Δικηγορικά γραφεία «Λεκκάκου & Συνεργάτες»
Το αίσθημα είναι γνώριμο σε χιλιάδες πολίτες: ένας φάκελος φτάνει στην πόρτα, φέροντας το λογότυπο μιας άγνωστης εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων, ενός «servicer». Μέσα, νομικοί όροι, απειλές για κατάσχεση, πλειστηριασμό. Το αρχικό σοκ δίνει τη θέση του στο άγχος και σε μια βαθιά αίσθηση αδυναμίας. Νιώθεις, ότι ο αγώνας είναι άνισος, πως οι κανόνες είναι φτιαγμένοι για τους ισχυρούς.
Όμως, η πρόσφατη νομολογία, όπως έχει διαμορφωθεί, όχι μόνο των πρωτόδικων Δικαστηρίων, αλλά και των Εφετείων, έρχεται να αποκαλύψει, ότι η ισορροπία δυνάμεων δεν είναι πάντα αυτή που φαίνεται. Ενδεικτικά, πρόσφατη απόφαση του 2025 φωτίζει τις κρίσιμες νομικές προϋποθέσεις, που οι εταιρείες διαχείρισης οφείλουν να τηρούν μέχρι κεραίας. Όπως αποδείχθηκε, η παράλειψη τήρησής τους δεν είναι μια απλή παράβλεψη, αλλά ένας λόγος ικανός να οδηγήσει στην ακύρωση ολόκληρης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.
1. «Δείξε μου τα χαρτιά»: Ο κρίκος που λείπει στην αλυσίδα του χρέους
«Δείξτε μου τα χαρτιά». Αυτό ακριβώς σημαίνει η «ενεργητική νομιμοποίηση»: το νομικό δικαίωμα μιας εταιρείας να ξεκινήσει μια διαδικασία, όπως ένας πλειστηριασμός. Μια εταιρεία, όπως η «INTRUM HELLAS Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.», δεν μπορεί απλώς να ισχυριστεί, ότι διαχειρίζεται το δάνειό του οφειλέτη, επειδή έστειλε μία επιστολή. Πρέπει να αποδείξει, με αδιάσειστα και δημόσια έγγραφα, ότι έχει αυτό το δικαίωμα. Πρέπει να δείξει ολόκληρη την αλυσίδα: από την αρχική τράπεζα, η οποία χορήγησε το δάνειο, στην εταιρεία ειδικού σκοπού που το αγόρασε, και τέλος σε αυτήν που ανέλαβε τη διαχείριση.
Το κεντρικό εύρημα της απόφασης του 2025 ήταν ακριβώς αυτό: το Δικαστήριο έκρινε, πως η επισπεύδουσα εταιρεία (INTRUM HELLAS) και η φερόμενη δικαιούχος («PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY») δεν απέδειξαν τη νόμιμη μεταβίβαση της απαίτησης από την αρχική τράπεζα («ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ Α.Ε.»). Η αλυσίδα είχε σπάσει. Αυτό είναι θεμελιώδες, καθώς αποδεικνύει, ότι η απόδειξη της αδιάλειπτης διαδοχής του χρέους είναι μια απαράβατη υποχρέωση του servicer και όχι κάτι, το οποίο ο οφειλέτης πρέπει να θεωρεί δεδομένο.
2. Τα δημόσια βιβλία – Αν δεν καταχωρήθηκε, νομικά δεν συνέβη
Η δεύτερη κρίσιμη ερώτηση είναι: «Η συμφωνία σας με την τράπεζα είναι απλώς ένα ιδιωτικό έγγραφο ή έχει και δημόσια ισχύ;». Η απόφαση δίνει μια εκκωφαντική απάντηση, αναδεικνύοντας μια λεπτομέρεια, η οποία δεν πρέπει να παραβλέπεται: τη σημασία της δημοσιότητας. Οι συμβάσεις, μέσω των οποίων πωλούνται και ανατίθενται προς διαχείριση τα δάνεια, πρέπει να καταχωρούνται σε ένα ειδικό δημόσιο βιβλίο, που τηρείται στο Ενεχυροφυλακείο (σύμφωνα με τον ν. 2844/2000). Αυτή η καταχώρηση δεν είναι μια απλή τυπικότητα για το αρχείο. Αν η καταχώρηση δεν γίνει με τον τρόπο, που ορίζει ο νόμος, η μεταβίβαση ή η ανάθεση διαχείρισης είναι, για τον νόμο, σαν να μην έγινε ποτέ.
Το εύρημα-κλειδί της υπόθεσης ήταν συντριπτικό. Ο οφειλέτης, μέσω του Δικηγορικού Οίκου «Lekkakou & Associates – Law Firm», προσκόμισε στο δικαστήριο δύο απαντητικά έγγραφα στο ερώτημα αυτό. Τα έγγραφα αυτά βεβαίωναν με τον πιο επίσημο τρόπο, ότι οι σχετικές συμβάσεις πώλησης και διαχείρισης της απαίτησης δεν ήταν καταχωρημένες στα δημόσια βιβλία.
Όπως έκρινε το Δικαστήριο, «…δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη νομίμως δημοσιευθείσας σύμβασης μεταβίβασης της ένδικης απαίτησης στην φερόμενη ειδική διάδοχο «PIRAEUS SNF DESIGNATED ACTIVITY COMPANY» και σύμβασης ανάθεσης της διαχείρισης της ένδικης απαίτησης στην επισπεύδουσα β΄ εφεσίβλητη, υποβληθεισών των συμβάσεων αυτών σε συστατικό έγγραφο τύπο, που θα περιλαμβάνει, κατ΄ ελάχιστο περιεχόμενο, τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 4354/2015 στοιχεία». Αυτή η έλλειψη δημοσίευσης αποτέλεσε την απόδειξη, πως δεν τηρήθηκε η διαδικασία στην επίδικη περίπτωση.
3. Ο δικαστής ως αφανής προστάτης – Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος
Η υπενθύμιση μιας θεμελιώδους αρχής του δικαίου μας. Το ζήτημα της νομιμοποίησης είναι τόσο σοβαρό, που το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να το εξετάσει από μόνο του (αυτεπαγγέλτως). Ο νόμος ορίζει τον Δικαστή ως τον απόλυτο εγγυητή της διαδικασίας, μια δικλίδα ασφαλείας, η οποία λειτουργεί προς όφελός του οφειλέτη. Διασφαλίζει, ότι οι θεμελιώδεις κανόνες τηρούνται πάντα, ανεξάρτητα από το αν στο εδώλιο βρίσκεται ο πιο αδύναμος διάδικος. Ο δικαστής δεν είναι απλός παρατηρητής· είναι ο θεματοφύλακας της νομιμότητας της διαδικασίας.
Όπως τονίζει η απόφαση, επικαλούμενη πάγια νομολογία, «…η έλλειψη της νομιμοποίησης, η οποία μπορεί να προταθεί, αλλά λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης από το δικαστήριο, έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής (ή του σχετικού ένδικου βοηθήματος) ως απαραδέκτης…».
4. Χωρίς δεύτερη ευκαιρία – Γιατί τα εκ των υστέρων έγγραφα είναι άχρηστα
Οι εταιρείες διαχείρισης δεν μπορούν – ακόμα κι αν έκαναν ένα λάθος στην αρχή – να το «διορθώσουν», προσκομίζοντας τα σωστά έγγραφα αργότερα, κατά τη διάρκεια της δίκης. Η εφετειακή απόφαση είναι κατηγορηματική στο ότι αυτό δεν ισχύει.
Το Δικαστήριο έκρινε, πως η νόμιμη νομιμοποίηση πρέπει να υπάρχει πριν ξεκινήσει η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και να συντρέχει σε όλη τη διάρκειά της. Η μεταγενέστερη προσκόμιση εγγράφων δεν μπορεί να θεραπεύσει αναδρομικά μια διαδικασία, που ξεκίνησε παράνομα. Αυτό καθιστά την αρχική τήρηση των διαδικασιών απολύτως κρίσιμη. Δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία. Η παράλειψη από την αρχή καθιστά ολόκληρη την εκτέλεση άκυρη, όπως διατυπώνεται με απόλυτη σαφήνεια στην απόφαση: «Η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας».
5. Το μυστικό στις (νομικά απαιτούμενες) λεπτομέρειες
Δεν αρκεί απλώς η καταχώρηση μιας οποιασδήποτε σύμβασης στο Ενεχυροφυλακείο. Ο νόμος (συγκεκριμένα το άρθρο 2, παρ. 2 του ν. 4354/2015) απαιτεί αυτή η σύμβαση να έχει ένα «ελάχιστο περιεχόμενο». Πρέπει να αναφέρει με σαφήνεια και εξειδίκευση συγκεκριμένα στοιχεία, όπως τις ακριβείς απαιτήσεις, που ανατίθενται προς διαχείριση, και το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η κάθε μία (π.χ. αν είναι σε απλή καθυστέρηση ή έχει καταγγελθεί).
Εδώ αποκαλύπτεται το βάθος της μη συμμόρφωσης του servicer, ο οποίος απέτυχε σε δύο επίπεδα:
Πρώτον: Δεν καταχώρησε τις συμβάσεις στο δημόσιο βιβλίο.
Δεύτερον: Tο Δικαστήριο προχωρά ένα βήμα παραπέρα, κρίνοντας πως ακόμη και αν θεωρηθεί, ότι η απλή μνεία θεωρείται καταχώρηση, δεν απέδειξε, ότι αυτές περιείχαν τις ελάχιστες πληροφορίες, που απαιτεί ο νόμος. Αυτό σημαίνει, πως η διαδικασία ήταν άκυρη εκ θεμελίων. Ο νομοθέτης δεν επιτρέπει γενικές και αόριστες συμβάσεις-«ομπρέλα», που καλύπτουν χιλιάδες δάνεια χωρίς καμία εξειδίκευση. Απαιτεί διαφάνεια και σαφήνεια, ακριβώς για να προστατεύονται τα δικαιώματα του οφειλέτη και να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.
Μια νίκη της διαδικασίας, μια υπενθύμιση για όλους
Η απόφαση του 2025 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών είναι κάτι πολύ περισσότερο από την έκβαση μιας μεμονωμένης υπόθεσης. Αποτελεί μια ισχυρή υπενθύμιση, ότι η σχολαστική τήρηση της νομικής διαδικασίας δεν είναι σχολαστικισμός ή γραφειοκρατία. Είναι η ίδια η ουσία της προστασίας των δικαιωμάτων του πολίτη απέναντι σε ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες. Αποδεικνύει, ότι οι κανόνες ισχύουν για όλους και πως τα δικαστήρια έχουν τα εργαλεία να επιβάλουν την τήρησή τους.
Σε μια εποχή, όπου οι οικονομικές συναλλαγές γίνονται όλο και πιο σύνθετες και απρόσωπες, η απόφαση αυτή μας υπενθυμίζει, ότι η μεγαλύτερή μας ασφάλεια βρίσκεται τελικά στους κανόνες και τις διαδικασίες, που ορίζει ο νόμος.
Απόσπασμα του υπό έκδοση βιβλίου με τίτλο «ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ στην αναγκαστική εκτέλεση» με υπότιτλο «Περί Πλειστηριασμών –Από τη θεωρία στην πράξη» ISBN 978-618-00-3736-4

















