Της Ελένης Τσιάβο


Τη δική τους θέση εκφράζουν 18 φοιτητές από το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών μέσω δικόγραφου που κατέθεσαν στη δίκη που βρίσκεται σε εξέλιξη για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στο Συμβούλιο της Επικρατείας (νέα δικάσιμος αναμένεται στις 11.04.2025)
Ειδικότερα, με αιχμηρή παρέμβαση τους, τοποθετούνται επί της υπ. αρίθμ. Ε2760/2024 αίτησης ακύρωσης που στρέφεται κατά της με αρ.  7363/27.09.2024 Απόφασης του Υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών  και του Υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, με τίτλο: «Ρύθμιση της  διαδικασίας κατάθεσης εγγυητικής επιστολής και επιμερισμός του καταβαλλόμενου  παραβόλου κατά την υποβολή αίτησης περί χορήγησης άδειας εγκατάστασης και  λειτουργίας παραρτημάτων – Νομικών Προσώπων Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης» (ΦΕΚ Β΄, 5460/01.10.2024).
Αξίζει να σημειωθεί ότι είχε προηγηθεί η αίτηση ακυρώσεως που υπογράφει ο παλαιότερος εν ενεργεία Καθηγητής του ΕΚΠΑ κύριος Πάνος Λαζαράτος, καθηγητής Διοικητικού Δικαίου της Νομικής Σχολής.
Αναλυτικά, οι φοιτητές υποστηρίζουν με τη σειρά τους, ότι ο εν λόγω νόμος αντίκειται σε σειρά συνταγματικών και ενωσιακών διατάξεων, οι οποίες απαγορεύουν την εν γένει  ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα μας.
Επιπροσθέτως, τονίζουν την ανάγκη διαφύλαξης του κύρους του δημοσίου Πανεπιστημίου στο οποίο φοιτούν, δεδομένου του κινδύνου οριστικής διακοπής της λειτουργίας Τμημάτων του λόγω της ιδρύσεως και λειτουργίας ιδιωτικών (μη κρατικών-μη κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων), κατ’ εφαρμογή των επίδικων διατάξεων του ν. 5094/2024.
Ενώ ακόμη προειδοποιούν για επικείμενη βλάβη, εξαιτίας του διαφορετικού τρόπου εισαγωγής ανάμεσα στα δημόσια και τα ιδιωτικά ΑΕΙ, καθώς και για υποβάθμιση του πτυχίου που απονέμουν τα Δημόσια ΑΕΙ.
Καταλήγοντας, οι αιτούντες κάνουν λόγο για προσβολή των επαγγελματικών και ακαδημαϊκών τους δικαιωμάτων και ηθική μείωση τους, «δεδομένης της προσβολής των συνταγματικών αγαθών της δημόσιας και δωρεάν παιδείας, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας» όπως υπογραμμίζουν.
epikrateias_1.jpgΟι θέσεις των αιτούντων:

Ι. Σκοπός ασκήσεως της παρεμβάσεως – Έννομο συμφέρον

1. Η επίδικη αίτηση ακυρώσεως έχει ασκηθεί προς το σκοπό εξαφανίσεως της με αρ. 7363/27.09.2024 Απόφασης του Υφυπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού. Όπως θα αναλυθεί κατωτέρω είναι απορριπτέοι όλοι οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων θεσπίζουν περιορισμούς στη δυνατότητα μετατροπής των κολλεγίων σε ιδιωτικά πανεπιστήμια.
Ωστόσο, η προσβαλλόμενη πράξη εξακολουθεί να είναι μη νόμιμη από άλλη άποψη: διότι αντίκειται σε σειρά συνταγματικών και ενωσιακών διατάξεων, οι οποίες απαγορεύουν την εν γένει ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα μας.
2. Σε αυτό το πλαίσιο, η παρούσα παρέμβαση ασκείται με πρόδηλο έννομο συμφέρον. Και τούτο διότι, οι παρεμβαίνοντες (4-18) είναι προπτυχιακοί φοιτητές στη Νομική σχολή του ΕΚΠΑ. Ο υπό 1 παρεμβαίνων είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική σχολή του ΕΚΠΑ. Οι υπό 2 και 3 παρεμβαίνοντες είναι υποψήφιοι Διδάκτορες Δημοσίου Δικαίου στη Νομική σχολή του ΕΚΠΑ. Υπό την εν λόγω ιδιότητά τους ως μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας προβαίνουν στην άσκηση της παρούσας παρεμβάσεως, αιτούμενοι την απόρριψη της επίδικης αίτησης ακύρωσης.
3. Ειδικότερα, το έννομο συμφέρον τους, προς άσκηση της υπό κρίση παρεμβάσεως ερείδεται:
4. στην ανάγκη διαφύλαξης του κύρους του δημοσίου Πανεπιστημίου στο οποίο φοιτούν, δεδομένου του κινδύνου οριστικής διακοπής της λειτουργίας Τμημάτων του λόγω της ιδρύσεως και λειτουργίας ιδιωτικών (μη κρατικών-μη κερδοσκοπικών Πανεπιστημίων), κατ’ εφαρμογή των επίδικων διατάξεων του ν. 5094/2024.
5. στην παράβαση της αρχής της ισότητας και της αξιοκρατίας ως προς τον τρόπο εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση. Ειδικότερα, από τη διάταξη του άρθρου 147 παρ. 2 του ν. 5094/2024 προκύπτει ότι θα δημιουργηθούν σχολές και τμήματα ΑΕΙ δύο ταχυτήτων. Από τη μία πλευρά, οι μαθητές θα εισάγονται στα Δημόσια ΑΕΙ και στη σχολή που επιθυμούν μόνον εάν συγκεντρώσουν την απαραίτητη βαθμολογία και από την άλλη πλευρά οι μαθητές θα εισάγονται στα ΝΠΠΕ εφόσον πληρούν δύο προϋποθέσεις: (α) βαθμό μεγαλύτερο ή ίσο με την ελάχιστη βάση εισαγωγής στα τέσσερα (4) πανελλαδικά εξεταζόμενα μαθήματα και (β) εφόσον έχουν τα χρήματα προκειμένου να πληρώσουν τα δίδακτρα για τη φοίτηση τους στο εκάστοτε ΝΠΠΕ.
6. Παρά ταύτα, για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 16 του Συντάγματος να υφίστανται προϋποθέσεις οι οποίες να διασφαλίζουν ότι θα φοιτούν εκείνοι που έχουν τα αναγκαία εφόδια για την ενεργό παρακολούθηση της διδασκαλίας που παρέχεται στα ιδρύματα αυτά. Και σίγουρα η απαίτηση αυτή δεν πληρούται με βάση το οικονομικό κριτήριο και την ελάχιστη βαθμολογία. (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4137/1990, 2214/1991, 1214/1992, 268/1993, 1969/1994, 1932/2018 επτ.). Και ναι μεν κοινός νομοθέτης έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να θεσπίζει σύστημα επιλογής των υποψηφίων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά θα πρέπει κατά τη θέσπισή του να διασφαλίζονται η ισότητα των ευκαιριών και ο αξιοκρατικός τρόπος επιλογής των υποψηφίων, γεγονός που δεν υφίσταται στη επίμαχη περίπτωση.
7. Ωστόσο με τη θεσπισθείσα ρύθμιση, εάν δύο μαθητές επιθυμούν την εισαγωγή τους σε σχολή όμοιου αντικειμένου, ο μεν απαιτείται να συγκεντρώσει την απαιτούμενη βαθμολογία στις Πανελλαδικές Εξετάσεις προκειμένου να φοιτήσει σε αυτή, ο δε, για να φοιτήσει στο ΑΕΙ της αρεσκείας του, αρκεί να συγκεντρώσει την ελάχιστη βαθμολογία εν συνδυασμώ με την καταβολή των διδάκτρων. Συνεπώς, στη μεν πρώτη περίπτωση το κριτήριο για τη φοίτηση και τη λήψη του πτυχίου είναι απολύτως
αξιοκρατικό (προσωπική αξία), στη δε δεύτερη περίπτωση καθαρά οικονομικό (τιμηματικό κριτήριο).
8. Η ως άνω διαδικασία προκαλεί βλάβη στους παρεμβαίνοντες ως μέλη της επιστημονικής κοινότητας, καθότι λόγω των μη αξιοκρατικών – επιστημονικών
κριτηρίων εισαγωγής θα εισέρχονται και συνεπώς θα αποφοιτούν από τα Ιδιωτικά ΑΕΙ, πρόσωπα τα οποία είναι αμφίβολο, εάν έχουν τα εχέγγυα να συμβάλουν στην πρόοδο της επιστήμης, τον βασικό δηλαδή σκοπό των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων κατ’ άρθρο 16 του Συντάγματος.
9. στη βλάβη που υπόκεινται από την υποβάθμιση των πτυχίων τους. Ο προαναφερθείς διαφορετικός τρόπος εισαγωγής των φοιτητών στα Ιδιωτικά ΑΕΙ, συνεπάγεται άμεσο κίνδυνο υποβάθμισης του κύρους του πτυχίου των Δημοσίων ΑΕΙ. Οι φοιτητές που θα επιλέξουν το Ιδιωτικό Πανεπιστήμιο, θα φοιτήσουν σε ένα πανεπιστήμιο:
(α) η θέσπιση του οποίου είναι αντίθετη στο άρθρο 16 παρ. 5 του Συντάγματος.
(β) για το οποίο δεν υφίσταται οργανωμένο πλαίσιο εποπτείας. Από το άρθρο 136 του ν. 5094/2024 προκύπτει σαφώς ότι η εποπτική σχέση που καθιερώνεται αφορά αποκλειστικά το Κράτος (μέσω του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού και της ΕΘΑΑΕ) και τα ΝΠΠΕ ενώ ουδόλως σχετίζεται με τα μητρικά ιδρύματα, για τα οποία καμία πρόνοια εποπτείας δεν υφίσταται στην κείμενη νομοθεσία παρ’ όλο που τα τελευταία υποτίθεται ότι παρέχουν ανώτατη εκπαίδευση.
10. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 137 του ν. 5094/2024 καταλείπεται εξαιρετικά διευρυμένη αυτοτέλεια και ευχέρεια δράσης στα ΝΠΠΕ στη σχέση τους με τα μητρικά ιδρύματα, δεδομένου ότι ο έλεγχος τον οποίον ασκούν τα μητρικά ιδρύματα επί των ΝΠΠΕ όχι μόνον δεν προσδιορίζεται νομοθετικά, αλλά πολύ περισσότερο, προσδιορίζεται με βάση είτε την πλειοψηφική συμμετοχή του μητρικού ιδρύματος στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΝΠΠΕ είτε τη σύναψη «εκπαιδευτικής συμφωνίας» μεταξύ του τελευταίου και του μητρικού ιδρύματος (βλ. περ. α) του άρθρου 137 του ν. 5094/2024). Υπό την έννοια αυτή, και από τη συγκεκριμένη διάταξη προκύπτει ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες ανώτατης εκπαίδευσης δεν παρέχονται απευθείας από τα μητρικά ιδρύματα (με την αξιοποίηση του ΝΠΠΕ) αφού αν ήθελε γίνει δεκτή αυτή η άποψη τότε αυτονοήτως το μητρικό ίδρυμα θα έπρεπε να διαθέτει ιδιαίτερα διευρυμένη εξουσία εποπτείας επί του υπό ίδρυση ΝΠΠΕ, προκειμένου να καθορίζει τους όρους και το πλαίσιο λειτουργίας του τελευταίου. (βλ και 2οπρόσθετο λόγο της αίτησης ακύρωσης Ε2756/2024).
(γ) Υφίσταται διαφορετικός τρόπος επιλογής των καθηγητών σε σχέση με τα δημόσια πανεπιστήμια δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 153 παρ. 1 του ν. 5094/2023 δεν είναι απαραίτητη η κατοχή διδακτορικού διπλώματος για μέλη διδακτικού ερευνητικού προσωπικού. Τούτο καθιστά αδύνατη την εκπλήρωση της βασικής αποστολής των ΑΕΙ, αφού σε αυτά διδάσκουν καθηγητές δίχως τις απαραίτητες περγαμηνές και δίχως την τήρηση των εγγυήσεων που απολαμβάνουν ως δημόσιοι λειτουργοί κατ’ άρθρο 16 του Συντάγματος.
(δ) Δεν υφίσταται σαφές και καθορισμένο πλαίσιο οργανώσεως, δια της θεσπίσεως συγκεκριμένων κριτηρίων και αρχών, του προγράμματος σπουδών. Και τούτο διότι, από τη διάταξη του άρθρου 137 του ν. 5094/2024 (βλ. περ. γ), προκύπτει η εξαιρετικά ευρεία ευχέρεια του ΝΠΠΕ να επιλέγει και να καθορίζει αυτό το ίδιο το είδος και τα χαρακτηριστικά των προσφερόμενων προγραμμάτων σπουδών, χωρίς την οποιαδήποτε εμπλοκή του μητρικού ιδρύματος. Ταυτόχρονα, η ΕΘΑΑΕ, διατηρεί την αρμοδιότητα απλής πιστοποίησης και αξιολόγησης των παρεχόμενων αυτών προγραμμάτων (βλ. άρθρο 145 παρ. 4 του ν. 5094/2024).
11. Υπ’ αυτά τα δεδομένα, το υπό α έως δ περιγραφέν καθεστώς λειτουργίας των ιδιωτικών ΑΕΙ εν συνδυασμώ με τον τρόπο εισαγωγής (ελάχιστη βάση εισαγωγής και χρήματα), θα ωθήσει κατά την κοινή πείρα πολλούς από εκείνους που θα επέλεγαν το Δημόσιο Πανεπιστήμιο, να επιλέξουν τα Ιδιωτικά Πανεπιστήμια, (δεδομένου του ευκολότερου τρόπου εισαγωγής και λήψης του πτυχίου) εκμηδενίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αξία του πτυχίου που χορηγεί το δημόσιο πανεπιστήμιο.
foithtes6_0.jpg
12. στην ανάγκη διαφύλαξης των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Εφόσον τα ιδιωτικά ΑΕΙ παρέχουν τίτλους σπουδών ανώτατης βαθμίδας αυξάνονται οι απόφοιτοι πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η προσφορά στην αγορά εργασίας αποφοίτων ΑΕΙ, ενώ η ζήτησή τους παραμένει. Έτσι, καθίσταται δυσχερέστερη η πρόσβαση στην αγορά εργασίας, γεγονός που πλήττει την επαγγελματική ελευθερία των αποφοίτων των δημοσίων πανεπιστημίων, υπό την έκφανσή της ως ισότητας ευκαιριών και αξιοκρατίας στην αγορά εργασίας. Αυξάνεται, δηλαδή, ο ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας, δίχως, όμως, το πτυχίο που παρέχουν τα ιδιωτικά ΑΕΙ να έχει ίση αξία με το όμοιου αντικειμένου πτυχίο των δημοσίων ΑΕΙ, όπως
αναλυτικώς εκτέθηκε ανωτέρω. Τούτο μάλιστα υποβαθμίζει και την παρεχόμενη εργασία. Πολλώ, δε, μάλλον για τους αποφοίτους των νομικών επιστημών, οι οποίοι κατά μείζονα λόγω σταδιοδρομούν στη δικαιοσύνη ως ελεύθεροι επαγγελματίες (δικηγόροι), απαιτείται αυξημένο επίπεδο επιστημονικών γνώσεων δεδομένου ότι είναι συλλειτουργοί της δικαιοσύνης.
13. στην προστασία των ακαδημαϊκών δικαιωμάτων που απονέμονται από το άρθρο 16 του Συντάγματος στους αποφοίτους ανώτατης εκπαίδευσης. Εφόσον τα ιδιωτικά ΑΕΙ παρέχουν τίτλους σπουδών ανώτατης βαθμίδας αυξάνονται οι απόφοιτοι πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο ανταγωνισμός των φοιτητών για την εισαγωγή τους σε προγράμματα μεταπτυχιακών ή και διδακτορικών σπουδών. Μάλιστα, παρέχεται αυθαιρέτως ισότητα ευκαιριών στα ανωτέρω προγράμματα, σε αποφοίτους με τίτλους σπουδών από τα Ιδιωτικά ΑΕΙ, δίχως να πληρούνται οι αυξημένες εγγυήσεις που απαιτεί το άρθρο 16 του Συντάγματος. Οι αυξημένες εγγυήσεις υφίστανται προκειμένου να διασφαλίζουν την επίτευξη της βασικής αποστολής των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων η οποία είναι η καλλιέργεια της επιστήμης της έρευνας και της διδασκαλίας στην ανώτατη βαθμίδα. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, απαιτείται οι μετέχοντες, ιδίως των προγραμμάτων μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών, να έχουν τα αναγκαία εφόδια για την ενεργό παρακολούθηση της θεωρητικής και πρακτικής διδασκαλίας, δεδομένου ότι μόνο υπό αυτούς τους όρους είναι δυνατή η επίτευξη της αποστολής των ιδρυμάτων της τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως.
14. Επομένως, θίγονται προσωπικά και άμεσα οι φοιτητές των προπτυχιακών μεταπτυχιακών και διδακτορικών προγραμμάτων σπουδών και λόγω της αύξησης του ανταγωνισμού ως προς την εισαγωγή και στην υποβάθμιση του επιπέδου σπουδών τους. Εξάλλου, ενεστώς θεωρείται το έννομο συμφέρον όταν η βλάβη επέρχεται και με βεβαιότητα στο μέλλον.
15. Περαιτέρω, οι παρεμβαίνοντες θίγονται υπό την ιδιότητά τους ως μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, δεδομένου ότι, η ίδρυση και λειτουργία Ιδιωτικών ΑΕΙ συντελεί στην υποβάθμιση της ανώτατης βαθμίδας εκπαιδεύσεως. Και τούτο διότι, κατά τα προρρηθέντα, είναι βέβαιο ότι στην επιστημονική κοινότητα, θα συμμετάσχουν άτομα τα οποία δεν διαθέτουν τα αναγκαία εφόδια, γεγονός που προσκρούει και στο δημόσιο συμφέρον, το οποίο απαιτεί ποιοτικό επίπεδο σπουδών για την πρόοδο της επιστήμης. Υπ’ αυτά τα δεδομένα θίγονται όλοι οι παρεμβαίνοντες και ιδίως οι υπ. αρίθμ. 1, 2, 3.
16. στην ανάγκη διαφύλαξης του ηθικού τους εννόμου συμφέροντος.
Ειδικότερα, η βλάβη στο κύρος του δημοσίου πανεπιστημίου, ο διαφορετικός τρόπος εισαγωγής ανάμεσα στα δημόσια και τα ιδιωτικά ΑΕΙ, η υποβάθμιση του πτυχίου που απονέμουν τα Δημόσια ΑΕΙ, η προσβολή των επαγγελματικών και ακαδημαϊκών τους δικαιωμάτων προκαλεί αναμφίβολα ηθική μείωση στους παρεμβαίνοντες, δεδομένης της προσβολής των συνταγματικών αγαθών της δημόσιας και δωρεάν παιδείας, της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας.
17. Εξάλλου, κατά τα παγίως κριθέντα, έννομο συμφέρον συντρέχει, όταν η προσβαλλόμενη κανονιστική ρύθμιση θίγει συγκεκριμένες ελευθερίες ή δικαιώματα, τα οποία κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα και τους νόμους, όπως στην επίμαχη περίπτωση. Το, δε, ενδιαφέρον των παρεμβαινόντων για την πραγμάτωση και διαφύλαξη των ελευθεριών και των δικαιωμάτων τους, που θίγονται, από την αντίθεση της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξης προς το Σύνταγμα και τους νόμους, είναι εντονότερο από το κοινό ενδιαφέρον του πολίτη για την τήρηση της νομιμότητας, λόγω της ιδιαίτερης ιδιότητας και κατάστασης τους και λόγω των εξ αυτής επερχόμενα στην έννομη τάξη αποτελέσματα, όπως αναλυτικώς εκτέθηκαν ανωτέρω. (ΣτΕ 1781/2024 σκ 8, Ολομ. 2046/2022, επταμ. 2678, 2680/2018, ΣτΕ 2299/2016 κ.ά.).
18. Σε κάθε περίπτωση, το έννομο συμφέρον των παρεμβαινόντων συνίσταται στο ότι τυχόν αποδοχή της επίμαχης αίτησης ακύρωσης, θα οδηγήσει στην ίδρυση και λειτουργία Ιδιωτικών ΑΕΙ δίχως τις ελάχιστες προϋποθέσεις-εγγυήσεις που προβλέπει η προσβαλλομένη απόφαση. Ειδικότερα, οι λόγοι ακυρώσεως κατατείνουν στην περαιτέρω μείωση των εγγυήσεων για την ίδρυση και λειτουργία των Ιδιωτικών ΑΕΙ, χάρη δήθεν της επιχειρηματικής-επαγγελματικής ελευθερίας των αιτούντων. Υπ’ αυτή την εκδοχή, παρ’ όλο που οι παρεμβαίνοντες θεωρούν ότι η ίδρυση και λειτουργία των Ιδιωτικών ΑΕΙ είναι αντίθετη στο άρθρο 16 του Συντάγματος, παρεμβαίνουν υπέρ της διατηρήσεως της πράξεως για τους προσβαλλόμενους με την
αίτηση ακύρωσης λόγους. Και τούτο διότι, οι λόγοι που προβάλλονται στην επίμαχη αίτηση ακύρωσης είναι αβάσιμοι, καθώς δια της προσβαλλομένης καθορίζονται τουλάχιστον οι ελάχιστες προϋποθέσεις για την ίδρυση και λειτουργία των Ιδιωτικών ΑΕΙ.
19. Συνεπώς, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι οι παρεμβαίνοντες θίγονται άμεσα από την ίδρυση και λειτουργία των Ιδιωτικών Πανεπιστημίων άρα και από τη μετατροπή των κολεγίων σε ΑΕΙ, με συνέπεια να μην τίθεται ζήτημα μη συνδρομής εννόμου συμφέροντος.

IΙ. Λόγοι παρεμβάσεως

Ευθύς εξ’ αρχής προβάλλεται ότι οι λόγοι ακυρώσεως τυγχάνουν αβάσιμοι. Ο ν. 5094/2024 καθώς και η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκεινται στο Σύνταγμα και στο ενωσιακό δίκαιο για άλλους λόγους (οι οποίοι εκτίθενται κατωτέρω) και όχι για αυτούς που προβάλλονται με την επίδικη αίτηση ακύρωσης.

1ος λόγος παρεμβάσεως

1. Όλοι οι προσβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Και τούτο, διότι αντίκεινται στο άρθρο 16 του Συντάγματος και σε γραμματικό και σε τελολογικό επίπεδο.
(Α) Επί της γραμματικής ερμηνείας του άρθρου 16 του Συντάγματος.
2. Οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως, όπως και ο ίδιος ο ν. 5094/2024 και οι προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση, αντίκεινται στο γράμμα του άρθρου 16 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, αντίκεινται στις ακόλουθες λέξεις:
(α) «η εκπαίδευση», «δωρεάν», «παιδείας», «σε όλες τις βαθμίδες της» (άρθρο 16 παρ, 4 του Συντ.).
(β) «η ανώτατη εκπαίδευση», «παρέχεται», «αποκλειστικά», «νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου», «με πλήρη αυτοδιοίκηση» (άρθρο 16 παρ. 5 του Συντ.).
(γ) «οι καθηγητές», «δημόσιοι λειτουργοί» (άρθρο 16 παρ. 6 του Συντ.).
(δ) «η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.» (άρθρο 16 παρ. 8 του Συντ.).
3. Τα ανωτέρω επιρρωνύονται και από τη νομολογία του Δικαστηρίου Σας, η οποία κατά την ερμηνεία του άρθρου 16 του Συντάγματος απεφάνθη τα ακόλουθα:
4. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται στην Ελλάδα αποκλειστικώς από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πλήρως αυτοδιοικούμενα, απαγορεύεται δε απολύτως η σύσταση σχολών ανώτατης εκπαίδευσης από ιδιώτες, ασχέτως του προορισμού ή του χαρακτήρα των σχολών αυτών (ΣτΕ 1781/2024 επταμ., 922/2023 επταμ., 547/2008 επταμ., βλ και ΣτΕ 1789/2023, 1318/2009, 211/2006 κ.α). Περαιτέρω, οι καθηγητές απολαμβάνουν τις ειδικές εγγυήσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 16 του Συντάγματος. (πρβλ, ΣτΕ 1781/2024, 246/2006).
5. Συνεπώς, από το γράμμα της διατάξεως δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το άρθρο 16 απαγορεύει τη σύσταση των ιδιωτικών ΑΕΙ στη χώρα μας και για την ταυτότητα του λόγου και τη μετατροπή των κολλεγίων σε ΝΠΠΕ.
(Β) Επί της τελολογικής ερμηνείας του άρθρου 16 του Συντάγματος.
6. Οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως, όπως και ο ίδιος ο ν. 5094/2024 και οι προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση, αντίκεινται και στο πνεύμα του άρθρου 16 του Συντάγματος. Και τούτο, δε, διότι, είναι διαχρονικά σαφές ότι ο σκοπός των επίμαχων διατάξεων είναι η συλλήβδην απαγόρευση σε ιδιώτες να παρέχουν υπηρεσίες ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα μας. Ο σκοπός αυτός αποτυπώθηκε στο Σύνταγμα του 1975 και έκτοτε επαναλαμβάνεται διαχρονικά, μέσω της μη υπαγωγής του άρθρου 16 στη διαδικασία αναθεώρησης. Μάλιστα, ο σκοπός αυτός αποτυπώθηκε στην πλέον γενική του διατύπωση, υπό τη μορφή της απαγόρευσης «σύστασης» ιδιωτικών ΑΕΙ (η οποία προφανώς περιλαμβάνει και την «εγκατάσταση» αλλά και την «παροχή» ανώτατης εκπαίδευσης από τα ιδιωτικά ΑΕΙ).
7. Εξάλλου, στα πλαίσια της «ιστορικό-εξελικτικής» προσέγγισης του άρθρου 16 Συντ., γίνεται αναφορά, δοθέντος μάλιστα, σύμφωνα με την ίδια αιτιολογική έκθεση, ότι οι σχετικές διατάξεις εισήχθησαν «[…] για πρώτη φορά το 1975 στο Σύνταγμα από την Ε’ Αναθεωρητική Βουλή, η δε νομική φύση των πανεπιστημίων ως ν.π.δ.δ. θεσπίστηκε για πρώτη φορά το 1968 με το δικτατορικό Σύνταγμα. Από τα πρακτικά των συζητήσεων του δικτατορικού Υπουργικού Συμβουλίου προκύπτει ότι το στρατιωτικό καθεστώς, προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα πανεπιστημιακά ιδρύματα θα τελούν υπό τον έλεγχό του, ανήγαγε σε συνταγματικό κανόνα τη νομική φύση των πανεπιστημίων ως ν.π.δ.δ.,
παρότι ορισμένα από αυτά προήλθαν από μη κρατικές/ιδιωτικές πρωτοβουλίες […]» (βλ. σελ. 131 της Αιτιολογικής Έκθεσης).
8. Εντούτοις, η απαγόρευση σύστασης ανωτάτων σχολών από ιδιώτες έχει υποβληθεί πολλαπλώς στη βάσανο της δημοκρατικής νομιμοποίησης, τόσο δια της θέσπισης του άρθρου 16 στο Σύνταγμα του 1975, όσο και δια της μη υποβολής της στη διαδικασία της αναθεώρησης έκτοτε.
9. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε ακολουθηθεί η δυναμική ερμηνεία του Συντάγματος ή και η σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία, τότε και πάλι αυτή θα έπρεπε να λάβει χώρα εντός του αυστηρού γραμματικού πλαισίου που θέτει ο συνταγματικός νομοθέτης στο εν λόγω άρθρο και μάλιστα κατά τρόπο απόλυτο και κατηγορηματικό («H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται»). Διότι σε αντίθετη περίπτωση αυτό θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη τελολογική συστολή των παρ. 5 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος, με την προσθήκη εκτενούς εξαίρεσης από το κανονιστικό (απαγορευτικό) περιεχόμενό τους. Είναι προφανές ότι, αν γινόταν δεκτή μια τέτοιου είδους τελολογική συστολή του κανονιστικού περιεχομένου των διατάξεων του άρθρου 16 Συντ., τότε θα επιτρεπόταν, κατ’ ουσίαν, στον νομοθέτη να αποδώσει στο Σύνταγμα όποιο, περίπου, νόημα επιθυμεί.
10. Συνεπώς, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι και τελολογικά το άρθρο 16 απαγορεύει τη σύσταση των ιδιωτικών ΑΕΙ στη χώρα μας και για την ταυτότητα του λόγου και τη μετατροπή των κολλεγίων σε ΝΠΠΕ.
11. Τούτων δοθέντων, δέον να απορριφθεί η επίμαχη αίτηση ακυρώσεως εξ’ αυτού του λόγου.
2ος λόγος παρεμβάσεως. Αντίθεση στο άρθρο 165 και 6 της ΣΛΕΕ και στο άρθρο 14 παρ. 3 του ΧΘΔΕΕ.
12. Ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ότι ο ν. 5094/2024 και η προσβαλλομένη απόφαση ήταν σύμφωνη με το άρθρο 16 του Συντάγματος με αποτέλεσμα πράγματι να επιτρεπόταν η σύσταση, η λειτουργία και η παροχή ανώτατης εκπαίδευσης από Ιδιωτικά ΑΕΙ, άρα και η μετατροπή των υφιστάμενων κολλεγίων σε ΝΠΠΕ, οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως αντίκεινται στο ενωσιακό δίκαιο. Πιο συγκεκριμένα αντίκεινται στα άρθρα 165 και 6 της ΣΛΕΕ, 14 παρ. 3 του ΧΘΔΕΕ.
13. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συμπληρωματικό-συντονιστικό ρόλο για τα εκπαιδευτικά ζητήματα και σε καμία περίπτωση αποκλειστική αρμοδιότητα ρυθμίσεώς τους. Με άλλες λέξεις, δύναται να υποστηρίζει, να συντονίζει ή και να συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών στα ζητήματα παιδείας, σεβόμενη όμως την εθνική νομοθεσία, άρα και το Σύνταγμα, δυνάμει των οποίων καταλείπεται στον εθνικό νομοθέτη ευρεία ευχέρεια να οργανώνει το εκπαιδευτικό σύστημα. Συνεπώς, στην έννοια της οργανώσεως ανήκει το άρθρο 16 παρ. 5, 6 και 8 του Συντάγματος. Πολλώ, δε, μάλλον που επιφυλάσσεται αποκλειστική αρμοδιότητα στα κράτη μέλη για τα εκπαιδευτικά ζητήματα.
14. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 165 του Συντάγματος είναι ειδική έναντι οποιαδήποτε άλλης, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να τεθεί εκποδών η εφαρμογή του άρθρου 16 του Συντάγματος από την ελευθερία παροχής υπηρεσιών ή και την ελευθερία εγκαταστάσεως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ούτε είναι δυνατόν να εφαρμοστούν παράλληλα.
15. Επί τη βάση των ανωτέρω, ο Έλληνας νομοθέτης δια του ν. 5094/2024 θέσπισε τις αυστηρές προϋποθέσεις για τη διαδικασία έκδοσης άδειας λειτουργίας των Ιδιωτικών πανεπιστημίων (στα πλαίσια της ευχέρειας του). Τούτο, δε, είναι σύμφωνο και με την πάγια νομολογία του ΔΕΕ. Το τελευταίο έχει κρίνει ότι «τα κοινοτικά όργανα οφείλουν να σέβονται τους κανόνες τους οποίους θεσπίζουν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, σύμφωνα με τον κανόνα που επιβάλλει στα κράτη μέλη και τα κοινοτικά όργανα αμοιβαία καθήκοντα ειλικρινούς συνεργασίας, κανόνα ο οποίος ενέπνευσε, μεταξύ άλλων, και το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ […]. Αυτό ισχύει ιδίως όταν, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, πρόκειται για διατάξεις συνταγματικού δικαίου.».
16. Εξάλλου, η απόφαση του ΔΕΕ (της 6ης Οκτωβρίου 2020 στην υπόθεση C-66/18, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας) δεν μπορεί να θεμελιώσει επαρκώς το επιχείρημα υπέρ της παραβίασης του άρθρου 14 παρ. 3 του ΧΘΔΕΕ και 49 της ΣΛΕΕ από την απαγόρευση ίδρυσης μη κρατικών ΑΕΙ. Τούτο, διότι, το ΔΕΕ εξέτασε τα υπόψιν του δεδομένα υπό το φως της εφαρμογής της GATS, η οποία είχε ως συνέπεια την υπαγωγή της υπόθεσης στο πεδίο της «κοινής εμπορικής πολιτικής» και επομένως στο πεδίο της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ε.Ε.. Κάτι αντίστοιχο δεν μπορεί να
ισχύσει στην περίπτωση της Ελλάδας, με δεδομένο ότι η τελευταία έχει ρητά επιφυλαχθεί, κατά τη σύναψη της GATS, ως προς το δικαίωμά της να μην αναγνωρίζει εκπαιδευτικά ιδρύματα που χορηγούν κρατικά αναγνωρισμένα πτυχία.
17. Συναφώς, στα πλαίσια της αποκλειστικής του αρμοδιότητα του ο νομοθέτης θέσπισε το σύστημα ίδρυσης και λειτουργίας των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Οι λόγοι αντισυνταγματικότητας και αντιθέσεως στο ενωσιακό δίκαιο που προβάλλονται με την επίδικη αίτηση ακύρωσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Και τούτο, διότι ο ν. 5094/2024 καθώς και η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντισυνταγματική και αντίθετη στο κοινοτικό δίκαιο για όλους τους λόγους που προβάλλονται στην παρούσα παρέμβαση και για όσους περαιτέρω εκτίθενται στην υπ. αρίθμ. Ε2756/2024 ασκηθείσα αίτηση ακυρώσεως Ενώπιον Σας.
18. Επομένως, είναι δεδομένο ότι η επίδικη αίτηση ακύρωσης κείται ένα βήμα μπροστά: Λαμβάνει ως δεδομένο ότι ο νόμος είναι συνταγματικός, απλώς η διαδικασία της αδειοδοτήσεως αντίκειται στο σύνταγμα, ισχυρισμός ο οποίος είναι εσφαλμένος δεδομένου ότι η ίδρυση, η λειτουργία, και η παροχή ανώτατης εκπαίδευσης από Ιδιωτικά ΑΕΙ αντίκειται στο άρθρο 16 του Συντάγματος, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε περαιτέρω ρύθμιση να είναι και εκείνη αντισυνταγματική.
19. Τούτων δοθέντων, δέον να απορριφθεί η επίμαχη αίτηση ακυρώσεως εξ’ αυτού του λόγου.