πάντως δύσκολο να ευρεθούν. Ο υπουργός της Δικαιοσύνης κ. Γ. Φλωρίδης έχει αντιληφθεί αυτά που επιβάλλεται να αλλάξουν και φαίνεται να είναι αποφασισμένος να αναλάβει την πολιτική πρωτοβουλία και ευθύνη να τα αλλάξει.

Επειδή η δική μου γραφίδα είναι αναρμόδια να πει για την Ποινική Δικαιοσύνη περισσότερα απ’ όσα έλαβε το θάρρος να γράψει ανωτέρω, περιορίζομαι να προσφέρω σε γνώση όσων δεν τις γνωρίζουν, τις σκέψεις και τις προτάσεις τις οποίες, εν έτει 1897, διατύπωσε, σε ειδική επί τούτω έκθεσή του, ο εκπρόσωπος των Δανειστών της Ελλάδος, στον οποίο είχε ανατεθεί να μελετήσει την κατάσταση των πραγμάτων της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Τις σκέψεις και προτάσεις αυτές τις κατέγραψε ο Στάμος Παπαφράγκος, δικηγόρος Αθηνών τότε, κατόπιν πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (1926-1928) και αργότερα πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας (1935-1941). Είναι οι εξής:

«Εν τη ερεύνη, ήν οι ξένοι αντιπρόσωποι επεχείρησαν καθ’ όλους τους κλάδους της παρ’ ημίν Διοικήσεως, εσταμάτησαν και προ του φαινομένου όπερ παρουσιάζουσιν οι κατά τριμηνίαν δημοσιευόμενοι πίνακες περί της κινήσεως της ποινικής Δικαιοσύνης· ευλόγως δ’ επροξένησεν αυτοίς δυσάρεστον εντύπωσιν το γεγονός ότι εκ των βουλευμάτων των δικαστικών συμβουλίων και των αποφάσεων των πλημμελειοδικών πλέον του ημίσεος κατ’ αριθμόν εισίν απαλλακτικά, τουτέστιν αποφαίνονται ότι δεν υπήρξεν αξιόποινος πράξις ή ότι οι καταγγελθέντες δεν ήσαν ένοχοι του αποδοθέντος αυτοίς αδικήματος, η εντύπωσίς των δ’ αύτη εις αληθή έφθασε κατάπληξιν όταν είδον ότι ο αριθμός των εκκρεμών ποινικών δικογραφιών ανέρχεται εις 130 και πλέον χιλιάδας, και την έκπληξιν των κατά τα δημοσιευθέντα εν ταις εφημερίσι εξεδήλωσαν δι’ οιονεί επιτιμήσεως: “οι πίνακές σας αυτοί, είπον, δεικνύουσιν ή ότι έχετε εκλελυμένην εν τη διαχειρίσει αυτής Δικαιοσύνην απολύουσαν τούς ενόχους ή ότι έχετε νοσηράν και έκρυθμον κοινωνικήν κατάστασιν, εξ ης δημιουργούνται ψευδείς καταγγελίαι, καταδεικνυόμεναι τοιαύται διά της δικαστικής ερεύνης· πάντως δε δεικνύουσι πλημμελή διοίκησιν των της Δικαιοσύνης διότι ανεξήγητος άλλως είναι η εν τοις αρχείοις των δικαστικών γραφείων συσσώρευσις 130 χιλιάδων εκκρεμών δικογραφιών, χωρίς να ερευνηθώσι τα αίτια και επιζητηθή η εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων προς ανόρθωσιν καταστάσεως ολεθρίως επιδρώσης επί της δημοσίου τάξεως, επί της δημοσίου ηθικής και επ’ αυτής της δημοσίου οικονομίας· αν θέλετε να είσθε πρακτικοί οφείλετε να ψηφίσετε νόμον κατά τον οποίον αυτεπαγγέλτως τα δικαστήρια να καταψηφίζωσι την δικαστικήν δαπάνην εις τον μηνυτήν, οσάκις πείθονται περί εν γνώσει υποβληθείσης ψευδούς μηνύσεως και να προβαίνωσιν εις άμεσον καταδίωξιν αυτού· ούτω θ’ ανακοπή η εγκληματική αύτη τάσις, η δε Δικαιοσύνη σας θ’ απλοποιηθεί και θα καταστή ενήμερος, ελαττουμένων συγχρόνως κατά το πλείστον και των εξόδων της διαχειρίσεως αυτής”».

[σε: Π. Κ. Τσούκας (επιμ.), Ο ασάλευτος χρόνος της Ελληνικής Δικαιοσύνης, έκδοση β΄, Εκδόσεις Καλλιγράφος, Αθήνα 2017, σελ. 49 επ.]

*Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”