Από την Αρετή Παναγούλα*
Η Ανώνυμη Εταιρεία (Α.Ε.) αποτελεί μία κεφαλαιουχική μορφή εταιρείας. Διέπεται κυρίως από τις διατάξεις του Νόμου 4548/2018 και από το καταστατικό της, δηλαδή τη σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ των ιδρυτών της και ρυθμίζει τη λειτουργία, τη διοίκηση και την οργάνωσή της. Ο συνδυασμός της νομοθετικής και καταστατικής ρύθμισης εξασφαλίζει κατ’ αρχήν την ομαλή λειτουργία της εταιρείας και την προσαρμογή της στις ανάγκες των μετόχων και της αγοράς, μέσω πληθώρας διατάξεων αναγκαστικού δικαίου.
Ωστόσο, η τυπική καταστατική οργάνωση της Α.Ε. συχνά αποκλίνει από την πραγματική λειτουργία της στην πράξη, καθώς συχνά αναπτύσσονται μεταξύ των μετόχων προσωπικές σχέσεις που δύναται να οδηγήσουν στη σύναψη εξωτερικών συμφωνιών (Shareholders’ Agreements). Οι συμφωνίες αυτές μπορεί να καταρτίζονται ρητά ή να προκύπτουν σιωπηρά από τη γενικότερη συμπεριφορά και τις προθέσεις των μετόχων. Έτσι, παρατηρείται χάσμα μεταξύ της κατά το νόμο οργάνωσης μίας Ανώνυμης Εταιρείας και της εν τοις πράγμασι λειτουργίας της.
Οι εξωτερικές συμφωνίες, δηλαδή, οι συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ των μετόχων εκτός του καταστατικού της εταιρείας, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες στη σύγχρονη εταιρική πρακτική, καθώς εξυπηρετούν άτυπα τα ιδιωτικά συμφέροντα συγκεκριμένων προσώπων. Παρ’ όλα αυτά, η νομική τους αντιμετώπιση παραμένει αμφιλεγόμενη στο ελληνικό δίκαιο, διότι δεν προβλέπονται ρητά στο Νόμο 4548/2018, ενώ ταυτόχρονα ελλοχεύουν ορισμένους κινδύνους.
Ιδιαίτερα χρήσιμο είναι να αναφερθεί πως πρόκειται αναμφισβήτητα για εξωτερικές ενοχικές συμφωνίες που στηρίζονται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 Α.Κ.) και όχι εταιρικές συμφωνίες. Επομένως, είναι, κατ’ αρχήν, έγκυρες και γίνεται δεκτό ότι δε δεσμεύουν υπέρμετρα τον συμβαλλόμενο μέτοχο ακόμη και όταν αφορούν στον τρόπο άσκησης του δικαιώματος ψήφου του. Μία επιφύλαξη είναι απαραίτητη σε περιπτώσεις ευθείας αντίθεσης σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, η κρίση για την οποία γίνεται ad hoc. Ο οριακός έλεγχος καταχρηστικότητας, τόσο της ίδιας της συμφωνίας όσο και του τρόπου εφαρμογής της (άρθρο 281 Α.Κ.), παραμένει πάντα δυνατός ειδικά όταν περιορίζονται τα δικαιώματα μειοψηφούντων μετόχων. Η διαπίστωση καταχρηστικότητας μπορεί να οδηγήσει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ακόμη και σε ακυρωσία απόφασης της Γενικής Συνέλευσης. Έτσι, οι συμβαλλόμενοι μέτοχοι αναλαμβάνουν έναντι αλλήλων μία νομική δέσμευση με σκοπό την οργάνωση των μεταξύ τους σχέσεων ή την άσκηση των δικαιωμάτων τους εντός της εταιρείας. Με τον τρόπο αυτό ικανοποιείται η ανάγκη ευελιξίας κατά τη διαμόρφωση των εταιρικών σχέσεων.
Όπως προαναφέρθηκε, ως αμιγώς ενοχικές συμφωνίες δεσμεύουν μόνο τους συμβαλλόμενους μετόχους και σε ουδεμία περίπτωση μπορούν να θεωρηθούν καταστατική ρύθμιση με αναγκαστική ισχύ. Άρα, η αυτοτελής δέσμευση της εταιρείας ως νομικού προσώπου όπως και των λοιπών ή μελλοντικών μετόχων αποκλείεται. Στο σημείο αυτό διαφαίνεται και η θεμελιώδης διάκριση των εξωεταιρικών συμφωνιών από τις καταστατικές ρυθμίσεις. Οι τελευταίες αποτελούν απόλυτα δεσμευτικούς κανόνες που διέπουν τη λειτουργία της εταιρείας και έχουν ισχύ έναντι πάντων, δεσμεύοντας τόσο το νομικό πρόσωπο όσο και τους μετόχους.
Η μορφή και το περιεχόμενο αυτών των συμφωνιών εναπόκειται αποκλειστικά στην ιδιωτική αυτονομία των συμβαλλομένων μερών και ενδέχεται να αφορά:
– Τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος ψήφου των μετόχων,
– Τη διάθεση μετοχών (χρονική δέσμευση κατοχής των μετοχών/διάθεση σε συγκεκριμένο πρόσωπο).
Αποτελεί συχνό φαινόμενο οι μέτοχοι με αυτές τις συμβάσεις να επιδιώκουν έναν κοινό σκοπό που συνίσταται στην άσκηση επιρροής στην εταιρεία. Υπό αυτήν την έννοια, δημιουργείται μεταξύ των συμβαλλομένων μερών μια Αστική Εταιρεία που διέπεται από τα άρθρα 741 και επόμενα του Αστικού Κώδικα. Ως εκ τούτου, καθορίζεται και το νομικό καθεστώς καταγγελίας αυτών των συμφωνιών, ανεξαρτήτως πρόβλεψης του στο σώμα της συμφωνίας. Ειδικότερα, αν η συμφωνία είναι ορισμένου χρόνου, υπόκειται σε έκτακτη καταγγελία με τη συνδρομή σπουδαίου λόγου. Αν ασκηθεί το δικαίωμα καταγγελίας χωρίς την ύπαρξη σπουδαίου λόγου, η εταιρεία λύνεται αλλά ο καταγγέλλων μέτοχος θα οφείλει αποζημίωση για την πρόωρη λύση της εταιρείας. Αντίθετα, αν είναι αορίστου χρόνου, υπόκειται οποτεδήποτε σε τακτική καταγγελία.
Στο σημείο αυτό ανακύπτει ένα εύλογο ερώτημα: Ποιες είναι οι έννομες συνέπειες παράβασης των συμφωνημένων υποχρεώσεων.
Ενδεικτικά, εξετάζεται η περίπτωση συμφωνίας που ρυθμίζει την άσκηση του δικαιώματος ψήφου με συγκεκριμένο περιεχόμενο στη Γενική Συνέλευση. Αν ο υπόχρεος μέτοχος ψηφίσει αντίθετα προς την συμφωνία, η ληφθείσα απόφαση της Γενικής Συνέλευσης δεν πλήττεται νομικά. Το γεγονός αυτό είναι εύλογο, καθώς η συμφωνία, ως εξωεταιρική, δεν καταχωρείται στο Γ.Ε.ΜΗ. και άρα δεν παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα για την εταιρεία ως νομικό πρόσωπο. Όμως, σε εσωτερικό επίπεδο υπάρχει συμβατική ευθύνη λόγω μη εκπλήρωσης ενοχικής υποχρέωσης. Άρα, εφόσον η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης δεν δύναται να ακυρωθεί, απομένει μόνο η αξίωση αποζημίωσης (άρθρα 361 επ. Α.Κ.) κατά του υπόχρεου προσώπου. Η επιδίωξη της εν λόγω αξίωσης παρουσιάζει σημαντικές δυσχέρειες, τόσο ως προς τον χρόνο επίλυσής της όσο και ως προς την αποδεικτική διαδικασία, διότι πραγματική ζημία δε θα υπάρχει πάντα και, αν υπάρχει, αυτή θα είναι δύσκολο να αποδειχθεί. Στο σημείο αυτό η λύση δίνεται από τυχόν ορισθείσα ποινική ρήτρα στη σχετική συμφωνία η οποία και καταπίπτει σε περίπτωση παράβασης συμβατικών υποχρεώσεων.
Θα άλλαζε κάτι αν στην ενοχική συμφωνία είχε συμβληθεί η πλειοψηφία των μετόχων ή ακόμη και όλοι οι μέτοχοι της εταιρείας;
Αρχικά αυτό είναι κάτι που δε θα μπορούσε να προβλεφθεί στο καταστατικό και άρα δεν είναι δεσμευτικό για το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Σύμφωνα με αυτό, η απάντηση θα ήταν ότι δεν αλλάζει απολύτως τίποτα και η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης παραμένει έγκυρη.
Προβληματισμό προκαλεί σε θεωρητικό και δικονομικό επίπεδο το ζήτημα αν μπορεί να γίνει δεκτή αξίωση εκπλήρωσης της συμβατικής αυτής υποχρέωσης με άσκηση καταψηφιστικής αγωγής και καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως. Σύμφωνα με τη θέση της νομολογίας, αν και οι αρχικές συμφωνίες είναι καθ’ όλα έγκυρες, σε περίπτωση συμβατικής αθέτησης ο μέτοχος δεν μπορεί να εξαναγκαστεί με καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως να ψηφίζει προς ορισμένη κατεύθυνση. Δικαιολογητικός λόγος αποτελεί η δυνατότητα ελεύθερης άσκησης του δικαιώματος ψήφου.
Ωστόσο, ακόμη και αν η αξίωση εκπλήρωσης γίνει δεκτή, θα συναντάται ένα δικονομικό πρόβλημα. Ειδικότερα, μέχρι να εκδοθεί η καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου, η Γενική Συνέλευση και η λήψη απόφασης θα έχουν ολοκληρωθεί. Στην περίπτωση αυτή, ούτε και η προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης με άσκηση ασφαλιστικών μέτρων φαίνεται ικανοποιητική, καθώς αυτή θα οδηγήσει σε οριστική λύση του ζητήματος. Έτσι, στην τακτική δίκη δε θα υπάρχει θέμα προς συζήτηση, γεγονός δικονομικά απαράδεκτο (άρθρο 692 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.). Με τα δεδομένα αυτά, τα ασφαλιστικά μέτρα θα απορρίπτονται πάντα και θα οδηγούμαστε σε πλήρη απαξίωση της έννομης προστασίας του αρχικού δικαιώματος.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι εξωκαταστατικές συμφωνίες μπορούν να περιλαμβάνουν όρους που δεν είναι εφικτό ή σκόπιμο να ενσωματωθούν στο καταστατικό της εταιρείας προλαμβάνοντας με τον τρόπο αυτό τις συγκρούσεις και εξασφαλίζοντας ισορροπία μεταξύ αντικρουόμενων ατομικών συμφερόντων των μετόχων. Αποτελούν, με λίγα λόγια, ένα χρήσιμο και ευέλικτο εργαλείο στη σύγχρονη εταιρική πρακτική χωρίς να υποκαθιστούν τη νομική και καταστατική ισχύ. Παρ’ όλα αυτά, εμφανίζουν αρκετά μειονεκτήματα ιδίως αναφορικά με την επιβολή συμμόρφωσης προς το περιεχόμενό τους και τον κίνδυνο κατάχρησής τους από τους ισχυρότερους μετόχους σε βάρος των μειοψηφούντων.
Παρ’ ότι δεν εντάσσονται στο επίσημο θεσμικό πλαίσιο της εταιρείας, οι εξωτερικές συμφωνίες επηρεάζουν καθοριστικά τη λειτουργία και την εσωτερική ισορροπία της. Καταληκτικά, η αποτελεσματική αξιοποίηση των εξωκαταστατικών συμφωνιών προϋποθέτει, διαφάνεια και σαφήνεια, ώστε να ενισχύεται η ασφάλεια δικαίου χωρίς να χάνεται η ευελιξία που ενδεχομένως μπορούν να προσφέρουν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Μαρίνος Μιχαήλ-Θεόδωρος, Εξωεταιρικές συμφωνίες μετόχων, Εκδόσεις Π. Ν. Σάκκουλας, 2011.
Περάκης Ευάγγελος, Tο νέο δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρείας, 6η, Έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2019.
Ρόκας Νικόλαος, Εμπορικές Εταιρείες, 9η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2019.
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ:
ΑΠ 1448/2014
ΠΠρΑθ 569/2007
ΠΠρΑΘ 5723/2006
* Η Αρετή Παναγούλα είναι προπτυχιακή φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ..
Πηγή άρθρου: https://nomikospalmos.wordpress.com